Το σπίτι με τις φοινικιές

Το σπίτι με τις φοινικιές

Συγγραφέας
Τίτσα Πιπίνου


Ρόδος, 1927.
Όταν η οικογένεια του Φιλήμονα Σαλίβερου μεταναστεύει απ’ το μικρό άγονο νησί τους στη Ρόδο για να συνεχίσουν τα τρία παιδιά το σχολείο, κανείς τους δεν διανοείται τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στη ζωή τους.

Κάιρο, 1934.
Η Μαρίνα, η όμορφη και περήφανη κόρη της οικογένειας Σαλίβερου, ταξιδεύει με προορισμό το Κάιρο για να μείνει στην εύπορη οικογένεια των θείων της. Εκεί θα γνωρίσει τον Ανδρέα Λίντον, έναν ανεξάρτητο και παθιασμένο με την περιπέτεια άνδρα, ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολέμου θα γίνει ήρωας.

Η ιστορία των οικογενειών Σαλίβερου και Λίντον ορθώνεται με αξιοπρέπεια μπροστά στη ματαίωση των ονείρων τους, στις διαψεύσεις, στα πάθη, στις φιλοδοξίες και στις απώλειες κατά τα δύσκολα χρόνια της Ιταλοκρατίας –σαν τις δύο πανύψηλες φοινικιές που στέκονται αγέρωχες μπροστά στην παλιά έπαυλη, δίνοντας μια ψευδαίσθηση αρχοντιάς ανάμεσα στα ρημαγμένα φτωχόσπιτα της γειτονιάς.

Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα – ψηφιδωτό που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και αφηγείται ιστορίες ανθρώπων των οποίων η ζωή παρασύρθηκε στη δίνη ιστορικών γεγονότων που συγκλόνισαν τον κόσμο.

Απόσπασμα Βιβλίου 

ΜEΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Οδός Σουλεϊμάν Μπάσα, Κάιρο
[1934]

Μικρό Παρίσι

ΟΤΑΝ Η ΜΑΡΊΝΑ ΣΑΛIΒΕΡΟΥ, στα δεκαπέντε της χρόνια, στάθηκε μπροστά στην πόρτα της θείας Ηλέκτρας στην ξακουστή οδό Σουλεϊμάν Μπάσα του Καΐρου, ήταν τόσο ταλαιπωρημένη απ’ το ταξίδι, που διατηρούσε ελάχιστα από την άψογη εικόνα της όταν με μεγάλες προσδοκίες επιβιβαζόταν στο ατμόπλοιο «Cervo» το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Ρόδος-Αλεξάνδρεια. Η αναμονή εκείνου του πρώτου μακρινού ταξιδιού της ζωής της, που οι περιγραφές των θείων της το έκαναν να φαντάζει μυθικό, την είχε αναγκάσει να ξαγρυπνά από αγωνία για νύχτες ολάκερες τον προηγούμενο καιρό, μέχρι να γίνουν οι απαραίτητες προετοιμασίες που απασχόλησαν όλη την οικογένεια για βδομάδες. Μπορεί αρχικά να τρόμαξε με την ιδέα να προχωρήσει στο αμετάκλητο βήμα, σε αυτό που θα την απομάκρυνε από την οικογένειά της για πάντα –γιατί ήταν σίγουρη ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ, ή αν επέστρεφε όλα θα είχαν αλλάξει–, να ζήσει σε μια παντελώς άγνωστη χώρα ανάμεσα σε ξένους ανθρώπους· η εναλλακτική της επιλογή όμως έμοιαζε ακόμη χειρότερη: να αφεθεί να μαραζώνει μες στη φτωχολογιά της γειτονιάς τους, δίχως προοπτικές. Είχε προλάβει να αντιληφθεί ότι σ’ αυτές τις συνθήκες δεν θα κατάφερνε να έχει ποτέ μιαν αξιοπρεπή εξέλιξη.
Φρόντισε να φορά μια λευκή πλισέ φούστα και μπλε σακάκι, ώστε να διαθέτει μια όσο το δυνατόν ταιριαστή ναυτική εμφάνιση, όπως είχε δει σ’ ένα περιοδικό μόδας. Η βαλίτσα  της δερμάτινη, η καλύτερη που υπήρχε στο κατάστημα του Εβραίου Κοέν, που τους την πούλησε μισοτιμής, γιατί πρέπει να την είχε πολύ καιρό απούλητη· ποιος πήγαινε ταξίδια εκείνα τα χρόνια και ποιος αγόραζε δερμάτινη βαλίτσα, κι όχι μία από κείνες τις φτηνές πάνινες που έδεναν μ’ ένα λουρί στην καλύτερη περίπτωση; Στη χειρότερη, υπήρχαν οι μπόγοι και οι παλιές μαξιλαροθήκες. Η οικογένεια αποφάσισε να διαθέσει αυτά τα χρήματα γιατί ήθελε η κόρη τους να κάνει καλή εμφάνιση σε τούτο το νέο ξεκίνημα της ζωής της.
Το ταξίδι από τη Ρόδο μέχρι την Αλεξάνδρεια αποδείχθηκε μακρύ κι εξουθενωτικό, κανείς δεν την προετοίμασε για τη ναυτία και τις συνθήκες στο πλοίο, που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα σκουριασμένο σαράβαλο, καμία σχέση με τα υπερωκεάνια που ταξιδεύεις στην Αμερική και στην Αυστραλία με τα φωτισμένα φινιστρίνια και τα τεράστια φουγάρα με τα ζωγραφισμένα σήματα της εταιρείας τους, που είχε δει σε διαφημιστικά φυλλάδια και περιοδικά – ονειρευόταν πως μια μέρα θα ταξίδευε με κάποιο από τούτα. Μόνο που ούτε αυτό γνώριζε, ότι δηλαδή όσοι είχε ακούσει να ταξιδεύουν με εκείνα τα υπερωκεάνια κοιμούνταν σε άβολες κουκέτες στα αμπάρια, που πιο πολύ έμοιαζαν με κρύπτες σε τάφους παρά με κρεβάτια, χωρίς να τους επιτρέπεται να εισέλθουν στα πολυτελή σαλόνια τα οποία προορίζονταν αποκλειστικά για τους επιβάτες της πρώτης θέσης, που είχαν ξοδέψει ένα σκασμό φράγκα ώστε να απολαμβάνουν αυτά τα προνόμια…

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Έγραψαν για “Το κορίτσι του Αλεσάντρο” 

«Διατηρώντας όλες τις φίνες εμμονές της –παραδεισένιους κήπους και παλιά ξενοδοχεία, όπως εκείνο το υπέροχο που είχαν οι δικοί της κάποτε, τη μοίρα και το σθένος των γυναικών, την ομορφιά του τόπου της που μεταλλάσσεται μέσα στο χρόνο και κινδυνεύει να χαθεί– η Τίτσα Πιπίνου αναφέρεται στα Δωδεκάνησα κατά την Ιταλική Κατοχή.»
–Ελένη Γκίκα, Φιλελεύθερος

«Η Τίτσα Πιπίνου γοητεύεται και γοητεύει με τη γραφή της, αναδεικνύοντας έναν κρυφό έρωτα σαν τους πολλούς εκείνης της εποχής, που άλλοι ευοδώθηκαν και άλλοι έμειναν για πάντα κρυφοί!»
–Ροδούλα Λουλουδάκη, Η Ροδιακή


Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Τίτσα Πιπίνου γεννήθηκε και ζει στη Ρόδο.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 με το βιβλίο Γυναίκα της σκιάς.
Συνολικά έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα, ένα δοκίμιο και ένα βιβλίο για παιδιά.
Διηγήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, λογοτεχνικά ημερολόγια και στον Τύπο, ενώ διατηρεί εδώ και χρόνια ραδιοφωνική εκπομπή για το βιβλίο.
Το 2019 κυκλοφό­ρησε από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος Το κορίτσι του Αλεσάντρο, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Βραβείων Public το 2019, στην κατηγορία «Αξέχαστος ήρωας».


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Ιστορικό – Εποχής 
ISBN : 978-960-645-178-2


Σχολιάστε εδώ