Σαράντα χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ

Το 2021 συμπληρώνονται 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών.

Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας επιλέχθηκε ως κυρίαρχη και ευρύτερα αποδεκτή εθνική πολιτική και κατέληξε στην οργανική ένταξή της σε μια οικονομικά ενοποιημένη Ευρώπη, πιστεύοντας ότι με τη βοήθειά της και την οικονομία της θα εκσυγχρόνιζε (καθιστώντας την ισχυρή και ανταγωνιστική) και την ακεραιότητά της θα διασφάλιζε – θα έλυνε δηλαδή το πρόβλημα της εθνικής της βιωσιμότητας.

Η είσοδος της Ελλάδος στην ΕΟΚ το 1981 αλλά και η ένταξη στην Ευρωζώνη το 2002, μέσω της παθητικής αποδοχής των Συνθηκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1992), Άμστερνταμ (1997) και Νίκαιας (2001), αποτέλεσαν στρατηγικές επιλογές των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, με τη σύμφωνη γνώμη της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Η μεγάλη ευφορία που παρατηρήθηκε δεν ήταν αποτέλεσμα εντέχνως δημιουργημένο μέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αλλά σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσε θετικές προσδοκίες του ελληνικού λαού.

Μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα δεν έχει γίνει καμιά σοβαρή και διαρκής συζήτηση για το φλέγον θέμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, για το ποιες δυνάμεις και για ποιους λόγους την προωθούν, ποια είναι τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης στρατηγικής, ποιες αλλαγές βρίσκονται στο τραπέζι, αλλά και για τις συναφείς ελληνικές απόψεις και προτάσεις καθώς και για τη θέση του ελληνικού έθνους μέσα σ’ αυτές τις εξαιρετικά αντιφατικές διαδικασίες.

Μπορούμε να υπογραμμίσουμε ορισμένα βασικά ζητήματα για τα οποία διαφορετικές εκτιμήσεις υπήρξαν στην αρχή της διαδικασίας και διαφορετικά έχουν εξελιχθεί.

• Παρά τα όσα περίμεναν πολλοί, το έθνος-κράτος δεν διαλύεται μέσα σε υπερεθνικά μορφώματα όπως αυτό της ΕΕ. Απλούστατα, αναλαμβάνει έναν νέο, ιστορικό ρόλο, λίγο ή πολύ διαφορετικό από εκείνο που είχε στο απώτερο παρελθόν. Πρωταρχικό του μέλημα είναι η εξασφάλιση μιας θέσης μέσα στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Ανάλογα με τις δυνατότητές του, οι οποίες απορρέουν από τη γεωπολιτική του θέση και τη γεωοικονομική του ισχύ, και ειδικά όταν αυτές βρίσκονται σε φθίνουσα κατάσταση, ο αγώνας του στην κυριολεξία μπορεί να μετατραπεί σε αγώνα επιβίωσης. Αυτό είναι ένα θέμα που οι ελληνικές αρχηγεσίες ίσως να μην το έχουν αντιληφθεί ακόμη και σήμερα.
• Την 1/1/2001 η Ελλάδα εισήλθε με πανηγυρικούς τόνους στη ζώνη του ευρώ. Η είσοδος αυτή επιχειρήθηκε να χαρακτηρισθεί ως το μέγιστο βήμα προόδου της ελληνικής οικονομίας στη μεταδιδακτορική πολιτική περίοδο της χώρας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη (1996 – 2004), στο πλαίσιο του εκσυγχρονιστικού πειράματος στην οικονομία, όχι μόνο υιοθέτησαν πλήρως τις ευρωπαϊκές επιλογές αλλά και υπερέβαλαν πολλάκις, υπερακοντίζοντας σε κομπορρημοσύνη και σε ψεύτικες υποσχέσεις. Ο όρος «ισχυρή οικονομία» αποτέλεσε το βασικό επικοινωνιακό σύνθημα της δεύτερης κυβέρνησης Σημίτη. Προέκυψε, κυρίως, ως προϊόν αλαζονικής έπαρσης αλλά και ως επιχείρηση πολιτικού αντιπερισπασμού απέναντι στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις των κοινωνικών τάξεων κατά την οκταετία 1997 – 2004… Η κομπορρημοσύνη περί ισχυρής οικονομίας κληροδότησε επίσης τους ισχυρισμούς ότι η Ελλάδα εξήλθε από τη χρόνια «ευρωπαϊκή υστέρηση», από την «εργασιακή οπισθοδρόμηση» και τα παραδοσιακά κοινωνικά αδιέξοδα, ότι υλοποίησε επιτέλους την «επαναθεμελίωση» του κοινωνικού κράτους. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο χάραξης της οικονομικής πολιτικής, προτάσσοντας τους ίδιους στόχους και με τη χρησιμοποίηση των ίδιων μέσων. Τα προβλήματα της εισόδου στην Ευρωζώνη άρχισαν σιγά σιγά να εμφανίζονται, σκληρά και αδυσώπητα, αφήνοντας πίσω τις πρώτες μέρες ευφορίας. Τα Μνημόνια ακολούθησαν ως εύλογη κατάληξη αυτής της απίστευτης άσκησης πολιτικής.
• Όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων χρόνων (2001 – 2021), η ένταξη στην Ευρωζώνη ούτε αποτελεί οικονομική πανάκεια ούτε ισχυροποίησε αυτόματα την Ελλάδα μέσα στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της περιφέρεια. Αντιθέτως, θα έλεγα, φαίνεται και διά γυμνού οφθαλμού ότι τα εθνικά προβλήματα έχουν αυξηθεί και η ελληνική οικονομία ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία, χωρίς καμιά αναβάθμιση του παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο στηρίζεται στον τουρισμό και στο real estate. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη επιχειρηματολογία για να δείξει κανείς τη φθίνουσα πορεία της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς που θέτει αμετάκλητα το διεθνές σύγχρονο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκόσμιου καπιταλισμού.
• Η Ελλάδα αδυνατεί γενικά να συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ενωσιακής διαδικασίας ως στρατηγικού εγχειρήματος αλλά και στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής τόσο στα εγχώρια όσο και στα εξωτερικά ζητήματα. Η αδυναμία, εξαρχής προφανής για λόγους ισχύος, έγινε ακόμη μεγαλύτερη μετά την αδυναμία πληρωμών στην οποία κατέληξε και ειδικά με τον τρόπο που η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της ρυθμίστηκε από τους ευρωπαίους δανειστές. Όταν το 80% του δημοσίου χρέους της –περίπου 280 δισ. ευρώ– διακρατείται από τους ευρωπαίους δανειστές, είναι εύλογη η εξαφάνιση των βαθμών ελευθερίας που διαθέτει η Ελλάδα.

Έτσι, πορευόμαστε μέσα σε έναν πλανήτη, που βρίθει αβεβαιοτήτων, ρευστότητας και προβλημάτων, με τα καλά και τα κακά της ΕΕ.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ