Γιώργος Τσίπρας στο “Π”: Η αναγκαία δεκαετία αλλαγών που δεν θα έρθουν
Tου
ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΙΠΡΑ
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αναπληρωτή Τομεάρχη Άμυνας
Η αισιοδοξία, όπως και η απαισιοδοξία, έλεγε ένας έλληνας φιλόσοφος, είναι μια περιορισμένη προσέγγιση της πραγματικότητας. Το ερώτημα για το τι θα κάνει η Ελλάδα στην επόμενη δεκαετία, δεκαετία νέων εισροών από το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και νέων ευρωπεριορισμών, δύσκολα μπορεί να απαντηθεί με θετικούς όρους.
Μετά την κατάρρευση και επανάκαμψη μέρους του παλιού πολιτικού συστήματος, αφού μεσολάβησε η «παρένθεση» της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται να έχει χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία. Οι παθογένειες που μας ξεχώριζαν από την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη και οδήγησαν στη βαθύτατη κρίση και στα Μνημόνια δεν έγιναν εφαλτήριο μεγάλων αλλαγών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη μεγάλη λαϊκή στήριξη που απολάμβανε αρχικά, τη σπατάλησε, όχι τόσο με τον αναγκαίο συμβιβασμό του καλοκαιριού του 2015 όσο με όσα δεν έκανε ή όσα έκανε και αστόχησε στη συνέχεια. Μπορούσε να είναι μια διακυβέρνηση πολύ διαφορετική από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν σε περιεχόμενο, λειτουργία και ύφος, παρά τους περιορισμούς του Μνημονίου. Μπορούσε έτσι να έχει δικαιώσει και δέσει περισσότερο τη στήριξη που απολάμβανε. Αντί για αυτό είχαμε την οικοδόμηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου, που εν μέρει πατούσε πάνω σε υπαρκτές αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ.
Για τη σημερινή μονότονη γελοιότητα που κυριαρχεί στα πιο ευθυγραμμισμένα παρά ποτέ ΜΜΕ το πρόβλημα της χώρας είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας. Θα ήταν πράγματι ευχής έργον για τη χώρα αν το πρόβλημά της εντοπιζόταν σε ένα κόμμα, που το μετρούν δημοσκοπικά κοντά στο 20%, και στις αντιλήψεις του. Θα είχαμε σχεδόν ξεμπερδέψει με τα προβλήματα της χώρας και ένα φωτεινό μέλλον θα άνοιγε μπροστά μας. Ωστόσο άλλοι κυβερνούσαν το διάστημα 1974 – 2015. Και δεν ήταν διαφορετικοί από αυτούς που κυβερνούν σήμερα.
Οι σημερινοί κυβερνώντες κατάφεραν να εμφανίσουν επικοινωνιακά την κυβέρνηση, που οι περισσότεροι υπουργοί της και ο πρωθυπουργός ήταν μέλη προηγούμενων αποτυχημένων κυβερνήσεων, ως μια απολύτως καινοτόμα, άκρως αποτελεσματική ομάδα ανθρώπων, που δουλεύει επιστημονικά, τοποθετεί το κοινό συμφέρον πάνω από το προσωπικό, εξυμνείται από το εξωτερικό, και άλλα πολλά φαντεζί. Δεν ισχύει δυστυχώς τίποτε από αυτά. Το μόνο στο οποίο υπάρχει επιστημονική διαχείριση από μισθωμένες εταιρίες είναι η επικοινωνιακή λειτουργία της κυβέρνησης, με τη δαπάνη πολλών εκατομμυρίων δημοσίου, κομματικού και κυρίως ιδιωτικού χρήματος. Και το μόνο στο οποίο υπάρχει αποτελεσματικότητα είναι η κατάληψη του κράτους και η πλήρης κομματικοποίησή του. Παράλληλα εκτοξεύτηκε ξανά η πελατειακή αντιμετώπιση προσλήψεων, όπως και η διαφθορά ως κριτήριο συμβάσεων και επιλογών.
Καμιά παθογένεια δεν πρόκειται να υποχωρήσει, ίσα ίσα πολλές παθογένειες θα ξαναφουντώσουν. Τίποτε δεν θα προχωρήσει μπροστά για τη χώρα από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Γιατί λειτουργούν σαν να μην έχουν αντιληφθεί τίποτε για τις στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, της κοινωνίας και του κράτους τις προηγούμενες δεκαετίες. Το πρόβλημα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας. Τουλάχιστον αυτό λένε.
Οι πολιτικοί στην Ελλάδα υπολείπονται σε επίπεδο επάρκειας, για αυτό το οποίο επιτελούν, έναντι άλλων παραγόντων της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Δεν είναι υποχρέωση του πολιτικού προσωπικού η τεχνοκρατική επάρκεια, αλλά η επάρκεια στη διαχείριση της γνώσης και των φορέων της. Ωστόσο, για τη ΝΔ του Μητσοτάκη το πρόβλημα δεν είναι καν αυτό, αλλά ότι δεν εμπίπτει στα πεδία ενδιαφέροντός της η αποτελεσματική διαχείριση της εξουσίας και η πρόοδος της χώρας. Η απουσία αυτή αναπαρήγαγε για δεκαετίες ένα πολιτικό προσωπικό που ειδικεύεται σε άλλες «ικανότητες». Ωστόσο, και στις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, στα αριστερά της ΝΔ, η ικανότητα του πολιτικού προσωπικού να διαχειριστεί κρίσιμα ζητήματα της οικονομίας, κοινωνίας και του κράτους, με την αξιοποίηση κατάλληλων ανθρώπων και λειτουργίας, υπολείπεται του αναγκαίου. Η οπισθοχώρηση από τη διακηρυγμένη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα βήμα προς τα πίσω σε αυτήν την έλλειψη.
Τρεις στρατηγικοί στόχοι πρέπει να κρίνουν κάθε σχέδιο αξιοποίησης των πόρων: 1. Η ένταξη στην εργασία για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, που σήμερα υπερβαίνει το 30% και είτε υποαπασχολείται είτε βρίσκεται εντελώς έξω από την αγορά εργασίας. 2. Η στοχευμένη ενίσχυση των παραγόντων αύξησης της παραγωγικότητας της οικονομίας. 3. Ο προσανατολισμός όλης της ανάπτυξης σε κοινωνική ευημερία και όχι στον πλουτισμό μιας μειοψηφίας. Δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα αναδιανομής, αλλά συνολικά κοινωνικού μοντέλου ανάπτυξης. Δεν μπορεί, π.χ., να γίνεται τόσος λόγος για την απειλή της κλιματικής αλλαγής και από την άλλη να αδιαφορούμε για τη συνεχιζόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση, ως αποτέλεσμα της αλόγιστης ανάπτυξης, ή να αδιαφορούμε για την απειλή της ενεργειακής φτώχειας.
Η αναγκαία συναίνεση για μια τέτοια προοπτική, η πραγματοποίηση της οποίας θα απαιτούσε τουλάχιστον μία δεκαετία, μπορεί και πρέπει να εκτείνεται σε ένα μεγάλο πολιτικό φάσμα, από όπου οριζόντια θα αποκλείονταν η Ακροδεξιά, οι νεοφιλελεύθεροι και άλλες ιδεοληψίες και κατακόρυφα όσοι συνδέονται με τη διαπλοκή και τις, κατά Χαρδούβελη, «δέκα μεγάλες οικογένειες». Υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνο μια μεγάλη προοδευτική παράταξη και οι συνεργασίες της θα μπορούσαν να αποσπάσουν τέτοιες συναινέσεις, από την Αριστερά μέχρι την Κεντροδεξιά. Η απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από τη διεύρυνση είναι απομάκρυνση από τις αναγκαίες αλλαγές της επόμενης δεκαετίας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: neaselida.gr