Κυπριακές εκλογές και το υπάρχον έλλειμμα στρατηγικής στο Κυπριακό

Κυπριακές εκλογές και το υπάρχον έλλειμμα στρατηγικής στο Κυπριακό


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Στις 26 Ιουνίου 1967, η Κυπριακή Βου­λή των Αντιπροσώπων συνήλθε σε ειδική συνεδρίαση για να συζητήσει τις σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας. Δύο μήνες περίπου πριν είχε αναλάβει την εξουσία στην Αθήνα η χούντα των συνταγματαρχών και ήταν διάχυτη η ανησυχία στην Κύπρο ότι η χούντα θα προσπαθούσε να επεκτείνει την εξουσία της και στην Κύπρο, χρησιμοποιώντας ως δημαγωγικό σύνθημα την Ένωση. Για να προκαταλάβει τη χούντα, η Βουλή υιοθέτησε ομοφώνως ψήφισμα υπέρ της γνησίας Ενώσεως, παραπέμποντας και στο σχετικό ψήφισμα της 30ής Ιουλίου του 1964, όταν τότε ασκούνταν πιέ­­σεις για την αποδοχή του σχεδίου Ά­τσεσον.

Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τι είπε σ’ αυτήν τη συνεδρίαση ο Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου: «Ε­μείς», είπε, «διακηρύσσουμε και σήμερα ότι υποστηρίζουμε αυτήν την απόφαση και το κόμμα μας δεν πρόκειται να μεταβάλει πολιτική. Πολιτική του κόμματός μας είναι: Ένωση με την Ελλάδα, χωρίς εδαφικά και διοικητικά ανταλλάγματα. Ο διάλογος (υπονοεί τον Ελληνο-Τουρκικό διάλογο) τι μας έχει προσφέρει; Την απομόνωση της Κύπρου διεθνώς. Πού βρίσκεται σήμερα το Κυπριακό; Πισωδρόμησε το εθνικό μας ζήτημα. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε τις απόψεις του κ. Κληρίδη (ο Γλαύκος Κληρίδης ήταν ο εισηγητής του ψηφίσματος, σε συνεννόηση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο), να παραμερισθεί (ο διάλογος). Είναι καιρός να αρχίσουμε να αξιοποιούμε το ψήφισμα του ΟΗΕ. Μόνον τότε θα ανοίξουμε τον δρόμο προς την εθνική μας αποκατάσταση, χωρίς οποιαδήποτε εδαφικά ή διοικητικά ανταλλάγματα».

Ο επίγονός του Άντρος Κυπριανού όχι μόνο μετέβαλε πολιτική, για την οποία θα συμφωνούσε κανείς, λόγω των περιστάσεων, αλλά έφτασε στο σημείο να απαρνείται την Ελληνικότητα της Κύπρου και να δηλώνει: «Εμείς δεν λέμε, όπως ορισμένοι άλλοι, ότι η Κύπρος είναι Ελληνική»! Προηγήθηκε, βεβαίως, ο προκάτοχός του, ο οποίος έλεγε ότι «η Κύπρος ήταν πάντα πολυπολιτισμική», παρά το γεγονός ότι, μετά από 3.000 περίπου χρόνια και μια τόσο μεγάλη διαδοχή ξένων κυριάρχων, το νησί εξακολουθούσε, στη συντριπτική του πλειοψηφία, να μιλά Ελληνικά και να διαφυλάσσει την Ελληνική και μετέπειτα Ελληνο-Ορθόδοξη ταυτότητά του.

Ο Άντρος Κυπριανού δεν περιορίσθηκε όμως μόνο στην αμφισβήτηση της Ελληνικής ταυτότητας της Κύπρου. Έφτασε στο σημείο, με συνεχείς διολισθήσεις και υποχωρήσεις, να αγκαλιάζεται και να ανταλλάσσει ασπασμούς με την πολιτική ηγεσία του Αττίλα και να κάνει δείπνα στην ιδιωτική κατοικία του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών. Οι πολιτικές αυτές του κατευνασμού και της συνεργασίας με τον ξένο κατακτητή έγιναν συνώνυμες στο παρελθόν με την εθνική καταισχύνη και οι πρωταγωνιστές τους καταδικάσθηκαν στην παγκόσμια συνείδηση για εθνική αναξιότητα και συμπαιγνία με τους ξένους δυνάστες.

Τα σχέτλια αυτά έργα, που υποκρύπτουν ντε φάκτο αναγνώριση και αποδοχή τετελεσμένων γεγονότων, κρύπτονται πίσω από το άλλοθι της «προσεγγίσεως με τους Τουρκοκυπρίους» και παρουσιάζονται περίπου ως άσκηση «διεθνιστικής» πολιτικής, που υπερβαίνει τα εθνικά στερεότυπα και αποσκοπεί στην αποτροπή δήθεν της διχοτομήσεως. Καμιά όμως ρητορική δεν μπορεί να αποκρύψει το γεγονός της διχοτομήσεως, υπό τη χειρότερη μάλιστα μορφή, που υποθηκεύει στην Άγκυρα τον γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, με το τέχνασμα των δύο ισοτίμων και ισοκυρίαρχων μερών. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα», έλεγε ο Αριστοτέλης, «από την ισότητα μεταξύ ανίσων». Όταν το ΑΚΕΛ του Άντρου Κυπριανού αποδέχεται την εξίσωση του 18% των Τουρκοκυπρίων με το 80% των Ελληνοκυπρίων, μέσω της περιβόητης «διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα», και συζητά, υπό Βρετανική διαμεσολάβηση και διαιτησία, και την «ισότιμη κυριαρχία», τι απομένει από την πλήρη αποδοχή και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων και την υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου υπό Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο;

Εάν η πολιτική αυτή περιοριζόταν στο ΑΚΕΛ, το κακό θα ήταν πολύ μικρότερο και πολύ λιγότερο επικίνδυνο. Το σπέρμα όμως του πονηρού, με ισχυρό αναμεταδότη τη Βρετανική πολιτική και επιρροή στην Κύπρο, έχει εμφυτευθεί και στην ηγεσία του υποτιθεμένου αντιπάλου κόμματος ΔΗΣΥ, που συναγωνίζεται τώρα σε κατευνασμό, υποχωρητικότητα και ενδοτισμό την ηγεσία του ΑΚΕΛ.

Για την εξέλιξη αυτή έχει τεράστιες ευθύνες ο Πρόεδρος Αναστασιάδης, ο οποίος επέτρεψε στον διάδοχό του στο κόμμα να το καταστήσει καταναλωτή και ζηλωτή των ιδεολογημάτων του ΑΚΕΛ για την «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους και, με άλλοθι αυτούς, με τον Αττίλα. Γιατί επίσης ανεδέχθη και προώθησε ενδομηδενιστικά ιδεολογήματα, εκπορευόμενα από την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο οικονομικό νεοφιλελευθερισμό. Ποια είναι η Κύπρος που ετοιμάζεται να παραδώσει μετά τη λήξη της θητείας του; Προς τι η μεγάλη σπουδή της συνεχούς επικοινωνίας με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ, όταν αυτός δήλωσε απροκάλυπτα στην Πενταμερή Διάσκεψη στη Γενεύη και επιβεβαίωσε μετά ότι δεν δέχεται να συμμετάσχει σε νέες συζητήσεις, παρά μόνο στη βάση της αποδοχής δύο κρατών;

Μεγάλες ευθύνες έχει και ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Νικόλας Παπαδόπουλος. Θεματοφύλακας του αγωνιστικού πνεύματος του πατέρα του, θα έπρεπε να παραμείνει σε ρόλο πρωταγωνιστή στο εθνικό θέμα, σε συμπαράσταση με όσους άλλους παραμένουν στην έπαλξη του αντικατοχικού αγώνα. Η πολιτική της ερωτοτροπίας με το ΑΚΕΛ, με αναφορά τις Προεδρικές εκλογές του 2023, και η εμμονή σε μια παρωχημένη θέση για τη διζωνική ομοσπονδία, δημιούργησαν, δικαιολογημένα, σύγχυση και απογοήτευση στο κόμμα του και αποδυνάμωσαν το αγωνιστικό μέτωπο. Είναι θλιβερό και ανάξιο του παρελθόντος του, το ΔΗΚΟ του Σπύρου Κυπριανού και του Τάσσου Παπαδόπουλου να συμμετράται τώρα, στην πολιτική για το Κυπριακό, μαζί με τους ανεπιφύλακτους υπερμάχους της διζωνικής ομοσπονδίας, με πολιτική ισότητα, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ.

Το πρόσχημα ότι και ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπεστήριζε τη διζωνική ομοσπονδία, «με το σωστό περιεχόμενο», είναι διάτρητο. Πρώτον, γιατί τώρα είναι απολύτως αποσαφηνισμένο το περιεχόμενο της διζωνικής ομοσπονδίας και είναι απαράδεκτο. Δεύτερον, γιατί όταν το περιεχόμενο της διζωνικής ομοσπονδίας αποσαφηνίσθηκε στο Σχέδιο Ανάν, ο αείμνηστος Τάσσος Παπαδόπουλος πήρε πολύ συγκεκριμένη θέση και είπε ΟΧΙ.

Το ΑΚΕΛ υπέστη τη μεγαλύτερη εκλογική ήττα στην ιστορία του. Έχασε πάνω από 10 μονάδες, περιοριζόμενο τώρα στο 22%.

Η ήττα αυτή είναι δίκαιη και διδακτική. Ο Άντρος Κυπριανού υπερέβη κάθε όριο στην πρόκληση των εθνικών αισθημάτων του Κυπριακού λαού αλλά και των οπαδών του, που δεν έχουν πεισθεί ότι αποτελεί «διεθνιστική» δήθεν πολιτική η εξομάλυνση των σχέσεων με το ψευδοκράτος και την κατοχή, με άλλοθι τους Τουρκοκυπρίους, και με δρακόντειους όρους σε βάρος της Ελληνικής πλευράς.

Παρά τη θεαματική όμως ήττα του ΑΚΕΛ και της πολιτικής του, η κατάσταση στην Κύπρο παραμένει πολύ δύσκολη και επικίνδυνη από έλλειμμα στρατηγικής της Ελληνικής πλευράς. Η αλλοπρόσαλλη κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο, ο ενδοτισμός των ηγεσιών των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων, η εμμονή από τον Πρόεδρο σε μια αδιέξοδη, αυτοκαταστροφική πολιτική, η αποστασιοποιημένη πολιτική της Ελληνικής κυβερνήσεως δημιουργούν μια ανησυχητική κατάσταση, την ίδια στιγμή που η διεθνής θέση της Κύρου και της Ελλάδος είναι ισχυρή, όσο ποτέ πριν, λόγω των αντιδράσεων που προκαλεί η Τουρκική Ισλαμιστική πολιτική του Ερντογάν και των στρατηγικών συμμαχιών της Ελλάδος και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Είναι φανερό ότι, με το συνεχιζόμενο έλλειμμα στρατηγικής της Ελληνικής πλευράς, υπάρχει ο κίνδυνος η Τουρκική πλευρά να το εκμεταλλευθεί, όχι μόνο για να κατακτήσει δεσπόζουσα γεωπολιτική θέση στην Κύπρο αλλά και να διεμβολίσει την όλη στρατηγική κατάσταση και τις στρατηγικές συμμαχίες της Ελλάδος και της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο.

Το δέον γενέσθαι για την Ελληνική πλευρά είναι προφανές και δεν αφορά μόνο την Κύπρο αλλά και την Ελλάδα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ