Η επάνοδος του Μεσανατολικού με ισλαμιστικό πρόσωπο

Η επάνοδος του Μεσανατολικού με ισλαμιστικό πρόσωπο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Για μια μεγάλη περίοδο, το Μεσανατολικό πρόβλημα, που κυριαρχούσε στη Μέση Ανατολή επί δεκαετίες, επισκιάσθηκε και περιθωριοποιήθηκε ουσιαστικά από τη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Ο ανταγωνισμός μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών δεν σταμάτησε, αλλά το επίκεντρό του μεταφέρθηκε στην περιφέρεια του Περσικού Κόλπου και στην Υεμένη. Στη Συρία υπερίσχυσαν άλλοι παράγοντες, με κυρίαρχο τον Ρωσικό.

Η διπλωματική επιτυχία του Ισραήλ και προσωπικά του Νετανιάχου να προχωρήσει στις λεγόμενες Συμφωνίες του Αβραάμ, με υποστήριξη του πρώην Αμερικανού Προέδρου Τραμπ, φαινόταν να διανοίγει μια νέα περίοδο εξομαλύνσεως των σχέσεων του Ισραήλ με τον Αραβικό κόσμο, χωρίς να τίθεται ως προϋπόθεση η λύση προηγουμένως του Μεσανατολικού. Στην εξέλιξη αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο ο διχασμός των Παλαιστινίων και η επικράτηση της Ισλαμιστικής Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας. Έπαιξε επίσης ρόλο η σκλήρυνση της Αμερικανικής πολιτικής έναντι του Ιράν, επί Προεδρίας Τραμπ, με την καταγγελία της Συμφωνίας για τον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, με αντάλλαγμα την άρση των Αμερικανικών κυρώσεων κατά του τελευταίου. Έπαιξε, τέλος, σημαντικό ρόλο η πολιτική κυριαρχία στο Ισραήλ του Νετανιάχου, με τις γνωστές θέσεις του για το καθεστώς της Ιερουσαλήμ και τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία ανεξάρτητου Παλαιστινιακού κράτους, ως προοπτική για την επίλυση του Μεσανατολικού.

Η νέα Αμερικανική Προεδρία Μπάιντεν διαφοροποιείται σημαντικά από την προηγούμενη Αμερικανική πολιτική. Αυτό φάνηκε με το προσωρινό πάγωμα της πωλήσεως Αμερικανικών αεροσκαφών τύπου F-35 και άλλων όπλων στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η οποία αποτελούσε ατύπως μέρος της Συμφωνίας του Αβραάμ μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Φάνηκε επίσης με τη δεδηλωμένη ψυχρότητα στις σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, με την πράξη θεμάτων σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Φάνηκε, κατά τρίτο λόγο, με τις παρασκηνιακές συνομιλίες με το Ιράν για την επάνοδο στην προηγούμενη συμφωνία για τον έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος. Φάνηκε, κατά τέταρτο λόγο, με την ηθελημένη καθυστέρηση επικοινωνίας του νέου Αμερικανού Προέδρου με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, κατά παράβαση των παραδοσιακών και πολύ στενών σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και ΗΠΑ. Κατά πέμπτο λόγο, φάνηκε από το επιτακτικό αίτημα του Αμερικανού Προέδρου προς τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Νετανιάχου να αποκλιμακώσει την κρίση. Ομολογουμένως, δεν είναι το Ισραήλ, τη φορά αυτή τουλάχιστον, που κλιμάκωσε την κρίση ή που έχει συμφέρον στην κλιμάκωσή της. Εφόσον ο κύριος στόχος της είναι ο τορπιλισμός των Συμφωνιών του Αβραάμ και η δυναμική επαναφορά στο προσκήνιο του Μεσανατολικού, το Ισραήλ δεν έχει συμφέρον στην κλιμάκωση της σημερινής συγκρούσεως για να μην παραβλάψει ακριβώς την πολιτική της σταδιακής εξομαλύνσεως των σχέσεών του με τον Αραβικό κόσμο. Έχουν όμως συμφέρον να το πράξουν οι αντίπαλοί του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Χαμάς, το Ιράν και η Τουρκία.

Τι επιδιώκει στη συγκεκριμένη περίπτωση η Αμερικανική πολιτική του Προέδρου Μπάιντεν; Κατά πρώτο λόγο, να στείλει ένα μήνυμα διαφοροποιήσεως από την προηγούμενη πολιτική Τραμπ. Κατά δεύτερο λόγο, να μη βοηθήσει τον σημερινό προσωρινό πρωθυπουργό του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου να παραμείνει στην εξουσία, εκμεταλλευόμενος την κρίση. Η νέα Αμερικανική ηγεσία δεν συμφωνεί με το σχέδιο που είχε προτείνει ο προηγούμενος Αμερικανός Πρόεδρος Τραμπ για τη λύση του Μεσανατολικού, το οποίο απερρίφθη ανεπιφύλακτα από την Παλαιστινιακή πλευρά. Η σημερινή Αμερικανική ηγεσία θεωρεί ότι η σκληρή πολιτική Νετανιάχου δεν διευκολύνει την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσεως στο Μεσανατολικό. Η υπάρχουσα σημερινή πολυδιάσπαση στο Ισραήλ και η αδυναμία σχηματισμού κυβερνήσεως διευκολύνει την Αμερικανική πολιτική να επιδιώξει τον παραμερισμό «του φίλου» του Προέδρου Τραμπ, Νετανιάχου. Κατά τρίτο λόγο, θέλει να στείλει ένα μήνυμα προς τους Παλαιστινίους και τον Αραβικό κόσμο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν τάσσονται μονόπλευρα υπέρ του Ισραήλ αλλά ότι ακολουθούν μια πιο ισορροπημένη πολιτική σε σύγκριση με εκείνη του Προέδρου Τραμπ.

Η σημερινή Αμερικανική πολιτική φέρνει σε δύσκολη θέση το Ισραήλ γιατί εκδηλώνεται σε μια στιγμή στρατηγική εντάσεως και κρίσεως, που υποκινείται από το Ιράν και την Τουρκία του Ερντογάν. Ο ρόλος του Ιράν είναι παλαιός και γνωστός. Υποστηρίζει και εξοπλίζει την Ισλαμιστική Χαμάς, παρά το γεγονός ότι οι προνομιακές του σχέσεις είναι με τη Σιιτική Χεσμπολάχ του Λιβάνου, για να ασκεί στρατηγική πίεση στο Ισραήλ και να ξεμπροστιάζει πολιτικά τα αντίπαλα προς αυτό Αραβικά καθεστώτα.

Η επιχειρησιακή αναβάθμιση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Χαμάς, με πυραύλους πολύ μεγάλους βεληνεκούς και φθηνής μαζικής παραγωγής, είναι δικό του έργο, σε μεγάλο βαθμό, που εξυπηρετεί άμεσα και τη δική του στρατηγική. Το Ιράν έχει ζωτικό στρατηγικό ενδιαφέρον να διαπιστώσει ποιο είναι το όριο κορεσμού της Ισραηλινής αντιπυραυλικής άμυνας και ποια είναι τα αδύνατά της σημεία, γιατί και η δική του στρατηγική κατά του Ισραήλ, σε περίπτωση Ισραηλινής επιθέσεως κατά του Ιράν, βασίζεται στην ίδια τακτική και στρατηγική, της ανταποδόσεως δηλαδή με μαζική εκτόξευση πυραύλων κατά του Ισραήλ. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μεγάλα πυραυλικά αποθέματα της Χεσμπολάχ του Λιβάνου και της Χαμάς θα λειτουργούσαν συμπληρωματικά προς εκείνα του Ιράν, με το πλεονέκτημα της γεωγραφικής εγγύτητας, του μικρού χρόνου προειδοποιήσεως και αντιδράσεως και της επιθέσεως από διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η Τουρκία του Ερντογάν, συναγωνιζόμενη το Ιράν και θέλοντας να υπερβεί τα στρατηγικά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει με την Ισλαμιστική και ηγεμονική της πολιτική, ιδιαίτερα στις σχέσεις της με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Σουνιτικά κράτη του Περσικού Κόλπου, μ’ εξαίρεση το Κατάρ, έσπευσε να υποστηρίξει, με θόρυβο, την Ισλαμιστική Χαμάς, αναπετώντας μάλιστα το λάβαρο της ιερής για το Ισλάμ Ιερουσαλήμ.

Οι επιδιώξεις της Άγκυρας είναι προφανείς. Θέλει να τορπιλίσει, με μια νέα παρατεταμένη και οξεία κρίση του Μεσανατολικού, τις Συμφωνίες του Αβραάμ, που πέτυχε να υπογράψει το Ισραήλ, και να καταστήσει την επίλυση του Μεσανατολικού προϋπόθεση για την προσέγγιση του Ισραήλ με τον Αραβικό κόσμο. Ο Ερντογάν ταυτόχρονα, παρουσιαζόμενος ως υπέρμαχος των Παλαιστινίων και των Ισλαμικών ιερών της Ιερουσαλήμ, θέλει να προβληθεί ως νέος Σαλαντίν και ηγέτης των Σουνιτών Μουσουλμάνων και να καταστήσει την Τουρκία παράγοντα του Μεσανατολικού. Με αφορμή μάλιστα την υποτιθέμενη προστασία των Ισλαμικών ιερών της Ιερουσαλήμ και των Παλαιστινίων, επανήλθε στην ιδέα της δημιουργίας διεθνούς Ισλαμικού Στρατού, με συγκεκριμένη πρόταση στον Οργανισμό Ισλαμικής Συνεργασίας. Με βάση την πρόταση αυτή, προσφέρονται να συμβάλουν με δυνάμεις για τη συγκρότησή του η Τουρκία, το Ιράν, το Πακιστάν, η Μαλαισία και το Κατάρ. Προτείνονται δε ως χώροι για την ανάπτυξή του ο Λίβανος και η Ιορδανία.

Η πρόταση αυτή είναι μια άλλη εκδοχή της ιδέας της διεθνούς ειρηνευτικής δυνάμεως για την Ιερουσαλήμ και την Παλαιστίνη, που πρότεινε ο Ερντογάν στον Πρόεδρο της Ρωσίας Πούτιν. Η νέα όμως πρόταση αναφέρεται στο όραμα ενός παγκόσμιου Ισλάμ, που θα υπερβαίνει τον διχασμό σε Σουνίτες και Σιίτες, με συμμαχία και των δύο δογμάτων του Ισλάμ στην υπόθεση της αλληλεγγύης με τους Παλαιστινίους και της «προστασίας» των ιερών τόπων και μνημείων του Ισλάμ στην Ιερουσαλήμ.
Ομολογουμένως, ο Ερντογάν έχει υπερβεί κάθε όριο, επιχειρώντας να προβληθεί ως διεθνής ηγέτης του Ισλάμ και διάδοχος, με άλλα μέσα, των φιλοδοξιών για παγκόσμιο Χαλιφάτο, που προέβαλε στη Συρία και στο Ιράκ ο αλήστου μνήμης ISIS, με τις θηριωδίες και τις βαρβαρότητές του, στο όνομα του Ισλάμ.

Ήταν καιρός, επιτέλους, να υπάρξει και κάποια συμβολικού χαρακτήρα αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, που εισηγείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη διακοπή των υποτιθέμενων ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, εφόσον δεν υπάρξει κάποια ουσιαστική αλλαγή από τη σημερινή πολιτική της Άγκυρας σε μια σειρά τομείς, κατά πρώτο λόγο εκείνο του σεβασμού των δημοκρατικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ας ελπίσουμε ότι τα νέα πανισλαμιστικά κηρύγματα του Ερντογάν θα στείλουν, επιτέλους, και τα επιβεβλημένα μηνύματα στις ηγεσίες των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, στην Κύπρο, που τόσο ασύνετα υπερακοντίζουν υπέρ της καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας με πρόσχημα μια δήθεν «λύση» του Κυπριακού, που θα έθετε στην πραγματικότητα ολόκληρη την Κύπρο υπό Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο. Τα μηνύματα αυτά πρέπει να φτάσουν γενικότερα στη Λευκωσία και στην Αθήνα, που πρέπει να εμμείνουν, ως αμετάθετη προτεραιότητα ενώπιον του Τουρκικού κινδύνου, στις στρατηγικές συμμαχίες τους στην Ανατολική Μεσόγειο, στη στρατηγική σχέση με τη Γαλλία, ανεξάρτητα από τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, και στην εσπευσμένη ενίσχυση της αποτρεπτικής τους ισχύος και της αμυντικής συνεργασίας τους, στο πλαίσιο ενός ανανεωμένου Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.

Σε ό,τι αφορά την κατάληξη της σημερινής κρίσεως στη Μέση Ανατολή, τόσο οι ΗΠΑ, η Αίγυπτος, τα κράτη του Κόλπου όσο και το Ισραήλ έχουν λόγους να επιδιώκουν την αποκλιμάκωση. Το τελευταίο όμως δεν έχει κανέναν λόγο να σπεύδει, υποδεικνύοντας την ανάγκη να προκαταλάβει νέες επιθέσεις και νέα κλιμάκωση, με υποκίνηση, προφανώς, του Ιράν και κυρίως τώρα της Τουρκίας, που θέλει να εργαλειοποιήσει τη σύγκρουση για τους δικούς της λόγους. Το Ισραήλ θα συνεχίσει γι’ αυτό, για κάποιον χρόνο, τις επιχειρήσεις χαμηλής εντάσεως με στόχο να εξουδετερώσει, όσο μπορεί, το επιχειρησιακό δυναμικό της Χαμάς και της Ισλάμικ Τζιχάντ. Γι’ αυτό, ο κίνδυνος νέας κλιμακώσεως παραμένει.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: naftemporiki.gr


Σχολιάστε εδώ