Νικόλαος Κιουτσούκης στο “Π”: Πατάμε γκάζι με ταχύτητα… όπισθεν
Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗ
Γενικού Γραμματέα της ΓΣΕΕ
Από την υπογραφή και εφαρμογή του 1ου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και επί μία δεκαετία όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, στοιχισμένες πίσω από τις απαιτήσεις της «τρόικας» και τη διασύνδεσή τους με την παροχή χρηματοδότησης στη χώρα μας, προχώρησαν σε πλήθος δεσμεύσεων και νομοθετημάτων, εφαρμόζοντας μια αναποτελεσματική ιδεοληψία που συσχέτιζε δογματικά τη δημοσιονομική εξισορρόπηση με την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την αποδυνάμωση της συλλογικής αυτονομίας και τον ακρωτηριασμό μισθών και συντάξεων.
Η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση», που πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά στο σκέλος των μισθών και όχι σε αυτό των τιμών, αποδείχθηκε τελικά, μαζί με το αποτέλεσμα των παλινωδιών της περίφημης «περήφανης διαπραγμάτευσης» του 2015, μια καταστροφική συνταγή.
Η δραστική απομείωση του κατώτατου μισθού, η αποκρουστική επινόηση του υποκατώτατου για τους νέους έως 25 ετών, η επέκταση κάθε μορφής ακραίας ευελιξίας και επισφάλειας, η υπερφορολόγηση της εργασίας, η εκτόξευση του ιδιωτικού χρέους και των «κόκκινων» δανείων, η νοσηρή εφεύρεση και υιοθέτηση πάσης φύσεως εμποδίων για τη μη υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας διαμόρφωσαν έναν αδιέξοδο οδικό χάρτη. Τα «νερά» του μηχανισμού στήριξης, παρά τα όσα επικαλούνταν ο τότε πρωθυπουργός, ήταν τελικά αχαρτογράφητα…
Ανακύκλωση της ύφεσης, πρωτοφανής υποχώρηση του ΑΕΠ, κραχ ανεργίας και λουκέτων, πόλωση εισοδημάτων και διάλυση της μεσαίας τάξης, απαξίωση του παραγωγικού ιστού, αύξηση της φτώχειας και των ανισοτήτων υπήρξαν οι βασικές συνέπειες των ακολουθούμενων πολιτικών.
Είναι γνωστές άλλωστε σε όλους τόσο οι πολλές ετεροχρονισμένες ομολογίες λάθους από τα ίδια τα στελέχη της «τρόικας» όσο και η αξιολόγηση των επιβαλλόμενων μέτρων από την αρμόδια Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που παραλλήλισε ευθέως τις παρεμβάσεις αυτές με πρακτικές χασάπη στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα.
Η πιο πειστική, όμως, απάντηση έρχεται πλέον από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Η αρχιτεκτονική του Ευρωπαϊκού Πυλώνα Κοινωνικών Δικαιωμάτων, η πρόταση οδηγίας για επαρκείς κατώτατους μισθούς, καθώς και η προσέγγιση της «Ατζέντας 2030» (ΟΗΕ) επισημαίνουν ως επιτακτική την εξασφάλιση επαρκών και δίκαιων μισθών, υπογραμμίζουν την ανάγκη της διεύρυνσης της κάλυψης από ΣΣΕ στη βάση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, αποδίδουν πρωταρχική σημασία στην πλήρη και σταθερή απασχόληση, συσχετίζοντας την αύξηση της παραγωγικότητας με την τεχνολογική αναβάθμιση και την καινοτομία και όχι με κατακρήμνιση των αποδοχών.
Παρά τη δεδομένη μεταστροφή σε επίπεδο ΕΕ, οι θιασώτες ή οι άτυποι συνεργάτες της «τρόικας» παραμένουν πιστοί στις πολιτικές της. Μια χούφτα επιχειρηματίες, ένα λόμπι κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, είναι εκείνοι που εξακολουθούν να απαιτούν πολιτικές και μέτρα κομμένα και ραμμένα στα «μικροθέλω» τους.
Σε κάθε ευκαιρία, λοιπόν, αναζητούν χασάπη στη θέση του χασάπη… Δεν αρκούνται στην αξιοποίηση της πλειάδας εργαλείων και διευκολύνσεων που τους παρέχονται από την κυβέρνηση, δεν ικανοποιούνται με την αξιοποίηση της τεράστιας οικονομικής αρωγής, θέλουν και άλλο…
Ένα επιχειρηματικό λόμπι που δεν ποντάρει στην ανάπτυξη αλλά στην οπισθοδρόμηση, δεν επενδύει στον παραγωγικό μετασχηματισμό αλλά στη μιζέρια των πολλών…
Σε μια περίοδο που οι σημαντικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης έρχονται να σωρευτούν στις δυσβάσταχτες απώλειες της δεκαετούς μνημονιακής περιπέτειας αυτοί μεθοδεύουν το πώς οι εργαζόμενοι θα ξαναπληρώσουν το μάρμαρο μιας ακόμη κρίσης, την οποία δεν δημιούργησαν και δεν ευθύνονται γι’ αυτή.
Απεργάζονται σενάρια προκειμένου τα μόνιμα και νόμιμα φορολογικά υποζύγια –εργαζόμενοι, συνταξιούχοι, άνεργοι– να φορτωθούν και τα νέα βάρη.
Τα προσχήματά τους όμως καταρρέουν… Ποιες ευρωπαϊκές πρακτικές θα επικαλεστούν, ποιους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ποιες εξαιρέσεις θα ανακαλύψουν για την Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, πώς θα δικαιολογήσουν την εμμονή τους στον μονόλογο του ισχυρού απέναντι στην επιταγή του κοινωνικού διαλόγου;
Την ίδια ώρα, το ΔΝΤ επανέκαμψε ζητώντας περικοπές σε μισθούς και συντάξεις… Η διαβούλευση για το εργασιακό νομοσχέδιο όπως και για την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι χαρακτηριστικά των προθέσεών τους…
Οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι μεγαλοσχήμονες των επιχειρηματικών συμφερόντων δικτυώνονται και αρθρογραφούν υπερθεματίζοντας στην καθήλωση του κατώτατου μισθού, που βρίσκεται σε επίπεδα προ του 2005 με παγωμένες τριετίες.
Εργοδοτικές οργανώσεις, με επικεφαλής τον ΣΕΒ, χρησιμοποιώντας μια ανεδαφική επιχειρηματολογία στην αρθρογραφία τους, προσπαθούν να βαφτίσουν ως αναπτυξιακό έγκλημα κάθε αύξηση στον κατώτατο μισθό, που στην Ελλάδα είναι κάτω από το όριο της φτώχειας, αναγάγουν σε χτύπημα του επιχειρείν κάθε διάταξη που αποκαθιστά διαχρονικές αδικίες, όπως η εξίσωση της αποζημίωσης του εργατοτεχνίτη με τον υπάλληλο, αντιστέκονται στην ψηφιακή κάρτα, επιδιώκουν παράλογα την πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων με λίγα μηνιάτικα παραπάνω, υπογραμμίζουν τις απλήρωτες υπερωρίες ως συνθήκη ανταγωνιστικότητας, προβάλλουν την ελάχιστη συνδικαλιστική προστασία ως προνόμιο και επενδυτική τροχοπέδη.
Παράλληλα, με λογική που παραπέμπει σε φεουδάρχες, εμφανίζουν τις κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ και την καθολικότητα ισχύος τους ως απειλή, όταν κατά γενική ομολογία διασφαλίζουν τον υγιή ανταγωνισμό.
Ο λόγος τους όπως και ο ρόλος τους είναι γνωστός σε όλους. Μπορούν να χρησιμοποιούν κάθε επιχείρημα ενάντια στη λογική, μπορούν ελεύθερα να προπαγανδίζουν τις απόψεις τους, που είναι πλέον παντελώς ασύμβατες με τις διακηρύξεις της ΕΕ.
Η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, όμως, σε κάθε δημοκρατική και συντεταγμένη Πολιτεία ανήκει στην εκάστοτε κυβέρνηση και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Στο τέλος της ημέρας, η κυβέρνηση κρίνεται για τις επιλογές και τις πράξεις της.
Η επιλογή ανάμεσα στην οπισθοδρόμηση ή στην ανάκτηση του χαμένου εδάφους και στην προοπτική ανήκει και βαραίνει τους κυβερνώντες.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του βασικού μισθού, οι ΣΣΕ και η εργασιακή δικαιοσύνη είναι απαραίτητα συστατικά για τον παραγωγικό μετασχηματισμό και τη στήριξη της υγιούς επιχειρηματικότητας, αναγκαίες και αδιαπραγμάτευτες προϋποθέσεις για ένα μοντέλο ισόρροπης και διατηρήσιμης ανάπτυξης, που θα συνδυάζει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο την αύξηση της παραγωγικότητας με την κοινωνική συνοχή και ευημερία.
Αυτά είναι τα στοιχεία με βάση τα οποία η κυβερνητική πολιτική θα οδηγήσει σε άλμα προς τα εμπρός ή σε ένα ακόμη… σάλτο προς τα πίσω. Η Ελλάδα έχει την ευκαιρία να καταστεί προπομπός θετικών εξελίξεων εντός της ΕΕ ή να παραμείνει για μια ακόμη στο τελευταίο βαγόνι.
Άλλωστε, όταν πατάς γκάζι, είναι σημαντικό να μην έχεις ξεχάσει να βγάλεις την… όπισθεν!
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ