Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ιουνίου: Τα ελληνοτουρκικά στο περιθώριο
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια συνέρχονται, ως γνωστόν, σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων στο τέλος κάθε εξαμήνου, που συμπίπτει και με το τέλος κάθε προεδρίας. Tο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους την προεδρία άσκησε η Πορτογαλία και θα τη διαδεχθεί η Σλοβενία.
Η πρακτική της προεδρίας κατά αλφαβητική σειρά έχει εγκαταλειφθεί από το 2009, από τότε που αυξήθηκε ο αριθμός των χωρών-μελών. Με κάποιες εξαιρέσεις, τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια των τελευταίων ετών δεν προκαλούν το αναμενόμενο ενδιαφέρον των ευρωπαίων πολιτών γιατί η θεματολογία των συζητήσεων είναι περισσότερο ρουτίνας και ελάχιστα αφορούν το μέλλον της ΕΕ, ώστε να καταστεί μια πραγματική Ένωση, που να έχει απήχηση και φωνή σε θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος.
Στη θεματολογία της ατζέντας του Συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 24 – 25 Ιουνίου περιλαμβάνονταν: α) Η οικονομική ανάκαμψη. β) Η αντιμετώπιση της πανδημίας. γ) Το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, που συνδέεται με τις σχέσεις της Ένωσης με την Τουρκία και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, το Λιβυκό, οι σχέσεις με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία του Λουκασένκο. Πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πραγματοποιήθηκε το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, που διεξάγεται σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, και το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, που εξετάζει γενικότερα κοινοτικά θέματα, εκτός εκείνων που αφορούν την εξωτερική πολιτική. Αμφότερα λειτουργούν και ως forums προετοιμασίας θέσεων που θα συζητηθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Ποιος προετοιμάζει και συντάσσει τη θεματολογία της ατζέντας των συνόδων των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων, που αποτελούν το ανώτατο θεσμικό όργανο λήψης αποφάσεων στην ΕΕ; Βασικά, η χώρα που ασκεί την εξαμηνιαία προεδρία, σε συνεργασία με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ενώ σχετικές προτάσεις μπορεί να γίνουν και από χώρες-μέλη χωριστά, αρκεί να γίνουν αποδεκτές. Ευνόητο είναι ότι μεγάλες χώρες-μέλη, όπως, π.χ., η Γερμανία, έχουν τη δυνατότητα να εντάξουν στην ατζέντα και θέματα που τους ενδιαφέρουν ιδιαίτερα ή και να παρεμποδίζουν και να απαιτούν την αφαίρεση εκείνων που δεν εξυπηρετούν τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα. Τούτο φαίνεται πως ίσχυσε και με την ατζέντα του Συμβουλίου της Πέμπτης – Παρασκευής (24 – 25 Ιουνίου 2021), καθώς δεν συζητήθηκαν τα ελληνοτουρκικά, που αναμφίβολα επηρεάζουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αντίθετα, η ατζέντα περιλάμβανε προς συζήτηση το Προσφυγικό-Μεταναστευτικό, που συνδέεται με τη συνεργασία της ΕΕ με την Άγκυρα, καθώς και την προώθηση της τελωνειακής ένωσης με την Τουρκία.
Για την περιθωριοποίηση του ενδιαφέροντος της ΕΕ για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μας είχε προϊδεάσει ο γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών Μίκαελ Ροτ, ο οποίος σε πρόσφατες δηλώσεις του ναι μεν εξέφρασε την αλληλεγγύη του προς την Ελλάδα, συγχρόνως όμως χαιρέτισε τον διάλογο μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, που συνέβαλε, όπως παρατήρησε, στη μείωση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών τον περασμένο χρόνο, και τόνισε ότι η διεξαγωγή του οδηγεί στην επίλυση των διαφιλονικούμενων ζητημάτων του Δικαίου της Θάλασσας. Επιπλέον, ο κ. Ροτ, αφού επικρότησε και χαιρέτισε τον διάλογο μεταξύ των δύο χωρών, έκανε και μία παραχώρηση προς την Ελλάδα, ρίχνοντας, εμμέσως, την ευθύνη της έντασης στη γείτονα, συμπληρώνοντας ότι «εναπόκειται στην Τουρκία να συνεχίσει με συνέπεια την πορεία της αποκλιμάκωσης και να συμβάλει επιτέλους ουσιαστικά στην επίλυση των διαφορών με βάση τον διάλογο και την εμπιστοσύνη».
Σωστές κατά βάση οι επισημάνσεις του γερμανού ΥΦΥΠΕΞ, αλλά παραλείπει ένα ουσιώδες στοιχείο – ελπίζουμε όχι σκοπίμως και εκ του πονηρού: Την ανάγκη σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Γιατί διάλογος εκτός αυτού του πλαισίου θα σήμαινε απλά συμβιβασμό και παραχωρήσεις δικαιωμάτων της Ελλάδας, που πηγάζουν από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική. Το Βερολίνο και ορισμένες άλλες πρωτεύουσες κοινοτικών χωρών πιθανότατα αισθάνθηκαν ιδιαίτερα ευτυχείς επειδή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν επανήλθε και δεν συζήτησε το θέμα επιβολής κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας για την παραβατική της συμπεριφορά έναντι δύο χωρών-μελών, της Ελλάδας και της Κύπρου.
Το Βερολίνο, εκτός των μεγάλων επενδυμένων οικονομικών συμφερόντων στην Τουρκία, φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη Ερντογάν, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη και γενικότερα η Δύση έχουν μεγαλύτερη ανάγκη την Τουρκία, παρά η Τουρκία τη Δύση. Ακόμη και αν οι αναλύσεις ειδικών αποδεικνύουν το αντίθετο, επιμένουν στην κοντόφθαλμη πολιτική έναντι της Τουρκίας. Και η ελληνική διπλωματία δεν έχει κατορθώσει να πείσει ότι η εξευμενιστική πολιτική έναντι του καθεστώτος Ερντογάν μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα αδιέξοδα, που ανάλογα δεν είναι άγνωστα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Δεν έχουμε πείσει ότι η Τουρκία δεν διεκδικεί νόμιμα δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία κανείς δεν αρνείται, αλλά επιδιώκει την αλλαγή του status quo, ενώ επιβαρύνεται με την εισβολή στην Κύπρο και την κατοχή του 1/3 της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο γερμανός ΥΦΥΠΕΞ, στις δηλώσεις του, πολύ σωστά παρατήρησε ότι εναπόκειται στην Τουρκία να συνεχίσει με συνέπεια την πορεία της αποκλιμάκωσης της έντασης με την Ελλάδα. Ελπίζουμε οι θέσεις του να μην εκφράσθηκαν μόνο για να διευκολύνουν την περιθωριοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τη θεματολογία του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ίδωμεν…
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ