Χωρίς εκπλήξεις η επίσκεψη Τσαβούσογλου – Προσφυείς διαθέσεις για συνεργασία
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Οι φόβοι ή μάλλον οι εκτιμήσεις ότι ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών κ. Μεβλούτ Τσαβούσογλου, κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα (31 Μαΐου 2021), θα επιχειρούσε να ανταποδώσει, στον ίδιο τόνο, όσα είχε εκφράσει –δικαίως– ο έλληνας ομόλογός του κ. Νίκος Δένδιας στην Άγκυρα για την εν γένει συμπεριφορά της Τουρκίας δεν επαληθεύθηκαν. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Ο τούρκος ΥΠΕΞ εκφράσθηκε σε ήπιους τόνους σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις, χωρίς όμως να αποφύγει τις γνωστές αναθεωρητικές θέσεις της Άγκυρας σχετικά με το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο – και όχι μόνο.
Ο έλληνας ΥΠΕΞ είχε αναφερθεί δημοσίως σε αποδεδειγμένες τουρκικές παραβατικές συμπεριφορές και ενέργειες που αμφισβητούν αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, με παράνομες ερευνητικές γεωτρήσεις ή διεξαγωγή ναυτικών ασκήσεων εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Τι θα μπορούσε να προσάψει, δημοσίως, στην Ελλάδα ο κ. Τσαβούσογλου κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα; Τις τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις λίγο-πολύ τις εξέφρασε κατά την κοινή συνέντευξη Τύπου με τον κ. Δένδια, όπως και στη συνέντευξη που παραχώρησε σε ελληνική εφημερίδα («Βήμα της Κυριακής», 30 Μαΐου 2021). Εξάλλου, εν όψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 12 Ιουνίου και της αναγγελθείσας συνάντησης του κ. Ερντογάν με τον κ. Μητσοτάκη, θα ήταν παράδοξο να προϊδεάσει το κλίμα της συνάντησης των δύο πολιτικών αρχηγών με τις γνωστές ακραίες θέσεις της Άγκυρας για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Πάγια τουρκική θέση αποτελεί το χαμήλωμα των τόνων αντιπαράθεσης με την Ελλάδα πριν από κάθε Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, γεγονός που διευκολύνει τις χώρες-μέλη της ΕΕ που διάκεινται ευμενώς υπέρ της Τουρκίας και αντιτίθενται στις προτάσεις για επιβολή κυρωτικών μέτρων εναντίον της για την παραβατική συμπεριφορά της έναντι δύο χωρών-μελών, την Ελλάδα και την Κύπρο, ενώ ευνοούν την προώθηση και επαναδραστηριοποίηση των διαπραγματεύσεων για την Τελωνειακή Ένωση (ΤΕ) ΕΕ – Τουρκίας. Όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, ο κ. Τσαβούσογλου πέτυχε «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια». Την ίδια ιστορία για τις σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας είναι πολύ πιθανόν να την ξαναζήσουμε κατά το επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου. Ανεξάρτητα απ’ όσα συζητούνται και αποφασίζονται στο παρασκήνιο, η συνάντηση των Αθηνών και οι συνομιλίες μεταξύ των δύο ΥΠΕΞ, κατά γενική εκτίμηση, διεξήχθησαν σε ήπιο και καλό κλίμα, χωρίς άμεσες αντιπαραθέσεις. Αντίθετα, καταγράφηκε κοινή επιθυμία για συνεργασία στους τομείς της οικονομίας, του εμπορίου και του τουρισμού. Στην ανάπτυξη του τελευταίου αναμένεται να συμβάλλει η αναγνώριση, αμοιβαίως, των πιστοποιητικών (COVID-19).
Θέμα τακτικής ή πραγματικής βούλησης από πλευράς του καθεστώτος Ερντογάν η αναθεώρηση της στάσης του έναντι της Ελλάδας, της ΕΕ και της Δύσης γενικότερα, υπό το φως και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό της χώρας; Αυτό μέλλει να αποδειχθεί από τις εξελίξεις και των δύο σημαντικών Συνόδων Κορυφής, ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Είναι, πάντως, δύσκολο να πιστέψουμε σε μια ριζική αλλαγή της συμπεριφοράς και αντίληψης της Άγκυρας όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κυρίως αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του κ. Τσαβούσογλου, που επικαλείται το Διεθνές Δίκαιο και τις αρχές της καλής γειτονίας για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, παράλληλα όμως κάνει αναφορά «στον σεβασμό των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των δύο χωρών».
Το τελευταίο σημείο παραπέμπει στις γνωστές τουρκικές θέσεις, που χρονολογούνται από την εποχή Ετσεβίτ, οι οποίες εκτός των προβλέψεων των διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου επικαλούνται την αρχή της Ευθυδικίας (Equity), που αποκλίνει από τις απόλυτες προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου και λαμβάνει υπόψη και άλλες διαστάσεις, όπως τα ειδικά συμφέροντα μιας χώρας σε συγκεκριμένη περιοχή. Η Τουρκία, ως γνωστόν, αρνείται ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, δεν δέχεται τη μέση γραμμή οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, ενώ αρνείται το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ν.μ., όπως προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, με την απειλή casus belli.
Υπό το φως των όσων εκτίθενται παραπάνω, η ελληνική πλευρά πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική για την ειλικρίνεια της τουρκικής πλευράς για συνεργασία και επίλυση των διμερών διαφορών στη βάση των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας. Επιβάλλεται, επίσης, η μεγίστη δυνατή συναίνεση μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων με συνεχή ενημέρωση και ανταλλαγή απόψεων. Ευνόητο είναι ότι θα ακουστούν και πολλές απόψεις από εξωκοινοβουλευτικούς και εξωγενείς παράγοντες και ειδικούς που έχουν χαρακτηρισθεί συμβιβαστικοί ή ενδοτικοί. Οι συμβιβασμοί, όπως αποδεικνύει η ιστορία των διεθνών σχέσεων, είναι εποικοδομητικό στοιχείο μόνο όταν διαφυλάσσουν τα βασικά και νόμιμα εθνικά συμφέροντα που προβλέπονται από το Διεθνές Δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ