Η οικονομική κρίση, η κρίση των οικονομικών και το πακέτο Μπάιντεν – Του Ν. Στραβελάκη

Η οικονομική κρίση, η κρίση των οικονομικών και το πακέτο Μπάιντεν – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η οικονομική κρίση, η πανδημία και το πακέτο Μπάιντεν έχουν πυροδοτήσει μια μεγάλη συζήτηση στο οικονομικό επάγγελμα. Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που λένε ότι οι πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού είναι πλέον νεκρές και ζούμε την επιστροφή των κεϊνσιανού τύπου πολιτικών ρύθμισης και δημοσιονομικής επέκτασης. Επισημαίνουν ότι οι αγορές δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την καταστροφή του περιβάλλοντος, τις εισοδηματικές ανισότητες και τις τεχνολογίες που αντιστρατεύονται την κοινωνία. Ήδη στις ΗΠΑ, με πρωτοβουλία ετερόδοξων οικονομολόγων, όπως ο Samuel Bowls του Πανεπιστημίου της Σάντα Φε, έχει συγκροτηθεί το πρόγραμμα CORE. Είναι μια ανοιχτή πλατφόρμα που φιλοδοξεί να προάγει έναν πιο «δίκαιο, βιώσιμο και δημοκρατικό κόσμο» μέσα από μια διαφορετική διδαχή των οικονομικών. Για τους οικονομολόγους του CORE, τα οικονομικά έχουν ανάγκη από ένα διαφορετικό επιστημονικό παράδειγμα που θα επικεντρώνεται «στο μέλλον της εργασίας, στην κοινωνική αδικία και στην κλιματική αλλαγή».

Στην Ευρώπη προωθείται μια πιο συντηρητική εκδοχή. Στο κέντρο της βρίσκεται η εργασία του ορθόδοξου οικονομολόγου, κατόχου του βραβείου Νόμπελ, Ζαν Τιρόλ. Σύνθημά του είναι η ανάγκη των οικονομικών για το «κοινό καλό». Το Σαββατοκύριακο 29 – 30 Μαΐου η πρωτοβουλία διοργανώνει ένα μεγάλο διαδικτυακό συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζ, τις εργασίες του οποίου θα ανοίξει ο γάλλος Πρόεδρος Μακρόν. Στο πλαίσιό του θα συζητηθούν αποδεκτές πολιτικές για όλα τα μεγάλα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Η αμφισβήτηση δεν φτάνει τόσο μακριά ώστε να ζητήσει ένα διαφορετικό επιστημονικό παράδειγμα για την οικονομική επιστήμη. Όμως και οι συντηρητικοί Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν ότι οι αγορές έχουν όρια. Με άλλα λόγια, υπάρχουν ζητήματα όπου η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος δεν οδηγεί στην κοινωνική ευημερία. Στα ζητήματα αυτά, π.χ., το περιβάλλον, θα πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές για το κοινό καλό και όχι οι νόμοι των αγορών.

Βέβαια δεν έχουν εκλείψει και οι φωνές που παραπέμπουν στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού. Στις ΗΠΑ, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρντ και ο επικεφαλής του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων της Προεδρίας Κλίντον, Λόρενς Σάμερς, εξέφρασαν τις παραδοσιακές ανησυχίες για άνοδο των πληθωριστικών πιέσεων λόγω του πακέτου Μπάιντεν. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι στην Ευρώπη αμφότεροι βρήκαν αναγνώριση των ανησυχιών τους στο πρόσωπο του γερμανού πρώην υπουργού οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο τελευταίος σε πρόσφατο άρθρο του υπογράμμισε τον κίνδυνο του πληθωρισμού λόγω της δημοσιονομικής επέκτασης και του εκτροχιασμού του δημόσιου χρέους.

Παρόλο που αρκετοί, συμπεριλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και συντηρητικών πολιτικών, όπως ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλος, έσπευσαν να υιοθετήσουν τις πολιτικές Μπάιντεν και τις θεωρητικές επεξεργασίες που τις συνοδεύουν ως τη λύση στα προβλήματα της εποχής, εγώ δεν είμαι και τόσο αισιόδοξος. Κατά τη γνώμη μου, η όποια χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας είναι το αποτέλεσμα της διάρκειας της κρίσης και της αποτυχίας των πολιτικών νομισματικής επέκτασης. Οι τελευταίες, παρόλο που μετέτρεψαν τρισεκατομμύρια ιδιωτικών ζημιών σε δημόσιο χρέος, απέτυχαν να αντιμετωπίσουν την κρίση. Το αντίθετο, όξυναν περαιτέρω τις εισοδηματικές ανισότητες. Ήδη από το τέλος του 2019, όταν αποχωρούσε από την ηγεσία της ΕΚΤ ο συντηρητικός οικονομολόγος Μάριο Ντράγκι, είχε παραδεχθεί δημόσια ότι η νομισματική πολιτική είχε φτάσει στα όριά της και η όποια παρέμβαση ανήκε πλέον στη δημοσιονομική πολιτική. Μάλιστα όλα αυτά τα είχε πει πριν ξεσπάσει η πανδημία. Φαίνεται σαν οι κυβερνήσεις να επιστρατεύουν πλέον ό,τι τους έχει απομείνει, παρά να χαράσσουν κάποιες καινοτόμες πολιτικές.

Το πρόβλημα των δημοσιονομικών πακέτων είναι ότι λειτουργούν από πάνω προς τα κάτω. Δηλαδή, βασίζονται σε κρατικές δαπάνες που θα δημιουργήσουν ζήτηση για τις επιχειρήσεις. Η προσδοκία είναι ότι οι τελευταίες θα κάνουν επενδύσεις που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Τα μισθολογικά εισοδήματα που θα δημιουργηθούν με τη σειρά τους θα ξοδευθούν και έτσι θα αυξηθεί περαιτέρω η ζήτηση, κάτι που θα φέρει οικονομική μεγέθυνση. Όμως, όπως φάνηκε και από το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0», τα αποτελέσματα δεν είναι και τόσο εντυπωσιακά. Θυμίζω ότι τα 57 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης (κοντά στο 1/3 του ελληνικού ΑΕΠ) θα έχουν πολύ περιορισμένα αποτελέσματα τόσο για την οικονομική μεγέθυνση (7% συνολικά) όσο και για τη δημιουργία θέσεων εργασίας (μόλις 200.000). Αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Τα πενιχρά αποτελέσματα οφείλονται στην ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων πανευρωπαϊκά και στην περιορισμένη αξιοποίηση της παραγωγικής δυναμικότητας των επιχειρήσεων που θα υποστηρίξουν τις επενδύσεις.

Με δύο κουβέντες, το μόνο που θα κάνουν τα πακέτα είναι να δημιουργήσουν κερδοφορία σε έναν περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, κερδοφορία που θα επενδυθεί όταν θα ανακάμψουν οι επενδυτικές αποδόσεις. Αντίθετα, αν το πρόγραμμα λειτουργούσε από κάτω προς τα πάνω τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Με άλλα λόγια, αν τις επενδύσεις τις κάνει το ίδιο το κράτος, αυτό θα σημάνει άμεσες μαζικές νέες θέσεις εργασίας και άμεση αναθέρμανση της οικονομίας. Όμως αυτές οι πολιτικές παραμένουν έξω από τη λογική των δημοσιονομικών πακέτων τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη.

Το συμπέρασμα είναι ότι όσο και αν μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον οι αμφιβολίες και αναζητήσεις της αστικής πολιτικής οικονομίας, οι λύσεις που προτείνει είναι περιορισμένες. Ο λόγος είναι ότι εξαντλούνται στην υποστήριξη και τη ρύθμιση της δραστηριότητας ιδιωτικών επενδύσεων. Οι σημερινές συνθήκες όμως απαιτούν ριζοσπαστικές πολιτικές, που θα βλέπουν πέρα από το κίνητρο του κέρδους και την ενίσχυσή του.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ