Ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη: Εύθραυστη εκεχειρία με αβέβαιο μέλλον
-Τα βαθύτερα αίτια των συγκρούσεων παραμένουν
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Έπειτα από πολυήμερους φονικούς βομβαρδισμούς εκατέρωθεν και εκατοντάδες θύματα μεταξύ των αμάχων –κυρίως Παλαιστινίων, αλλά και Ισραηλινών–, τα δύο αντίπαλα μέρη αποφάσισαν την κατάπαυση πυρός, η οποία τέθηκε σε ισχύ τα ξημερώματα της 23ης Μαΐου.
Μεσολαβητικό ρόλο είχαν αναλάβει η Αίγυπτος μαζί με την Ιορδανία και τη Γαλλία και επικουρικά αλλά αποφασιστικά και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θετική ήταν και η συνεισφορά της ΕΕ, με επανειλημμένες εκκλήσεις για κατάπαυση του πυρός από τον ύπατο εκπρόσωπο για τις Εξωτερικές Υποθέσεις Ζοζέπ Μπορέλ αλλά και τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ.
Επιτέλους είδαμε να κινητοποιείται ενεργά και η ΕΕ, που σε ανάλογες περιστάσεις περιορίζεται, συνήθως, σε ευχολόγια, όπως στη περίπτωση των παραβατικών συμπεριφορών της Τουρκίας. Θετική ήταν και η συνεισφορά της Ελλάδας, με τις παρεμβάσεις και τη μεσολάβηση του υπουργού Εξωτερικών κ. Νίκου Δένδια, ο οποίος είχε προσωπικές επαφές με τους ομολόγους των δύο μερών. Τα εύσημα που εισέπραξε η Αίγυπτος για τον μεσολαβητικό της ρόλο είναι δίκαια και αξίζουν την αναγνώριση όλων όσων κήδονται για την ειρήνη, ασφάλεια και σταθερότητα στον χώρο της Μέσης Ανατολής. Ο μεσολαβητικός ρόλος της Αιγύπτου πηγάζει και από τις ανησυχίες του Καΐρου για τον ισλαμιστικό οίστρο της εξτρεμιστικής Χαμάς και των Αδελφών Μουσουλμάνων, που στο παρελθόν είχαν επιχειρήσει την ανατροπή του Προέδρου Σίσι και του καθεστώτος του. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο ισχύει και για την Ιορδανία, στην οποία έχουν καταφύγει χιλιάδες Παλαιστίνιοι από τη Γάζα, ενώ το ενδιαφέρον της Γαλλίας πηγάζει από τους γνωστούς δεσμούς με τους λαούς της περιοχής, ιδιαίτερα του Λιβάνου, και τα γαλλικά συμφέροντα στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και της Βορείου Αφρικής.
Το ερώτημα που βγαίνει από τα χείλη όλων είναι πόσο θα διαρκέσει η εκεχειρία και ποιες είναι οι προοπτικές για μια διαρκή ειρήνη μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, σε μια πολύπαθη και δοκιμαζόμενη από δεκαετίες περιοχή, οι σχέσεις των οποίων δοκιμάζονται από συστάσεως του κράτους του Ισραήλ το 1948. Με βάση τη μέχρι τώρα ιστορική εμπειρία, οι προοπτικές διάρκειας και εμπέδωσης της εκεχειρίας δεν είναι ενθαρρυντικές. Η ιστορία των αντιπαραθέσεων και των εχθροπραξιών μεταξύ των δύο λαών, που άμεσα ή έμμεσα εμπλέκουν και τους γειτονικούς λαούς και συμπαρασύρουν όλο τον ισλαμικό-αραβικό κόσμο, διδάσκει και καταμαρτυρεί ότι ύστερα από κάποια παρέλευση χρόνου επανέρχονται, ενίοτε και σε δριμύτερη έκταση και ένταση. Ξαναρχίζουν με διάφορες αφορμές, όπως, π.χ., από αποικισμούς του Ισραήλ στη Γάζα, άρνηση έκδοσης αδειών οικοδόμησης σε Παλαιστινίους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ ή ακόμη και άλλες ασήμαντες αφορμές, που χρησιμεύουν στους εξτρεμιστές της Χαμάς, για αναζωπύρωση των εντάσεων και των συγκρούσεων. Δεν λείπουν, ασφαλώς, και οι εξωτερικές παροτρύνσεις και παρεμβάσεις, που οξύνουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο μερών. Αν στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη προστεθεί το συριακό-ιρακινό πρόβλημα, καθώς και το Κουρδικό, που εμπλέκει ιδιαίτερα την Τουρκία, καταλήγουμε στη διαπίστωση ότι ο χώρος της Μέσης Ανατολής αλλά και αυτός της Ανατολικής Μεσογείου είναι από τους πλέον ασταθείς σε παγκόσμιο επίπεδο και από τα πλέον φλέγοντα θέματα της παγκόσμιας διπλωματίας.
Παλαιότερα αυτό ίσχυε για τα Βαλκάνια, που χαρακτηρίζονταν ως «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης». Τη θέση αυτή έχει πάρει από δεκαετίες τώρα η Μέση Ανατολή, ένας γεωπολιτικός κόμβος από τον οποίο διέρχονται αγωγοί πετρελαίων και αποτελεί σημείο γεωπολιτικών ανταγωνισμών μεταξύ Ανατολής – Δύσης. Στη χορεία των γεωπολιτικών ανταγωνισμών προστέθηκε και η Τουρκία του Ερντογάν, η οποία διεκδικεί ρόλο μεγάλης περιφερειακής δύναμης, εξαιτίας και της ασυγχώρητης και κοντόφθαλμης ανοχής της Ρωσίας και των ΗΠΑ του Τραμπ. Προς ενίσχυση των επιδιώξεών του και της πολιτικής κατά του Ισραήλ, το οποίο επανειλημμένα αποκαλεί «κράτος-τρομοκράτη», ο τούρκος Πρόεδρος χρησιμοποιεί και επικαλείται τον Ισλαμισμό, τον οποίο φέρνει σε αντιπαράθεση με τον Δυτικό Κόσμο και ιδιαίτερα τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες κατά τον Ερντογάν καταπιέζουν τους ισλαμικής πίστης συμπολίτες τους! Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και οπωσδήποτε από τη διένεξη Παλαιστινίων – Ισραηλινών, δύο λαών με τους οποίους η χώρα μας συνδέεται ιστορικά και πολιτιστικά από αιώνες. Εσχάτως έχει αναπτύξει στενή συνεργασία στρατηγικής φύσης με το Ισραήλ, χωρίς τούτο να απομειώνει τις φιλικές σχέσεις με την Παλαιστινιακή Αρχή και τις άλλες αραβικές χώρες της περιοχής.
Ας μην ξεχνάμε τις προσωπικές σχέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Γιασέρ Αραφάτ και τις προσπάθειες που κατέβαλε για την προσέγγιση μεταξύ Παλαιστινίων και Ισραηλινών, που επιχειρήθηκε κατά τη συνάντηση της Κρήτης, με την παρουσία και του τότε γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν. Για να επανέλθουμε στο καυτό ερώτημα που επιγραμματικά εκφράζεται στον τίτλο του παρόντος άρθρου όσον αφορά τους προβληματισμούς και τη διάρκεια της πρόσφατης εκεχειρίας και κατάπαυσης του πυρός, δυστυχώς οι επιφυλάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και δεν είναι αδικαιολόγητες. Και τούτο επειδή τα αίτια που προκαλούν τις διενέξεις και οι εκατέρωθεν προκαταλήψεις δεν έχουν εκλείψει. Ικανό μέρος των Παλαιστινίων δείχνει με τη συμπεριφορά του ότι δεν αποδέχεται ακόμη το δικαίωμα ύπαρξης του κράτους του Ισραήλ, ενώ από πλευράς των Ισραηλινών δεν είναι λίγοι εκείνοι που αδυνατούν να αποδεχθούν μια διχασμένη Ιερουσαλήμ, την οποία σκέφτονται –όπως και ήταν– ως αποκλειστικό λίκνο του Εβραϊσμού και της εβραϊκής ιστορίας.
Για τους παραπάνω λόγους και άλλα συμφέροντα στην περιοχή, οι ελπίδες για επίτευξη ειρήνης είναι, προς το παρόν, περιορισμένες. Τουλάχιστον να σταματήσουν οι εχθροπραξίες, που στοιχίζουν κάθε φορά εκατοντάδες ζωές. Ελπίζουμε ο χρόνος να συμβάλει στην αποδοχή της πραγματικότητας και από τις δύο πλευρές.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: athensvoice.gr