Σωτήρης Γκλαβάς στο “Π”: Ανεξεταστέα παιδεία ή «παιδεία ψυχής»;
Του
ΣΩΤΗΡΗ ΓΚΛΑΒΑ
Πρώην Προέδρου του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου
και πρώην Προέδρου του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Αρχίζει αύριο η δοκιμασία των πανελλαδικών εξετάσεων για πάνω από 100.000 υποψήφιους, όσον αφορά την εισαγωγή σε σχολές και τμήματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Καλή τους επιτυχία.
Εξετάσεις, ομολογουμένως, ψυχοφθόρες. Είναι ουσιαστικά η πρώτη επαφή των περισσότερων παιδιών με ένα ζήτημα μεγάλου άγχους, όπου η θετική ή η αρνητική επίδοση, δυστυχώς, εξαρτάται από πολλούς, κάποτε αστάθμητους παράγοντες.
Γενικότερα, οι μαθητές, ιδιαίτερα των λυκείων, λειτουργούν σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τους προκαλεί αδιαφορία αλλά και αβεβαιότητα. Σ’ αυτά προστέθηκαν, λόγω πανδημίας, εκνευρισμός, κούραση και έλλειψη ουσιαστικής αλληλεπίδρασης, δυσκολία συγκέντρωσης και περισπασμοί από το ενδοοικογενειακό περιβάλλον, που εκμηδένισαν τα όποια μικρά πλεονεκτήματα της τηλεκπαίδευσης.
Φέτος το εξεταστικό άγχος επιτείνεται όχι μόνο από το γεγονός ότι τα λύκεια παρέμειναν κλειστά επί μακρόν αλλά και από τις αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο σύστημα (νομοθετήθηκαν τον Φεβρουάριο του 2021!), ενώ οι υποψήφιοι είχαν ξεκινήσει την προετοιμασία τους με βάση το προηγούμενο σύστημα. Βασικότερη αλλαγή στο σύστημα φέτος είναι η επαναφορά των συντελεστών βαρύτητας μαθημάτων, που τώρα, όμως, διαμορφώνουν και την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), που αποτελεί προϋπόθεση για εισαγωγή των υποψηφίων στα ΑΕΙ.
Στην ουσία καθορίζεται εμμέσως πλην σαφώς βαθμολογικό κατώτατο όριο εισαγωγής, παραπέμποντας στη βάση «10» ως προς τον γενικό βαθμό πρόσβασης στα ΑΕΙ που θεσπίστηκε το 2006. Προηγήθηκε η εισαγωγή υποψηφίου σε ξενόγλωσσο πανεπιστημιακό τμήμα με μέσο όρο βαθμών 1,53 με άριστα το 20, που ξεσήκωσε θύελλα επικρίσεων κατά του συστήματος εξετάσεων. Η ρύθμιση αυτή άφησε εκτός σχολής χιλιάδες υποψηφίους και κατά το γνωστό «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι» καταργήθηκε λίγο αργότερα.
Παρόμοια φαινόμενα επαναλαμβάνονται την τελευταία δεκαετία, προκαλώντας αρνητική δημοσιότητα μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων εισαγωγής. Για παράδειγμα, πέρυσι εισήχθησαν 25.000 άτομα στα ΑΕΙ με βαθμούς κάτω από τη βαθμολογική βάση. Τρία μάλιστα τμήματα δέχθηκαν υποψηφίους με κάτω από 900 μόρια στα 10.000 (!), επιβεβαιώνοντας τον απόλυτο ευτελισμό ενός σχολείου και συστήματος που αποτυγχάνει επί σειρά ετών στη βασική αποστολή του. Αυτό οδήγησε και στην ΕΒΕ, που είναι σίγουρο είναι ότι θα αφήσει χιλιάδες αποφοίτους εκτός ΑΕΙ.
Δώδεκα φορές έχει αλλάξει με νόμο το εξεταστικό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ από το 1964. Κάθε αλλαγή ανατρέπει το πρόγραμμα των ελληνικών οικογενειών και αποπροσανατολίζει δεκάδες χιλιάδες νέα παιδιά. Εφαρμόστηκαν διάφορα συστήματα εισαγωγής, που επέβαλαν ακόμη και εξετάσεις πανελληνίως όλων των μαθημάτων της Γ’ Λυκείου (κάποτε και της Β’), μετατρέποντας το σχολείο σε εξεταστικό κέντρο, χωρίς να βελτιώνεται η ποιότητα. Αυξάνονταν, όμως, τα φροντιστήρια, παρά τα περί αντιθέτου περιλαμβανόμενα στις εισηγητικές εκθέσεις των νόμων.
Κατά καιρούς επικράτησε η άποψη ότι πρέπει να μειώσουμε τα εξεταζόμενα μαθήματα για να μειώσουμε το άγχος των μαθητών και τις φροντιστηριακές δαπάνες της οικογένειας. Τα μειώνουμε και όσο τα μειώνουμε, μεγαλώνουμε το πρόβλημα. Οι μαθητές εξετάζονταν παλαιότερα σε τέσσερα μαθήματα (πανελλήνιες εξετάσεις, που τόσο κατηγορήθηκαν) στη συνέχεια σε έξι (μεταβαφτίστηκαν και οι εξετάσεις επί το ορθότερον σε πανελλήνιες) και τώρα σε τέσσερα ή πέντε μαθήματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την περιορισμένη εξεταστέα ύλη, μπορεί να παραπέμπει και σε θέματα λεπτομερειακού τύπου και απομνημόνευσης.
Πάντως, τα γενικότερα προβλήματα παραμένουν, είτε βάζουμε φραγμούς εισαγωγής είτε νομοθετούμε διευκολύνσεις πρόσβασης στα ΑΕΙ, και κάθε νουνεχής πολίτης αναρωτιέται τι τελικά φταίει.
Οι πολλές αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής αλλοιώνουν ή ακυρώνουν στην πράξη τον οποιονδήποτε χαρακτήρα του λυκείου ως σχολείου γενικής μόρφωσης και επηρεάζουν αρνητικά ακόμη και το γυμνάσιο. Από την Α’ Λυκείου προσαρμόζονται οι μαθητές μόνο στα μαθήματα που θα εξεταστούν πανελλαδικά, γεγονός που λειτουργεί διαλυτικά στο γενικό μαθησιακό σύστημα. Στην ίδια τάξη φοιτούν ενδιαφερόμενοι και μη για συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα μαθητές, ενώ οι περισσότεροι μαθητές αδιαφορούν για τα μαθήματα που δεν εξετάζονται πανελλαδικά, ώστε να μετατρέπεται κάποτε η μαθησιακή διαδικασία σε «ώρα του παιδιού».
Αντί το σχολείο να επιδιώκει την ανίχνευση τρόπων και την αποτελεσματική εφαρμογή τους στη μαθησιακή πρακτική προς όφελος όλων, και ιδιαίτερα των μη ευνοημένων παιδιών του λαού, καλλιεργούμε ένα μηχανοποιημένο σύστημα εκπαίδευσης για λίγους. Δεν μας χρειάζεται, φαίνεται, η γενική παιδεία, ο καθολικός άνθρωπος, ο πολύπλευρα μορφωμένος πολίτης (που ζητούσε με το πόρισμά της το 2009 η Επιτροπή για τον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία με πρόεδρο τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη), αλλά ο ρομποτικός πολίτης, που μαθαίνει ό,τι απαιτεί αυτός ο αδιαφανής ιστός της παγκοσμιοποίησης και της χρησιμοθηρικής αγοράς.
Το αποτέλεσμα: Απολυτήρια, πτυχία εξειδίκευσης χωρίς δομημένη μόρφωση, χωρίς, πολλές φορές, αντίκρισμα στην περίφημη «αγορά» και, το χειρότερο, χωρίς κανένα ουσιαστικό εφόδιο για την επαγγελματική ανέλιξη του κατόχου του, όταν μάλιστα έχει σχεδόν κλείσει «ο παράδεισος του Δημοσίου». Ο «μύθος» αυτόματα θα διαλυόταν, αν η Πολιτεία έμπαινε στον κόπο να μετρήσει πόσοι φοιτητές από αυτούς που εισήχθησαν σε σχολές με βαθμούς κάτω από τη βάση περάτωσαν τις σπουδές τους ή πόσοι πτυχιούχοι αυτής της κατηγορίας βρήκαν αντίστοιχη δουλειά.
Τα προβλήματα παραμένουν επαναφέροντας στο προσκήνιο χρονίζουσες στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που κατά την κοινή λογική χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Είναι διαχρονικά/διαρθρωτικά, παρά τις πολλές μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις, ειδικά των τριών τελευταίων δεκαετιών. Η αντιμετώπισή τους απαιτεί σχεδιασμό, στον οποίο κεφαλαιώδους σημασίας είναι ο καθορισμός και η αναγνώριση ποιοτικών κριτηρίων, που θα κατευθύνεται από τη βάση της εκπαιδευτικής πυραμίδας (προσχολική εκπαίδευση) προς την κορυφή (ΑΕΙ), με ενιαία μεθοδολογία και στόχευση (συνήθως οι υπουργοί ξεκινούν ανάποδα). Πραγματικά «έχουμε δύο ‘‘Παιδείες’’, μία στα χαρτιά και μία στα σχολεία», όπως ευφυώς έχει γραφτεί.
Σήμερα όλοι αντιλαμβάνονται ότι το σχολείο του 21ου αιώνα καλείται να διαδραματίσει τον πιο σύνθετο και απαιτητικό ρόλο που είχε ποτέ και ότι η ευελιξία και προσαρμογή του στις νέες πραγματικές συνθήκες και απαιτήσεις είναι θέμα ατομικής προόδου και εθνικής επιβίωσης.
Απαιτούνται, πλέον, πλατιά μόρφωση, βασικές ικανότητες στην επιστήμη και στην τεχνολογία, ψηφιακή ικανότητα και μεταγνωστικές ικανότητες, απόκτηση αξιών/αρχών που αναπτύσσουν την ιδιότητα του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη αλλά και δημιουργία εθνικής, πολιτισμικής συνείδησης και έκφρασης, που μεταλαμπαδεύει πανανθρώπινες και διαχρονικές κοινωνικές αξίες. Και αυτά μπορούν να επιτευχθούν με την αξιοπιστία της Πολιτείας, τη συναίνεση της πολιτικής σε βασικές αρχές παιδείας και το ενδιαφέρον της κοινωνίας. Αυτό, λοιπόν, που χρειαζόμαστε είναι μια «παιδεία ψυχής».
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ