Μια κριτική ματιά στη συνέντευξη Ρέγκλινγκ – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Το «Βήμα» της περασμένης Κυριακής φιλοξένησε συνέντευξη του επικεφαλής του ESM κ. Κλάους Ρέγκλινγκ. Ήταν η πρώτη συνέντευξη ευρωπαίου αξιωματούχου για την ελληνική οικονομία έπειτα από αρκετό καιρό και είναι αυτονόητο ότι χρήζει σχολιασμού.
Κατ’ αρχάς, ο κ. Ρέγκλινγκ, εν αντιθέσει με τις εκθέσεις ενισχυμένης εποπτείας των «θεσμών», που αποπνέουν μια χροιά business as usual, δίνει ένα στοιχείο κρισιμότητας για τις οικονομικές εξελίξεις στη χώρα. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι για την ελληνική οικονομία η έκφραση είναι «ή τώρα ή ποτέ». Όταν τον ρωτούν για τους λόγους αυτής της τοποθέτησης ξεκινά με μια ρεαλιστική παρουσίαση της οικονομικής κατάστασης συνολικά στην ΕΕ.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι η πανδημία έφερε «νέες ανισότητες μέσα στην ΕΕ». Σπεύδει να τονίσει ότι αυτές οι εξελίξεις δεν αφορούν μόνο τις χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ολόκληρο τον κόσμο, γιατί η πανδημία έκανε τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Μέχρι εκεί απλά επαναλαμβάνει τις θέσεις όλων των διεθνών οργανισμών για τις εξελίξεις της πανδημίας. Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η ένταση των ανισοτήτων λόγω της πανδημίας είναι από το κεντρικό θέμα μεγάλου συνεδρίου που διεξήχθη την Πέμπτη 27 και την Παρασκευή 28 Μαΐου στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης. Για να δώσω τον τόνο και τη σημασία του συνεδρίου, τις εργασίες του άνοιξε ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και συμμετείχαν κοντά δέκα κάτοχοι βραβείου Νόμπελ στα Οικονομικά. Το σχεδόν ομόφωνο συμπέρασμά τους ήταν ότι η ανισότητα του σύγχρονου κόσμου και οι ανισότητες που γέννησε η πανδημία αποτελούν μια αποτυχία αγοράς και μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο φορολογώντας τον πλούτο και με την έμπρακτη αλληλεγγύη των πλούσιων χωρών προς τις φτωχές.
Ο κ. Ρέγκλινγκ δεν φαίνεται να συμμερίζεται αυτήν την οπτική. Ανησυχεί διότι, λόγω των ελλειμμάτων, «το υψηλό χρέος θα μείνει κληρονομιά» στις χώρες. Αναφερόμενος μάλιστα στην Ελλάδα τόνισε ότι «το χρέος της είναι… υψηλότερο από 200% του ΑΕΠ. Αυτό καθιστά την ελληνική οικονομία ευάλωτη». Καταλήγει δε λέγοντας ότι «υπάρχουν αδυναμίες στην ελληνική οικονομία λόγω του υψηλού χρέους».
Είναι η πρώτη αναφορά ευρωπαίου αξιωματούχου στο δημόσιο χρέος έπειτα από καιρό και η πρώτη αναφορά που ζητά την προσοχή της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα του χρέους. Μάλιστα αυτά τα λέει σε ένα διάστημα που ο προϋπολογισμός του 2021 έχει επισήμως καταρρεύσει και αναμένεται η αναθεώρησή του. Από τη σκοπιά αυτή η τοποθέτηση του επικεφαλής του ESM δεν συνάδει ούτε με τις απόψεις της κυβέρνησης, που πανηγυρίζει για το τρέχον κόστος δανεισμού της χώρας, ούτε με εκείνες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που προεξοφλεί ότι θα υπάρξει διευθέτηση του δημοσίου χρέους διεθνώς.
Στο σημείο αυτό όμως τόσο ο κ. Ρέγκλινγκ όσο και η εφημερίδα αποφασίζουν να μη μας ανησυχήσουν άλλο και στρέφουν τη συζήτηση στους παράγοντες που θα κάνουν την ελληνική οικονομία να ξεπεράσει τις αδυναμίες της. Σύμφωνα πάντα με τον κ. Ρέγκλινγκ, αυτοί είναι, πρώτον, το γεγονός ότι το 55% του ελληνικού χρέους είναι οφειλές προς τον ESM και άρα έχει αξιολόγηση ΑΑΑ, αφού έχει την εγγύηση του οργανισμού, δεύτερον, τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης και, τρίτον, φυσικά –τι άλλο;–, οι μεταρρυθμίσεις της επόμενης πενταετίας.
Εμένα με θορύβησαν, παρά με καθησύχασαν αυτές οι αναφορές. Κατ’ αρχάς, είναι ανησυχητικό να διαπιστώνει κανείς ότι το δημόσιο χρέος, που πριν από μερικά χρόνια ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στον ESM, σήμερα κοντεύει να είναι μόνο το μισό. Μάλιστα, με τους ρυθμούς που αυξάνει το χρέος σύντομα ο ESM θα έχει λιγότερο από το 50% των ελληνικών ομολόγων. Ακόμα και αν το μεγαλύτερο μέρος των νέων δανείων του Δημοσίου βρίσκεται ή θα βρίσκεται στα χέρια της ΕΚΤ και του λεγόμενου «επίσημου τομέα» δεν είναι μακροπρόθεσμο χρέος και η αναχρηματοδότησή του μετά το πέρας των προγραμμάτων ενίσχυσης της ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα θα είναι προβληματική.
Για την επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης ο κ. Ρέγκλινγκ φάσκει και αντιφάσκει, αφού ο ίδιος παραδέχεται ότι η σωρευτική επίδραση των επενδύσεων του Ταμείου θα είναι μόλις 7%, όπως είχε εξαγγείλει και ο κ. Μητσοτάκης. Πώς μπορεί αυτή η μεταβολή να εξασφαλίσει το αξιόχρεο;
Πολύ φοβάμαι ότι αυτό που θα μείνει στην κοινωνία και από αυτό τον νέο «γύρο ελπίδας» δεν είναι τίποτα περισσότερο από τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις του νομοσχεδίου Χατζηδάκη για τα εργασιακά και της κ. Κεραμέως για την παιδεία.
Αυτό το παραδέχεται εμμέσως πλην σαφώς και ο κ. Ρέγκλινγκ. Στην ερώτηση της εφημερίδας για το αν και πότε θα επιστρέψει η Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα που θα εξασφαλίζει το αξιόχρεο, απαντά «συν τω χρόνω» και συμπληρώνει ότι «δεν γνωρίζει πότε θα τελειώσουν» τα προγράμματα της ΕΚΤ. Κοντολογίς, παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει αν το τέλος των προγραμμάτων θα βρει την Ελλάδα σε επενδυτική βαθμίδα και επιπλέον δεν γνωρίζει πότε και αν η χώρα θα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα αξιόχρεου. Για το μόνο που μοιάζει να είναι σίγουρος είναι για τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και την εργασία. Πρέπει να τον διαψεύσουμε ως κοινωνία.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ