Τα κρίσιμα ραντεβού δοκιμάζουν τις αντοχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Τα κρίσιμα ραντεβού δοκιμάζουν τις αντοχές των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Εν μέσω προκλήσεων η προετοιμασία της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Την έναρξη μιας δύσκολης περιόδου 30 ημερών, που θα βάλει σε δοκιμασία τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σηματοδοτεί η προγραμματισμένη για τις 31 Μαΐου άφιξη στην Ελλάδα του τούρκου ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, καθώς στις συνομιλίες με τον Νίκο Δένδια θα διερευνηθεί η δυνατότητα αλλά και το περιεχόμενο μιας πιθανής συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν στο πλαίσιο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες στις 14 Ιουνίου.

Μια συνάντηση την οποία ακολουθεί η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, η οποία, υπό το βάρος των προκλήσεων και των προσβολών εναντίον και ευρωπαίων ηγετών, θα κληθεί να λάβει αποφάσεις για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, μια διαδικασία η οποία προφανώς επηρεάζει άμεσα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Κρίσιμη και για τα ελληνοτουρκικά όμως προβλέπεται να είναι και η συνάντηση Ερντογάν – Μπάιντεν, καθώς οι νέες ισορροπίες μεταξύ Ουάσινγκτον και Άγκυρας θα θέσουν και τα όρια στα οποία θα μπορεί να κινείται και να προκαλεί ο κ. Ερντογάν…

Η αποκλιμάκωση των τελευταίων πέντε μηνών, με την απόσυρση του «Oruc Reis» από την Ανατολική Μεσόγειο, αφού προηγουμένως είχε κάνει επίδειξη σημαίας ακόμη και εντός της ζώνης των 6 ν.μ. από το Καστελλόριζο και είχε αμφισβητήσει εμπράκτως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και την κυριαρχία της Κύπρου, είναι το χαρτί με το οποίο ο κ. Ερντογάν παζαρεύει με τους Γερμανούς. Με την πολιτική του αυτή στέλνει το μήνυμα ότι κράτησε τα πλοία του μακριά, περιμένοντας τα ανταλλάγματα που ελπίζει να πάρει από την ΕΕ. Και φυσικά η συνέχεια αυτής της συλλογιστικής είναι ότι σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του, το «Oruc Reis», το οποίο παραμένει στην περιοχή, αλλά σε τουρκική υφαλοκρηπίδα, θα επιστρέψει, προκαλώντας ευθέως την Ελλάδα.

Η ελληνική κυβέρνηση είναι προφανές ότι δεν ελπίζει σε τίποτα περισσότερο από μια διατήρηση των ήρεμων νερών, τουλάχιστον στη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς κάθε νέα πρόκληση και κλιμάκωση από την Τουρκία δεν εξαντλεί απλώς τις αντοχές των Ενόπλων Δυνάμεων και του Πολεμικού Ναυτικού –και με μεγάλο μάλιστα κόστος–, αλλά θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο και την ήδη προβληματική τουριστική περίοδο. Όσον αφορά την Αθήνα, το να κερδίζει χρόνο έχει γίνει σχεδόν δόγμα της εξωτερικής πολιτικής, είτε αυτό αφορά την αντίληψη της μη επίλυσης των προβλημάτων αναμένο­ντας πιο ευνοϊκές συνθήκες και συσχετισμούς, είτε την επιδίωξη ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας με εξοπλισμούς που είχαν παραμεληθεί πλήρως την τελευταία δεκαπενταετία, δίνοντας την ευκαιρία στην Τουρκία να αποκτήσει υπεροπλία στο Αιγαίο.
Τα μηνύματα που στέλνει η Τουρκία και ο τρόπος με τον οποίο θέλει να στρώσει το έδαφος για τις δύο συναντήσεις είναι απολύτως αρνητικά, σε σημείο να δημιουργείται εύλογος προβληματισμός μήπως, τελικά, αντί για ήρεμα νερά έχουμε… φουρτούνες και νέες εντάσεις.

Η χημεία μεταξύ Ερντογάν και Μητσοτάκη είναι πολύ κακή και αυτό έχει φανεί και στις προηγούμενες σύντομες συναντήσεις τους αλλά και από τις συχνές αναφορές του τούρκου Προέδρου για τον έλληνα πρωθυπουργό. Όμως και οι σχέσεις Δένδια – Τσαβούσογλου έχουν διαταραχθεί μετά τη συνά­ντηση της Άγκυρας, καθώς οι Τούρκοι θεωρούν ότι εσκεμμένα ο κ. Δένδιας θέλησε να εκθέσει τον τούρκο ομόλογό του.

Το τελευταίο διάστημα μπορεί το «Oruc Reis» να έμεινε στην τουρκική υφαλοκρηπίδα, όμως οι προκλήσεις ήταν καθημερινές, όπως και η υπενθύμιση των διεκδικήσεων της Τουρκίας εναντίον της χώρας μας.
Τις τελευταίες εβδομάδες μάλιστα η Τουρκία φέρνει διαρκώς στην ατζέντα το μειονοτικό ζήτημα, το οποίο θα θελήσει να θέσει ψηλά στην ατζέντα, αλλά και το Προσφυγικό, με τη δική της εκδοχή όμως, υποστηρίζοντας ότι το πρόβλημα είναι η… Ελλάδα, που κάνει «βάρβαρες επαναπροωθήσεις» μεταναστών και προσφύγων.

Τελευταίο δείγμα γραφής η προκλητική και ανιστόρητη δήλωση του τουρκικού ΥΠΕΞ, με την οποία διαμαρτυρήθηκε για τον εορτασμό στην Ελλάδα της Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού…

Μια ανακοίνωση που λίγο – πολύ θέλει να διαστρεβλώσει την Ιστορία και να ζητήσει και τα ρέστα από την Ελλάδα, καθώς ισχυρίζεται ότι οι Τούρκοι τότε έκαναν «απελευθερωτικό αγώνα», ενώ η Ελλάδα διέπραξε «φρικαλεότητες», κάνοντας ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Βεβαίως θα πρέπει να εξηγήσει κάποιος στο τουρκικό ΥΠΕΞ ότι ο Κεμάλ βαλκάνιος Οθωμανός ήταν, που οι ρίζες του δεν ήταν στα Βαλκάνια φυσικά αλλά στην Κεντρική Ασία, και μάλλον ήταν αγώνας όχι απελευθερωτικός αλλά κατακτητικός, για τον διαμοιρασμό των ιματίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και τα ίδια δικαιώματα που είχε ο Κεμάλ είχαν και οι άλλοι λαοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας… Και επίσης θα πρέπει να υπενθυμίσει κάποιος στο τουρκικό ΥΠΕΞ ότι αν η Ελλάδα είχε διαπράξει «φρικαλεότητες», σήμερα η Μικρά Ασία θα ήταν ελληνική και δεν θα είχαμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, που οδήγησε, λόγω της τουρκικής εθνοκάθαρσης, στο ξερίζωμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού, με συνεχή παρουσία 2.500 χρόνων στην περιοχή αυτή.

Η απάντηση του ελληνικού ΥΠΕΞ ήταν σε ήπιους τόνους, καθώς πιθανότατα δεν ήθελαν να τορπιλίσουν ακόμη περισσότερο το κλίμα. Το ελληνικό ΥΠΕΞ εξέφρασε απογοήτευση για την «αδόκιμη απόπειρα παραποίησης της ιστορικής αλήθειας» και επισήμανε: «Τα ψεύδη, η παραποίηση της ιστορίας και η χρήση εμπρηστικής ρητορικής δεν συνάδουν με την προώθηση σχέσεων καλής γειτονίας από χώρα η οποία επιθυμεί να αποτελέσει μέλος της Ευρωπαϊκής Οικογένειας. Η αυτοκριτική, η συγγνώμη στους συγγενείς των θυμάτων και η εγκατάλειψη του αναθεωρητισμού αποτελούν ένδειξη δύναμης και όχι αδυναμίας. Αποτελούν προϋπόθεση για τον καλόπιστο διάλογο στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και την καταπολέμηση των ακροτήτων του εθνικισμού. Για την επούλωση των πληγών του παρελθόντος και τη συμφιλίωση των λαών και των κρατών. Για την εμπέδωση της ειρηνικής συμπόρευσής τους».

Οι ελληνοτουρκικές συναντήσεις πάντοτε κρύβουν παγίδες. Το συνηθισμένο επιχείρημα είναι ότι είναι προτιμότερο οι ηγέτες των δύο χωρών να συνομιλούν, ακόμη κι αν διαφωνούν σε όλα. Όμως όταν οι συναντήσεις γίνονται για να χρησιμοποιηθούν από την Τουρκία ως επιχείρημα για να δείξουν το καλό πρόσωπο στην ΕΕ και να εξωραϊσθεί η εικόνα της Τουρκίας και όταν μετατρέπονται σε βήμα για την προώθηση κάθε φορά όλο και πιο ακραίων διεκδικήσεων, τότε πράγματι τίθεται θέμα για το αν τελικά εξυπηρετούν τα ελληνικά συμφέροντα ή απλώς η κυβέρνηση αγοράζει χρόνο με πολύ μεγάλο κόστος και κίνδυνο πάντα μια διαφωνία σε επίπεδο κορυφής να οδηγήσει σε νέα κλιμάκωση των προκλήσεων και των εντάσεων…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ