Το μεγάλο κόστος από την απουσία της Ελλάδας και την έλλειψη στρατηγικής για την Τουρκία
-Στη Διάσκεψη του Βερολίνου πρωταγωνιστής ήταν η Άγκυρα – Η Μέρκελ απέκλεισε τη χώρα μας
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Mπροστά στον κίνδυνο, η Ελλάδα είναι απούσα και παρακολουθεί απαθής την ορμητική είσοδο της Τουρκίας στη διεθνή σκακιέρα, η οποία ενισχύει έτσι τη θέση της και τον γεωστρατηγικό ρόλο της, κάτι που επιδιώκει να εξαργυρώνει στα «μικρά» ζητήματα, όπως προβάλλουν στην ατζέντα της οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό.
Το τελευταίο διάστημα, παρά τα συνεχή ταξίδια του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια και τις μερικές στοχευμένες επισκέψεις του Κυρ. Μητσοτάκη, αναδεικνύεται ένα κενό στρατηγικής απέναντι σε αυτό που προβάλλει πλέον ως υπαρκτός κίνδυνος. Τη γιγάντωση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, που πλέον θα συνομιλεί με τις μεγάλες δυνάμεις, θα αναλαμβάνει ρίσκα για λογαριασμό τους και προφανώς θα αναζητά κατόπιν ανταλλάγματα στα ζητήματα εθνικού ενδιαφέροντός της.
Η δεύτερη Διάσκεψη του Βερολίνου είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της πολιτικής. Η Ελλάδα ήταν και πάλι απούσα, καθώς δεν κατόρθωσε να διεκδικήσει και να επιβάλει την παρουσία της σε μια διάσκεψη που αφορά γειτονική της χώρα, τη στιγμή μάλιστα που προσκλήθηκαν σε αυτή χώρες όπως η Ολλανδία και η Ελβετία, που, προφανώς, ουδεμία σχέση έχουν με τη Λιβύη.
Και παρά τις εύκολες δικαιολογίες της κυβέρνησης και του ΥΠΕΞ, που ισχυρίστηκαν ότι η κ. Μέρκελ απέκλεισε την Ελλάδα, είναι σαφές ότι η Αθήνα δεν μπόρεσε ούτε μέσω των ευρωπαϊκών καναλιών να πιέσει το Βερολίνο ούτε όμως να πείσει και τον ΓΓ του ΟΗΕ Αντ. Γκουτιέρες για την ανάγκη να είναι παρούσα στη διάσκεψη μια χώρα-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, που γειτνιάζει και επηρεάζεται άμεσα από τις εξελίξεις στη Λιβύη.
Αντιθέτως, στη Διάσκεψη του Βερολίνου πρωταγωνιστής ήταν και πάλι η Τουρκία, η οποία φαίνεται ότι επέβαλε στη διεθνή κοινότητα την απαίτησή της για παραμονή τουρκικών δυνάμεων στη Λιβύη, υπό τον μανδύα των «εκπαιδευτών» του Λιβυκού Στρατού, ενώ σε συμπαιγνία με τη Ρωσία, η οποία επίσης δεν θέλει να εγκαταλείψουν άμεσα το λιβυκό έδαφος οι μισθοφόροι της Wagner, δρομολόγησαν τη «σταδιακή» απόσυρση των ξένων δυνάμεων. Ο γερμανός ΥΠΕΞ κ. Μάας, που ήταν και οικοδεσπότης, έσπευσε μάλιστα να δείξει κατανόηση στην απαίτηση της Τουρκίας για τη μη άμεση απόσυρση όλων των δυνάμεων και επίσης έδειξε να συμφωνεί με την τουρκική θέση, που διαφοροποιεί τους μισθοφόρους από τους ξένους στρατιώτες, ώστε έτσι να επιτύχει την εξαίρεση των δικών της δυνάμεων.
Όμως αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο φάουλ των Γερμανών, το οποίο δεν προσπάθησε να αποτρέψει η Αθήνα. Αποδεχόμενο το Βερολίνο ότι οι τούρκοι στρατιώτες βρίσκονται νόμιμα και μπορούν να παραμείνουν στη Λιβύη, συνεχίζοντας την «εκπαίδευση» των λιβυκών δυνάμεων, πρακτικά νομιμοποιεί το τουρκολιβυκό μνημόνιο στρατιωτικής συνεργασίας που υπέγραψε ο Τ. Ερντογάν με τον Αλ Σάρατζ, το οποίο συμπληρώθηκε με το άλλο μνημόνιο της οριοθέτησης των ζωνών θαλάσσιας αρμοδιότητας, που αποτέλεσε τη βάση της προώθησης του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Καταιγιστικές οι εξελίξεις στη Λιβύη
Το επόμενο διάστημα, που οι εξελίξεις στη Λιβύη θα είναι καταιγιστικές και κρίσιμες, καθώς η πορεία προς τις εκλογές όσο παραμένουν ξένες δυνάμεις στο έδαφος της χώρας θα κρέμεται από μια κλωστή, η Ελλάδα είναι ουσιαστικά απούσα και σε διεθνές επίπεδο, όπου αναλαμβάνονται οι πρωτοβουλίες για τη Λιβύη, αλλά και στο ίδιο το λιβυκό έδαφος, αφού παρά τις εξαγγελίες δεν έχει ανοίξει το προξενείο στην Βεγγάζη, ενώ και η πρεσβεία στην Τρίπολη λειτουργεί υποτυπωδώς.
Η ενίσχυση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας ήταν εμφανής και από το αποτέλεσμα του Διπλωματικού Φόρουμ της Αττάλειας, το οποίο διοργάνωσε το τουρκικό ΥΠΕΞ και προσωπικά ο Μ. Τσαβούσογλου, καθώς συγκέντρωσε δεκάδες υπουργούς Εξωτερικών από όλες τις ηπείρους, πρωθυπουργούς αλλά και κορυφαίους παράγοντες της διεθνούς διπλωματίας. Η Ελλάδα απείχε από το συνέδριο αυτό, στο οποίο είχαν προσκληθεί αρχικά ο Ν. Δένδιας και ο Κ. Φραγκογιάννης αλλά και οι Ντ. Μπακογιάννη και Δ. Αβραμόπουλος. Ωστόσο, οι δύο τελευταίοι ακύρωσαν την τελευταία στιγμή την παρουσία τους λόγω της πρόσκλησης στον τουρκοκύπριο κατοχικό ηγέτη υπό τον τίτλο του «προέδρου της ‘‘ΤΔΒΚ’’».
Η Αθήνα όφειλε να βρει φόρμουλα ώστε να υπάρχει ελληνική παρουσία στην Αττάλεια (διασφαλίζοντας απλώς ότι δεν θα ήταν στο ίδιο πάνελ με τον κατοχικό ηγέτη οι έλληνες εκπρόσωποι) και να ακουστούν και οι ελληνικές θέσεις για τα ελληνοτουρκικά, για το Κυπριακό και για τα περιφερειακά ζητήματα, καθώς με την ελληνική απουσία το φόρουμ ήταν τελικά όπως και είχε σχεδιαστεί, ένα μοναδικό βήμα για την προβολή –χωρίς αντίλογο– της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής. Ήταν ένα φόρουμ που έδωσε προστιθέμενη αξία στην τουρκική εξωτερική πολιτική και αναβάθμισε το κύρος της.
Όμως και στο ΝΑΤΟ η Τουρκία, με μια κίνηση ματ, πρότεινε να αναλάβει η ίδια τη φρούρηση του αεροδρομίου της Καμπούλ μετά την αποχώρηση των Αμερικανών, κάτι που έγινε δεκτό με ικανοποίηση από τους Αμερικανούς και άλλους συμμάχους. Πλέον δεν έχει και τόση σημασία αν θα υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο και τι ανταλλάγματα θα ζητήσει η Τουρκία γι’ αυτό. Σημασία έχει ότι κατόρθωσε να εμφανισθεί ως παίκτης διεθνούς επιπέδου και ως μέρος της λύσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Συμμαχία αλλά και οι ΗΠΑ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα και ενώ έχει προηγηθεί ο εξωραϊσμός της εικόνας της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά, με ευθύνη και της Αθήνας, αναδεικνύεται η έλλειψη στρατηγικής εκ μέρους της χώρας μας.
Η αποδοχή εκ μέρους της κυβέρνησης της αποχώρησης του «Oruc Reis» από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, ύστερα από σχεδόν πέντε μήνες παράνομης δραστηριότητας, ως μείζονος ζητήματος έδωσε την ευκαιρία στην ΕΕ, αφού εκεί που θα έπρεπε να συζητά κυρώσεις και μέτρα που θα επανέφεραν στον ίσιο δρόμο την Τουρκία και θα την υποχρέωναν να εγκαταλείψει συνολικά την αναθεωρητική πολιτική της εναντίον κρατών-μελών τώρα χαιρετίζεται «η αποκλιμάκωση και η έναρξη διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Επίσης, θεωρείται μείζον ζήτημα το γεγονός ότι προς το παρόν δεν υπάρχει τουρκικό πλοίο στην κυπριακή ΑΟΖ για παράνομες έρευνες, ενώ υποβαθμίζεται η πρωτοφανής πρόκληση με το άνοιγμα των Βαρωσίων, προκειμένου να μην υποχρεωθεί η ΕΕ να λάβει μέτρα εναντίον της Τουρκίας.
Η αξιοπιστία της Τουρκίας, με τις υποτιθέμενες δεσμεύσεις που απέσπασε ο Κυρ. Μητσοτάκης από τον Τ. Ερντογάν για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο, φάνηκε πόσο μικρή είναι, καθώς την Τρίτη εξέδωσε τρεις NAVTEX που παρατείνουν και για το διάστημα από 15 Ιουνίου μέχρι 15 Σεπτεμβρίου την ισχύ των δεσμεύσεων τριών περιοχών στο κέντρο του Αιγαίου για ασκήσεις. Μια κίνηση η οποία πρακτικά ακυρώνει το μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ, με την Τουρκία να επικαλείται ελληνική δέσμευση σε πεδίο βολής που διαρκεί για έναν χρόνο και δεν έχει προβλέψει την εξαίρεση των τριών καλοκαιρινών μηνών, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές δεν εκτελούνται ασκήσεις στα συγκεκριμένα πεδία βολής την περίοδο που καλύπτει το μορατόριουμ.
Τον τελευταίο χρόνο η κυβέρνηση πορεύεται με την αντίληψη ότι πρέπει να κερδίζει χρόνο στα ελληνοτουρκικά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι κερδίζει χρόνο και η Τουρκία, η οποία γίνεται όλο και πιο ισχυρή στο διεθνές περιβάλλον, όλο και πιο τυχοδιωκτική, όλο και πιο επικίνδυνη. Και η διεθνής κοινότητα, παρά την «αλλεργία» που της προκαλεί ο Τ. Ερντογάν, είναι έτοιμη να κάνει τα στραβά μάτια προκειμένου να αναλάβει η Τουρκία να κάνει τη βρώμικη δουλειά είτε στη Λιβύη, είτε στη Μέση Ανατολή, είτε στο Αφγανιστάν…
Και αυτό θα το βρούμε σύντομα μπροστά μας…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: voria.gr