Φωτιά σε Κορινθία και Δ. Αττική: Η σπάνια ζωή που ξεκληρίστηκε σε 48 ώρες – Χάθηκε η αυλή της Αθήνας
Του Στέφανου Κρίκκη
Άρθρο στο in.gr
Πριν από 48 ώρες υπήρχε ένα σπάνιο οικοσύστημα, σχηματισμένο στα βάθη του γεωλογικού χρόνου, προτού καν εμφανιστούν στη Γη οι πρόγονοι του ανθρώπου, που άλλαξε αμέτρητες φορές μορφή στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν, που έγινε το σπίτι δεκάδων ενδημικών ειδών χλωρίδας και πανίδας.
Το τι συνέβη στα Γεράνεια τα δύο τελευταία δραματικά 24ωρα, ξεπερνά τα όρια μίας αριθμητικής καταγραφής, αν και μόνο το άκουσμα της, 40.000 και πλέον στρέμματα, προκαλεί τρόμο. Γιατί πριν από 48 ώρες υπήρχε ένα σπάνιο οικοσύστημα, σχηματισμένο στα βάθη του γεωλογικού χρόνου, προτού καν εμφανιστούν στη Γη οι πρόγονοι του ανθρώπου, που άλλαξε αμέτρητες φορές μορφή στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν, που έγινε το σπίτι δεκάδων ενδημικών ειδών χλωρίδας και πανίδας.
Ενας κόσμος με θαυμαστή ποικιλομορφία, που ανέδιδε κάθε εποχή χρώματα και μυρωδιές, ένα ακάματο εργαστήριο βιοποικιλότητας που χάθηκε σε δύο μέρες και δύο νύχτες, σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου της γεωλογικής του ηλικίας. Και χάθηκε αθόρυβα γιατί τα πλατάνια, οι αριές, οι χνουδοβελανιδιές, οι κουμαριές, τα φυλίκια, οι αγριελιές, τα σχίνα, οι κοκκορεβυθιές, οι χαρουπιές, οι αγριοαμυγδαλιές, οι οστρυές, δεν βγάζουν καμία φωνή όταν η πύρινη λαίλαπα τα εκριζώνει από το αρχέγονο σπίτι τους, όπως φωνή δεν έχουν οι φιδαετοί, οι σφηκιάρηδες, οι γερακίνες, τα ξεφτέρια, τα σαΐνια, τα διπλοσάινα, οι πετρίτες και βραχοκιρκίνεζα.
Οι μόνες φωνές που ακούγονταν ήταν οι εκκλήσεις φόβου από τους ανθρώπους που έβλεπαν από μακριά, από εκείνους που είχαν περιουσίες πιο κοντά στην καρδιά της καταστροφής, από εκείνους που άφηναν τα σπίτια τους μέσα στη νύχτα άρον άρον ξεφυσώντας την κάπνα και την καπνιά από τα αποτεφρωμένα δέντρα, φυτά, λουλούδια, ζώα, που όλα έγιναν στάχτη και σκορπίστηκαν στον αέρα και τη θάλασσα από τους ισχυρούς ανέμους.
Ατμητα τα απειροστά σωματίδια της ύλης που ποτέ δεν χάνεται και μετουσιώνεται σε κάτι άλλο για μία νέα αρχή, όμως οι κάτοικοι αυτού του οικοσυστήματος, οι ιδιοκτήτες του, έφυγαν για πάντα από το σπίτι τους και το σπίτι αυτό πια δεν υπάρχει.
Τα Γεράνεια με τον Πατέρα και τον Κιθαιρώνα είχαν μεγάλο ποσοστό ενδημικών ειδών, 8,8%, 8,5% και 8,4% αντίστοιχα όταν σε βουνά με μεγαλύτερο υψόμετρο όπως η Κυλλήνη με ύψος 2.376 μέτρα και ο Τυμφρηστός με ύψος 2.315 μέτρα παρουσιάζουν ποσοστό ενδημισμού 12% και 7,8% αντίστοιχα. Ο Παυσανίας ανέφερε ότι η χερσαία απόληξη της γης των Μεγάρων ονομάζονταν Γερανία γιατί το σχήμα της ήταν παρόμοιο με λαιμό γερανού.
Με κατεύθυνση από τα δυτικά προς τα ανατολικά το μήκος των Γερανείων φτάνει τα 30 χλμ., το πλάτος τα 13 χλμ. ενώ η περίμετρος του τα 125 χλμ. Στα βόρεια πέφτει απότομα στον Κορινθιακό, στα δυτικά απλώνεται μέχρι το ακρωτήριο Μελαγκάβι στο Ηραίο Περαχώρας, στα νότια δημιουργεί μικρούς λόφους μέχρι τις Σκυρωνίδες Πέτρες στην ακτή του Σαρωνικού και στα ανατολικά ενώνεται με την Μεγαρίτικη πεδιάδα.
Η ψηλότερη κορφή του βουνού είναι το Μακρυπλάγι, 1.351 μέτρα, και ακολουθούν η Ανώνυμη, 1.269 μέτρα και η Μεγάλη Ντούσκια, 1.068 μέτρα. Στα Γεράνεια υπάρχουν κοιλάδες, μικρές αλλά δυσπρόσιτες χαράδρες, απόκρημνες πλαγιές που καταλήγουν στη θάλασσα. Παρουσιάζει το βουνό κατακόρυφο διαμελισμό. Στο δυτικό και κεντρικό του τμήμα είχαν σχηματιστεί πολλές χαράδρες με μικρούς χειμάρρους, ενώ στο νοτιότερο τμήμα του όπου επικρατούν τα ασβεστολιθικά πετρώματα, οι διαβρώσεις σφυρηλάτησαν σπηλιές.
Πάνω από 1.000 είδη χλωρίδας διαβιούσαν σε αυτόν τον ορεινό όγκο λίγο πιο μακριά από την Αθήνα και περισσότερα από 80 είδη είχαν χαρακτηριστεί ενδημικά. Φύτρωναν κενταύριες, αγριογαρύφαλα, κυανές παπαρούνες, καμπανούλες αλλά και ορχιδέες.
Δεν υπήρχε κανένα τμήμα του βουνού που να μην προκαλεί θαυμασμό και αίσθημα ευφορίας σε όσους το επισκέπτονταν εξερευνώντας τον πλούτο του. Με τον δικό του τρόπο ήταν μία περιβαλλοντική μεγαλόπολη με τους κατοίκους της να μην σταματούν ποτέ τις δραστηριότητές του. Αλλοι την ημέρα άλλοι τη νύχτα. Τόσο κοντά στην πρωτεύουσα αλλά στην απρόσιτη από τον άνθρωπο δασώδη εξοχή του, ζούσαν μπούφουι, χουχουριστές, τυτούδες, κουκουβάγιες και γκιώνιδες.
Υπήρχαν εκεί η νησιώτικη πέρδικα, η μπεκάτσα, το τρυγόνι, το γιδοβύζι, ο κούκος, η βουνοσταχτάρα, ο τσαλαπετεινός, η σταρήθρα, η δεντροσταρήθρα, η ωχροκελάδα, η δεντροκελάδα, ο τρυποφράχτης, ο θαμνοψάλτης, το αηδόνι, ο κοκκινολαίμης, ο φοινίκουρος, ο καρβουνιάρης, ο σταχτοπετρόκλης, ο γαλαζοκότσυφας, η τσίχλα, η γερακότσιχλα, ο μαυροσκούφης, ο κοκκινοτσιροβάκος, ο πυρροβασιλίσκος, ο χρυσοβασιλίσκος, ο σταχτομυγοχάφτης, η ελατοπαπαδίτσα, ο κλειδωνάς, ο αιγίθαλος, και τόσα ακόμα.
Στα τρεχούμενα νερά και γύρω από αυτά υπήρχαν σαλαμάνδρες, φρύνοι, πρασινόφρυνοι, δεντροβάτραχοι, βαλκανοβάτραχοι και γραικοβάτραχοι. Χελώνες και φίδια όπως η κρασπεδοχελώνα, η μεσογειακή χελώνα, το κονάκι, η τρανόσαυρα, το σιλιβούτι, η τοιχόσαυρα, το λιακόνι, ο τυφλίτης, το σαμιαμίδι, ο αβλέφαρος, ο στεφανοφόρος, ο λαφιάτης, η δεντρογαλιά, ο σαπίτης.
Πριν μερικά χρόνια είχε αναφερθεί ότι στα Γεράνεια επανεμφανίστηκαν λύκοι, κάτι που σημαίνει ότι η περιοχή αυτή ήταν το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης που ζούσε το συγκεκριμένο είδος.
Αυτό το οικοσύστημα έσβησε και όλοι αυτοί οι οργανισμοί χάθηκαν για πάντα. Κάποιοι ίσως γλίτωσαν, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν άγνωστο για που. Την ίδια τύχη δεν είχαν αλεπούδες, πετροκούναβα, νυφίτσες, σκατζόχοιροι, λαγοί. Το έδαφος ζεματούσε, κάηκαν μέχρι και οι ρίζες, η μυρωδιά της τέφρας απλώθηκε εκεί που ανθούσαν οι ορχιδέες. Αμέτρητα είδη ζώων αποτεφρώθηκαν ξαφνικά, χωρίς διάθεση να φύγουν.
Ο κόσμος κάτω από τη βιόσφαιρα έγινε φτωχότερος και για τον νομό που ζει η μισή Ελλάδα, κάθε μέρα από εδώ και πέρα, στην εκπνοή της νύχτας, η τελευταία ανάσα με δυσκολία βγαίνει.