Η παράλειψη πρόσκλησης της Ελλάδας στη Διάσκεψη του Βερολίνου
-Οι αδυναμίες και υποχωρήσεις της γερμανικής διπλωματίας έναντι της Τουρκίας
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Για δεύτερη συνεχή φορά η Ελλάδα δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, γεγονός που προκάλεσε τη δίκαιη αντίδραση του υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου-Μιχαήλ Δένδια, ο οποίος με δημόσιες δηλώσεις του και σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον γερμανό ομόλογό του εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια της Ελλάδας για τη παράλειψη. Σε ανάλογο τόνο επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον εδώ πρέσβη της Γερμανίας, ενώ σε αντίστοιχο διάβημα προέβη και η πρέσβης της Ελλάδος στο Βερολίνο.
Σε τι συνίσταται και σε τι αποβλέπει η Διάσκεψη του Βερολίνου για το Λιβυκό; Μετά το τέλος του καθεστώτος Καντάφι, ο οποίος είχε το γνωστό οικτρό τέλος, δολοφονηθείς κοντά στη ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου κατέφυγε, αντί της αποκατάστασης της ομαλότητας στη Λιβύη, ακολούθησε το πολιτικό χάος. Επί εποχής Καντάφι ο λιβυκός λαός απολάμβανε, όπως υποστηρίζεται, τα αναγκαία κοινωνικά αγαθά, που εξασφαλίζονταν από το καθεστώς με την κρατική εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου.
Το πολιτικό χάος και η ακυβερνησία που ακολούθησε την πτώση του συστήματος διακυβέρνησης Καντάφι οφειλόταν κυρίως στους τοπικούς και φυλετικούς ανταγωνισμούς για τη νομή της εξουσίας αλλά και τις εξωτερικές επεμβάσεις. Επικράτησαν δύο στρατόπεδα. Εκείνο του τυπικά Προέδρου Σάρατζ, που έδρευε στην πρωτεύουσα Τρίπολη και ετύγχανε της διεθνούς αναγνώρισης, αλλά είχε τον έλεγχο μικρού μόνο μέρους της χώρας, και εκείνο του στρατηγού Χάφταρ, που τον αντιμαχόταν και έλεγχε την Κεντρική και Δυτική Λιβύη.
Η σημαντική γεωπολιτική θέση της Λιβύης, τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και οι φόβοι για τις επιπτώσεις στην ασφάλεια και σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου προκάλεσαν την παρέμβαση των ΗΕ, που με διορισμό ειδικού μεσολαβητή επιδίωξαν την ειρήνευση και την ομαλοποίηση της κατάστασης στο σύνολο της λιβυκής επικράτειας. Ωστόσο, λόγω των γνωστών αδυναμιών του διεθνούς οργανισμού, η πρωτοβουλία αυτή οδήγησε στη διαδικασία της Διάσκεψης του Βερολίνου, με τη Γερμανία να αναλαμβάνει ρόλο φιλοξενούσας χώρας και όχι μόνο.
Η πρώτη διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 19/1/2019, με τη συμμετοχή, εκτός των χωρών-μελών του ΣΑ των Ηνωμένων Εθνών (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο), της Γερμανίας, της Αλγερίας, της Αιγύπτου, της Ιταλίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Τουρκίας, του Μαρόκου, του Κονγκό (ως προεδρεύουσας χώρας της Αφρικανικής Ένωσης), ενώ… από την πίσω πόρτα εισήλθαν Ολλανδία και Ελβετία, με το πρόσχημα ότι θα αναλάμβαναν ρόλο στον ανθρωπιστικό τομέα! Η Ελλάδα θα είναι απούσα και στη δεύτερη διάσκεψη που έχει προγραμματισθεί να διεξαχθεί στις 23 Ιουνίου. Πώς αιτιολογήθηκε από πλευράς των διοργανωτών η μη πρόσκληση της Ελλάδας, μιας χώρας με ιστορική παρουσία στην περιοχή και με τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, ενώ αντίθετα προσκαλείται η Τουρκία; Στα διαβήματα των Αθηνών οι αρμόδιοι γερμανικοί φορείς επικαλούνται το γεγονός ότι η Τουρκία προσκαλείται επειδή συμβάλλει στις κοινές ενέργειες για ομαλοποίηση της κατάστασης στη Λιβύη με την αποστολή και διατήρηση στη χώρα ειρηνευτικών στρατιωτικών δυνάμεων που συνεισφέρουν στην ειρήνευση των αντιμαχόμενων μερών!
Οι λόγοι που επικαλείται το Βερολίνο μόνο ως παιδαριώδεις θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Είναι αβάσιμοι και διαψεύδονται από τα γεγονότα. Γιατί οι τουρκικές δυνάμεις –μισθοφόροι και τακτικός στρατός– είχαν ως μόνο στόχο την ενίσχυση του φιλότουρκου προεδρεύοντος Σάρατζ, ο οποίος σε ανταπόδοση υπέγραψε με τον Ερντογάν το γνωστό τουρκολιβυκό μνημόνιο οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, το οποίο η Ελλάδα και η ΕΕ θεωρούν άκυρο επειδή αγνοεί ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα νοτίως της Ρόδου και της Κρήτης, που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Είναι δυνατόν η γερμανική διπλωματία να αγνοεί αυτό το γεγονός, που στρέφεται κατά μιας χώρας-μέλους της ΕΕ, όπως και το ότι η παρουσία της Τουρκίας στη Λιβύη αποβλέπει στην εδραίωση του ρόλου της ως μεγάλης περιφερειακής δύναμης στη Βόρεια Αφρική και στην Ανατολική Μεσόγειο, και συγχρόνως στρέφει το Ισλάμ κατά της Δύσης; Είναι πολύ πιθανόν το Βερολίνο να υπέκυψε σε εκβιασμούς της Άγκυρας για μη συμμετοχή της Ελλάδας. Ίσως να θεώρησαν ότι η παρουσία της Ελλάδας στη διάσκεψη θα μπορούσε να τη μετατρέψει σε ένα πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρών, σε βάρος των στόχων της διάσκεψης. Μια τέτοια σκέψη ακυρώνεται από τη διπλωματική εμπειρία, γιατί οι διαφωνίες στα διεθνή συνέδρια είναι αναπόφευκτες και πολλές φορές εποικοδομητικές. Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι αν όλες οι συμμετέχουσες χώρες είναι ευτυχείς με την παρουσία της Τουρκίας, με τις γνωστές επιδιώξεις στη Βόρεια Αφρική και στην Ανατολική Μεσόγειο, που ενισχύονται με τη συμμετοχή της στη Διάσκεψη του Βερολίνου.
Το καθεστώς Ερντογάν έχει και άλλα μέσα στη διάθεσή του για να εκβιάζει το Βερολίνο. Τα σημαντικά οικονομικά συμφέροντα στην Τουρκία, όπως και τις ψήφους 2 εκατ., όπως λέγεται, γερμανών υπηκόων τουρκικής καταγωγής. Δεν πρέπει να μας ξενίζει η σθεναρή αντίθεση της Γερμανίας σε κάθε πρόταση και σκέψη που εκφράζεται στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια όσον αφορά την επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας για την παραβατική της συμπεριφορά έναντι δύο χωρών-μελών, της Ελλάδας και της Κύπρου. Ο γερμανικός φιλοτουρκισμός επιβεβαιώνεται και από την ευρωπαϊκή διπλωματική ιστορία και χρονολογείται πριν ακόμα και από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σχεδόν αντίθετη είναι η στάση της στα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε σε έλληνα δημοσιογράφο ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ αναφέρθηκε και στις σθεναρές μάχες που έδωσε προκειμένου να κάμψει την επιμονή του τότε υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος επέμενε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Ως γνωστόν, ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Να υπενθυμίσουμε, επίσης, τις αρχικές επιφυλάξεις του τότε γερμανού καγκελαρίου Χέλμουτ Σμιτ και του υπουργού Εξωτερικών Γκένσερ για πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ.
Σε αντίθεση με την πολιτική και διπλωματική ιστορία όσον αφορά τη στάση της γερμανικής διπλωματίας έναντι της Ελλάδας, η γερμανική διανόηση, με κολοσσούς της παγκόσμιας φιλοσοφικής σκέψης, όπως ο Γκαίτε, ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ, ο Βιλαμόβιτς και πολλοί άλλοι, εξήρε το ελληνικό πνεύμα και την προσφορά της Ελλάδας στον δυτικό και παγκόσμιο πολιτισμό. Πώς εξηγείται αυτή η μεγάλη αντίφαση μεταξύ της πολιτικής συμπεριφοράς και της πνευματικής έκφρασης; Μια εύκολη απάντηση θα ήταν: «Άλλο Γκαίτε, άλλο… Σόιμπλε».
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: voria.gr