Δημήτρης Βίτσας στο “Π”: Να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ ή να αλλάξει η χώρα;

Δημήτρης Βίτσας στο “Π”: Να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ ή να αλλάξει η χώρα;

Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΙΤΣΑ
Δ’ Αντιπροέδρου της Βουλής,
Βουλευτή Β2’ Δυτικού Τομέα Αθηνών ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία


Στον δημόσιο πολιτικό διάλογο συχνά συναντάμε προτροπές προς τον ΣΥΡΙΖΑ «να αλλάξει, αν θέλει να ξανακυβερνήσει». Οι προτροπές αυτές έρχονται από πολλές πλευρές, γνωστούς αρθρογράφους, γνωστούς αναλυτές, αλλά –φευ– και από την πλευρά των πολιτικών μας αντιπάλων. Συνηθέστατα μας λένε: «Πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξετε, διαφορετικά θα γίνετε ένα κόμμα διαμαρτυρίας του 3%».

Συγκινητικό το ενδιαφέρον του πολιτικού (και ιδεολογικού) αντιπάλου για την εκλογική επιρροή και την επιδραστικότητα που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία. Ωστόσο, αναρωτιέται κανείς πώς ακριβώς θα ήθελαν να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Πώς θα τον προτιμούσαν; Δεν μας λένε. Λιγότερο ριζοσπαστικό, σίγουρα. Περισσότερο μετριοπαθή, στα δικά τους μέτρα. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι πίσω από αυτές τις νουθεσίες κρύβεται ο φόβος ενός συστήματος πολιτικής και οικονομικής εξουσίας για ένα κόμμα που ήδη ανέτρεψε μία φορά τις πολιτικές ισορροπίες που κυριαρχούσαν στη χώρα επί δεκαετίες και έχει τη δυναμική να το ξανακάνει.

Ίσως, λοιπόν, θα ήταν προτιμότερο να αναζητήσουμε όχι πώς να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά τι να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ και πώς μπορεί να προετοιμαστεί ως κόμμα, ως πολιτικός σχηματισμός και ως φορέας ενός ριζοσπαστικού αριστερού προγράμματος, ώστε να το πράξει. Τι θα λέγατε, λοιπόν, να ξεκινούσαμε από μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο, τη στελέχωση και τον δημόσιο χαρακτήρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που θα έχει πάρει τα διδάγματα της πανδημίας και θα αντιμετωπίζει την υγεία όχι ως εμπορεύσιμο προϊόν αλλά ως θεμελιώδες δικαίωμα και κοινό αγαθό; Μια αντίληψη που θα αναβαθμίζει το ΕΣΥ αντί να το αποδυναμώνει, με στόχο την ιδιωτικοποίησή του; Με αύξηση των γιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού, με προετοιμασία για μια νέα έξαρση της πανδημίας, που ως τώρα ποτέ δεν έφυγε; Με σοβαρές αυξήσεις μισθών, ιδιαίτερα των γιατρών, ώστε να μη φεύγουν σε ξένες χώρες;

Ή τι θα λέγατε για έναν εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που θα εστιάζει στην οικονομική ανθεκτικότητα, την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση για όλους, με συμμετοχή και στήριξη όλων, αντί για ένα νέο Μνημόνιο, αποκλειστικής ιδιοκτησίας της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη, όπως είναι σήμερα;

Πώς θα βλέπατε τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» και την ενεργειακή μετάβαση ως πολιτικές για μια οικονομική ανάπτυξη συμβατή με το φυσικό περιβάλλον, που θα διαχέεται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, με τουλάχιστον το 50% των επιχειρούμενων δράσεων επιδοτούμενων και ιδιοκτησίας της κοινωνίας των πολιτών και της Αυτοδιοίκησης, αντί να είναι το πράσινο προπέτασμα για μπίζνες κάποιων επενδυτικών συμφερόντων που απλά αντικαθιστούν μια μορφή καταστροφής του περιβάλλοντος με μια άλλη;

Ή να συζητήσουμε για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και την κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, αντί να επιχειρείται η μείωση των μισθών μέσω της «διευθέτησης των ωρών εργασίας» και σε δεύτερο επίπεδο η διευκόλυνση των «επενδυτών» μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους; Για ένα γενναίο πρόγραμμα στέγασης και συγχρόνως για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας και της καινοτομίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων;

Μπορούμε να συνεχίσουμε ατέλειωτα, με στόχους τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, την ενδυνάμωση του παραγωγικού δυναμικού και την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας και συνοχής της περιφέρειας. Αυτά –και άλλα– δεν είναι η ψευδής υπόσχεση από το μεγάλο κεφάλαιο, ως δεύτερο βήμα, αφού πάρει το ζεστό κρατικό χρήμα για «να επενδύσει». Αντίθετα, είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα για να σταθεί η κοινωνία στα πόδια της και να έχουμε μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη.

Σε όλον τον κόσμο, η πανδημία έχει λειτουργήσει ως καταλύτης που επιταχύνει κοσμογονικές αλλαγές που ήδη είχαν τεθεί σε κίνηση. Αλλαγές που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη μετατόπιση ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή, από την Αμερική και την Ευρώπη στην Ασία και στον Ειρηνικό, αλλά και με ισχυρούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς εντός των κοινωνιών. Η ορθοδοξία του νεοφιλελευθερισμού τύπου Ρίγκαν και Θάτσερ (και Μητσοτάκη, θα πρόσθετε κανείς) αμφισβητείται και έχει κατακρημνισθεί, ακόμα κι αν η Ευρώπη δείχνει ανίκανη να διαβάσει αυτήν την αλλαγή και απρόθυμη να την αποδεχθεί – και γι’ αυτό μένει πίσω. Όταν, όμως, αλλάζουν τα πάντα γύρω μας, από τον τρόπο παραγωγής και διανομής ενέργειας και κατασκευής προϊόντων μέχρι τις συνθήκες και την κουλτούρα εργασίας, αναπόδραστα τα κοινωνικά και ιδεολογικά ρεύματα θα αλλάξουν κι αυτά μαζί τους. Έτσι γινόταν πάντα στην Ιστορία, έτσι θα γίνει και τώρα.

Η Ελλάδα δεν είναι η εξαίρεση. Βλέπουμε να αναδεικνύονται ανάγλυφα μπροστά μας δύο εντελώς διαφορετικά σχέδια για το μέλλον της χώρας. Οι γραμμές έχουν χαραχθεί, οι διαφορές είναι ξεκάθαρες. Εκεί, μάλλον, πρέπει να αναζητηθεί το έντονο και έκδηλο ενδιαφέρον της άλλης πλευράς αυτής της πολιτικής διαπάλης να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα «κανονικό» κόμμα, να απορρίψει τον ριζοσπαστισμό του, που είναι σήμερα αυτό ακριβώς που χρειαζόμαστε, που χρειάζεται η κοινωνία, για να αποκτήσει ξανά νόημα η φράση «προοδευτική διακυβέρνηση». Δεν σκοπεύουμε να τους κάνουμε το χατίρι.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ