Κων. Μίχαλος στο “Π”: Η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων προϋπόθεση για την ανάκαμψη μετά την πανδημία
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ
Προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ
Η πανδημία που βιώνουμε για πάνω από έναν χρόνο δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν κλάδο της οικονομίας, πλήττοντας εντονότερα τις επιχειρήσεις που υποχρεώθηκαν να κλείσουν ή να περιορίσουν δραστικά τη λειτουργία τους. Τα μέτρα που έχει λάβει η Πολιτεία όλο αυτό το διάστημα έχουν βοηθήσει να διατηρηθούν ως τώρα σε διαχειρίσιμα επίπεδα οι επιπτώσεις της κρίσης στην επιχειρηματικότητα και στην απασχόληση. Τώρα, όμως, καθώς η πανδημία φαίνεται να πλησιάζει στο τέλος της, αρχίζει η δύσκολη προσπάθεια της ανάκαμψης. Σε αυτήν την πορεία θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μια σειρά από προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει το σύνολο σχεδόν των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σήμερα, χιλιάδες επιχειρήσεις στη χώρα –ιδιαίτερα σε έντονα πληττόμενους κλάδους– βρίσκονται αντιμέτωπες με μια χιονοστιβάδα χρεών, που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια της πανδημίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, τα νέα «κόκκινα» δάνεια της πανδημίας θα φτάσουν τα 8 – 10 δισ. ευρώ εντός του 2021. Οι μέχρι τώρα παρεμβάσεις, όπως το πρόγραμμα «Γέφυρα 2» και βεβαίως η σταδιακή εφαρμογή του πλαισίου Ρύθμισης Οφειλών και Παροχής 2η Ευκαιρίας, αντιμετωπίζουν ένα μέρος του προβλήματος.
Όμως, πάγια θέση των επιμελητηρίων είναι ότι πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για τη διαγραφή μέρους των χρεών που δημιουργήθηκαν εν μέσω της πανδημίας, ώστε να μην εξελιχθούν σε θηλιά στον λαιμό της οικονομίας την επόμενη μέρα. Οι αποφάσεις αυτές θα ισοδυναμούν ουσιαστικά με την ανάληψη μέρους του ιδιωτικού χρέους από τον δημόσιο τομέα. Και αυτό σημαίνει ότι θα απαιτηθούν ανάλογες αποφάσεις και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αποφάσεις για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους των χωρών-μελών, ώστε να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν σε αυτές τις ανάγκες. Πρόταση και αίτημά μας είναι να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα στη μετατροπή τμήματος του δημοσίου χρέους που βρίσκεται στα χέρια της σε ένα ομόλογο χωρίς τακτή λήξη και χωρίς τοκομερίδιο.
Μόνιμο πρόβλημα είναι, επίσης, η συνεχιζόμενη δυσκολία των επιχειρήσεων να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες τους με φθηνό, έστω ανταγωνιστικό, κόστος. Σήμερα, ένα ελάχιστο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων –της τάξης του 10% και στη συντριπτική τους πλειονότητα μεγάλες επιχειρήσεις– έχει πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Οι υπόλοιπες και κυρίως οι μικρές επιχειρήσεις παραμένουν εδώ και χρόνια αποκλεισμένες από το σύστημα.
Εδώ λειτουργούν αρνητικά δύο παράγοντες:
• Ο μεγάλος όγκος των «κόκκινων» δανείων είναι υψηλός και αυτό οδηγεί στην αποφυγή νέων ανοιγμάτων.
• Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων καθιστά πολλές από αυτές λιγότερο αξιόχρεες, με βάση τα συνήθη κριτήρια χρηματοδότησης.
Από την άλλη, όμως, πώς θα μπορέσουν να μεγαλώσουν και να δυναμώσουν οι επιχειρήσεις, χωρίς πρόσβαση σε χρηματοδότηση;
Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν μπορούν να δανειστούν, για να επενδύσουν και να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε ανάκαμψη. Και οι τράπεζες βεβαίως χαμένες θα βγουν μακροπρόθεσμα. Γιατί χωρίς την κύρια δραστηριότητά τους, που είναι η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, δεν μπορούν να έχουν βιώσιμη κερδοφορία.
Πρόβλημα είναι, τέλος, το υψηλό κόστος που δημιουργούν στην επιχειρηματικότητα μια σειρά από θεσμικά εμπόδια, που παραμένουν: Γραφειοκρατία, πολυνομία, καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης κ.ά. Όλα αυτά τα θέματα λύνονται με έναν και μόνο τρόπο: Την επιτάχυνση γενναίων μεταρρυθμίσεων.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν και οφείλουν να αποτελέσουν την ατμομηχανή της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο διάστημα. Αξίζουν, λοιπόν, τη στήριξη της Πολιτείας, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις αυτής της μεταβατικής περιόδου, αλλά και ένα ευνοϊκό περιβάλλον, στο οποίο θα μπορέσουν να απελευθερώσουν τις δυνάμεις τους.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ