Τυχοδιωκτικό παιχνίδι Ερντογάν με τους Παλαιστινίους της Ισλαμιστικής Χαμάς
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Για μια φορά ακόμη, ο Ερντογάν, για να βγει από τη δύσκολη θέση στην οποία έχει περιέλθει, εσωτερικά και εξωτερικά, επιλέγει την επιθετική στρατηγική, με λάβαρο την Ισλαμιστική πλειοδοσία, την οποία έχει αναγάγει σε κρατική ιδεολογία της Άγκυρας.
Η Ουάσινγκτον, με την αναγνώριση της Αρμενικής γενοκτονίας και με άλλα μηνύματα –λιγότερο ηχηρά– που έχει στείλει, με τον νέο Πρόεδρο Μπάιντεν, δεν κρύβει τον εκνευρισμό της για τις πολιτικές Ερντογάν και την επιλογή της να μη συμβάλει στην περαιτέρω μακροημέρευσή του στην εξουσία. Ο Τούρκος Πρόεδρος εισπράττει την Αμερικανική αποστασιοποίηση ως άμεση απειλή, που μπορεί να έχει πολύ επικίνδυνες συνέπειες στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο, στην ήδη δοκιμαζόμενη οικονομία και στο Κουρδικό.
Σχετικά με το τελευταίο, δεν είναι τυχαίο που η Άγκυρα έσπευσε να αναλάβει μια νέα εισβολή στο Βόρειο Ιράκ, αμέσως μετά την αναγνώριση της Αρμενικής γενοκτονίας από τις ΗΠΑ. Η Άγκυρα κατατρύχεται από τον φόβο ότι οι ΗΠΑ βυσσοδομούν για τη δημιουργία Κουρδικού κράτους και σπεύδει να αναλάβει προληπτική δράση για την εκ των προτέρων ακύρωση τέτοιων σχεδίων και την καταστροφή των δομών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως εφαλτήριο και προγεφύρωμα για την εφαρμογή τους. Με το πνεύμα αυτό ανέλαβε στο πρόσφατο παρελθόν τις επιχειρήσεις κατά των Κούρδων της Συρίας, κατά μήκος των Τουρκο-Συριακών συνόρων, με στόχο να απομακρύνει από τις περιοχές αυτές τους Κουρδικούς πληθυσμούς, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη δημογραφική βάση μιας Αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής στη Συρία, εκτεινόμενης δυτικά μέχρι 40 χλμ. από τη Μεσόγειο.
Η εισβολή στο Βόρειο Ιράκ, με αφορμή την παρουσία του Κουρδικού PKK στην περιοχή του όρους Καντίλ, που λειτουργεί ως οχυρή βάση στα μετόπισθεν των ανταρτών του PKK στο Κουρδιστάν της Τουρκίας, δεν είχε την αναμενόμενη από το Τουρκικό Επιτελείο αίσια έκβαση. Οδήγησε, αντιθέτως, στην καθήλωση των Τουρκικών δυνάμεων και στην εμπλοκή τους σ’ έναν κλασικού τύπου ανταρτοπόλεμο, με σημαντικές Τουρκικές απώλειες.
Η Τουρκική υπεροψία, σύμφωνα με την οποία η τεχνολογική υπεροχή, με μη επανδρωμένα μαχητικά οχήματα, επιθετικά ελικόπτερα και μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς, θα οδηγούσε στη συντριβή των ανταρτών, διαψεύσθηκε. Οι Κούρδοι αντάρτες επέδειξαν ευρηματικότητα, μαχητικότητα και αμυντική προετοιμασία αξιοσημείωτη, με πυκνό δίκτυο υπογείων στοών και επικοινωνιών, που απεδείχθη ιδιαίτερα ανθεκτικό σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς, βολές πυροβολικού και αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις αεραποβάσεων.
Η Κουρδική αυτή αντοχή έχει στρατηγική σημασία για τον αγώνα τους και προαναγγέλλει έξαρση των επιχειρήσεών τους στο Κουρδιστάν της Τουρκίας, μόλις καταστεί εφικτός ο εξοπλισμός των Κούρδων με όπλα νέας γενιάς, που θα τους επιτρέπουν να αντιμετωπίζουν ευκολότερα τα μαχητικά ελικόπτερα και τα μη επανδρωμένα μαχητικά οχήματα, όπως επίσης τα τεθωρακισμένα μέσα του Τουρκικού στρατού.
Παίρνοντας τα νέα μηνύματα από την Ουάσινγκτον και διαπιστώνοντας το αδιέξοδο, το οποίο αντιμετώπιζε στα περισσότερα μέτωπα που άνοιξε, ο Ερντογάν προσπάθησε να βελτιώσει κατά πρώτο λόγο τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, που έχουν καθοριστικό χαρακτήρα για την Τουρκική οικονομία αλλά και τις σχέσεις της Τουρκίας γενικά με τη Δύση, και κατά δεύτερο λόγο να επαναρχίσει το διάλογο με δύο σημαντικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που έχουν αναπτύξει σχέσεις στρατηγικής συμμαχίας με την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ο διάλογος και με τις δύο χώρες κατέληξε σε αδιέξοδο γιατί η επιτυχία του θα προϋπόθετε ριζική επανεξέταση της πολιτικής Ερντογάν και της ιδεολογίας του καθεστώτος του. Για μεν το Ισραήλ θα προϋπόθετε εγκατάλειψη της αντι-Ισραηλινής Ισλαμιστικής προπαγάνδας και της εργαλειοποιήσεως για τον σκοπό αυτό των Παλαιστινίων της Ισλαμιστικής Χαμάς, όπως επίσης γενικότερα της Ισλαμιστικής προπαγάνδας, που απευθύνεται σε όλους τους Μουσουλμάνους και αποτελεί βασικό άρθρο πίστεως για τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, πάνω στους οποίους επενδύει πολιτικά ο Ερντογάν και θέλει να τους εκφράζει και να προβάλλεται ως ηγέτης τους.
Για την αποκατάσταση των σχέσεων με την Αίγυπτο, την οποία τόσο διακαώς επιθυμεί ο Ερντογάν, το τίμημα θα συνεπαγόταν δύο πολύ σημαντικές παραχωρήσεις, τις οποίες με τίποτα δεν θέλει να κάνει ο Ερντογάν. Η πρώτη θα αφορούσε τους δεσμούς της Τουρκίας με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου. Ο Ερντογάν δεν δέχθηκε ποτέ την ανατροπή του Μόρσι και δεν έπαψε να καταγγέλλει τον Στρατάρχη Αλ Σίσι ως πραξικοπηματία που ανέτρεψε μια δημοκρατικώς εκλεγμένη κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων.
Το δεύτερο τίμημα θα αφορούσε τη Λιβύη και την Τουρκική στρατιωτική παρουσία σ’ αυτήν. Η Αίγυπτος δεν μπορεί να δεχθεί την πολιτικοστρατιωτική εγκατάσταση της Τουρκίας στη Λιβύη, που θα αποτελούσε μόνιμο κίνδυνο για την Αίγυπτο και απαράδεκτη γεωστρατηγική απειλή στο πλευρό της. Δεν είναι γι’ αυτό απορίας άξιον ότι οι απόπειρες αποκαταστάσεως των σχέσεων τόσο με το Ισραήλ όσο και με την Αίγυπτο έπεσαν στο κενό. Και οι δύο χώρες βλέπουν με ανησυχία το ηγεμονικό και επεκτατικό Ισλαμιστικό όραμα του Ερντογάν. Το ενδεχόμενο επιβολής Τουρκικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο δεν ανησυχεί, δικαιολογημένα, μόνο την Ελλάδα και την Κύπρο, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Ανησυχεί επίσης τις δύο αυτές χώρες, που θεωρούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ως άμεση απειλή για την εθνική τους ασφάλεια.
Το περίεργο και κυριολεκτικά αλλόκοτο είναι η στάση, προσφάτως, των ηγεσιών των ΑΚΕΛ και ΔΗΣΥ στην Κύπρο, που χωρίς συναίσθηση των κινδύνων και χωρίς αιδώ για τη διαπραττόμενη εθνική αναξιοπρέπεια υποστηρίζουν αναφανδόν και άνευ προϋποθέσεων «λύση» δήθεν του Κυπριακού που θα έθετε ολόκληρη την Κύπρο υπό Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο. Άγονται απροκάλυπτα προς την πολιτική αυτή από την επιρροή του Βρετανικού παράγοντος, που έχει, βεβαίως, κάθε λόγο να θέλει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από ένα μόρφωμα δύο «ισοτίμων μερών», που δεν θα επέτρεπε καμιά πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία, αλλά θα εξασφάλιζε τον Τουρκο-Βρετανικό στρατηγικό έλεγχο πάνω σε ολόκληρο το νησί.
Είναι δυνατόν όταν ο Ερντογάν εκδηλώνει απροκάλυπτα την Ισλαμιστική και επεκτατική πολιτική του σ’ ολόκληρη την περιοχή, οι ηγεσίες των δύο κομμάτων στην Κύπρο να προβάλλουν ως «λύση» του Κυπριακού τον «συνεταιρισμό» με τον Ερντογάν και την Άγκυρα, με όρους «πολιτικής ισοτιμίας» με τους εγκάθετούς του στην Κύπρο;
Είναι δυνατόν επίσης να συμπράττει η Ελλάδα σε μια τέτοια πολιτική, αφήνοντας ελεύθερο και ασύδοτο τον Βρετανικό παράγοντα, στρατηγικό σύμμαχο της Άγκυρας, να διαμορφώνει τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό μέτωπο της Κύπρου και να συντάσσεται με τον ανίερο στόχο της καταλύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας;
Μετά την αποτυχία της εναλλακτικής πολιτικής του με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ο Ερντογάν επέστρεψε στη γνωστή επιθετική πολιτική του στοχεύοντας στη συγκράτηση αφενός και στον φανατισμό του πολιτικού του ακροατηρίου στο εσωτερικό και στην περιαγωγή των αντιπάλων του στο εξωτερικό σε δύσκολη θέση, μέσα από τη γνωστή τακτική της ιδεολογικής Ισλαμιστικής υπερφαλαγγίσεως. Ως εργαλείο για την άσκηση της πολιτικής αυτής επέλεξε τους Παλαιστινίους της Ισλαμιστικής Χαμάς, συναγωνιζόμενος το Ιράν, που συνεργάζεται και με τη Χαμάς, για λόγους πολιορκητικής πολιτικής κατά του Ισραήλ, παρά το γεγονός ότι η Χαμάς είναι Σουνιτικού δόγματος και η οργάνωση επιλογής του Ιράν στην περιοχή είναι η Σιιτική Χεσμπολάχ στον Λίβανο.
Η νέα έκρηξη του Μεσανατολικού, με πρωταγωνιστή στο προσκήνιο τη Χαμάς, προφανώς δεν είναι τυχαία και δεν οφείλεται μόνο στη Χαμάς. Η Τουρκία είναι έμμεσος υποκινητής, που δεν το κρύβει άλλωστε. Οι δηλώσεις Τούρκων επισήμων και οι ιαχές διαδηλωτών σε μαζικές κινητοποιήσεις σ’ όλες τις Τουρκικές πόλεις για την αποστολή Τουρκικών στρατευμάτων στην Ιερουσαλήμ, για να προστατεύσει τα Ιερά του Ισλάμ και ιδιαίτερα το τέμενος Αλ Ακσά, είναι εύγλωττες και ενδεικτικές. Ο Τούρκος Πρόεδρος, σε τηλεφώνημά του προς τον Ρώσο ομόλογό του Πούτιν, πρότεινε να αποσταλεί στην Ιερουσαλήμ διεθνής ειρηνευτική δύναμη για να προστατεύσει τους Παλαιστινίους και τα Ιερά του Ισλάμ.
Ο νέος κύκλος ένοπλης δράσεως, που ανέλαβε η Χαμάς, έχει αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά, που δεν συγκρίνονται με προηγούμενους γύρους. Οι αυτοσχέδιες ρουκέτες τύπου Κασσάμ, που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, και είχαν βεληνεκές μερικά χλμ., έχουν αντικατασταθεί από μεγάλο αριθμό βιομηχανοποιημένων ρουκετών, με βεληνεκές 120 και 160 χλμ. Εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν την περιορισμένη γεωγραφική έκταση του Ισραήλ, το βεληνεκές αυτό είναι επαρκές για την κάλυψη σχεδόν όλης της χώρας, ακόμη και αν δεν συνυπολογισθούν οι ρουκέτες αντίστοιχου βεληνεκούς της Χεσμπολάχ στον Λίβανο.
Το γεγονός αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα ακόμη και για το Ισραήλ, που έχει σε υπηρεσία το υπερσύγχρονο αντι-βαλλιστικό σύστημα «Σιδηρούς Θόλος», που αναχαιτίζει τα επερχόμενα βλήματα με ποσοστό επιτυχίας 90% – 95%.
Τα Ελληνικά Επιτελεία πρέπει να μελετήσουν προσεκτικά τη μαζική χρήση φθηνών βαλλιστικών και άλλων μέσων, που μπορούν να δημιουργήσουν μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση, εάν δεν υπάρχει πρόβλεψη από πριν για την αντιμετώπισή τους και έγκαιρη προμήθεια των αναγκαίων μέσων.
Η πολιτική αυτή Ερντογάν αποτελεί «φυγή προς τα εμπρός», με την ελπίδα ότι η αναζωπύρωση του Μεσανατολικού και της Αραβο-Ισραηλινής συγκρούσεως θα αναχαιτίσει την Αραβο-Ισραηλινή συνεργασία, που σημείωσε ένα μεγάλο άλμα με τις λεγόμενες «Συμφωνίες του Αβραάμ», θα ενισχύσει την αντι-Ισραηλινή τάση στους Αραβικούς λαούς των χωρών αυτών και θα προωθήσει την επιρροή και το γόητρο του Ερντογάν και της Τουρκίας ως πρωταγωνιστή του Ισλάμ και φίλου και προστάτη των Παλαιστινίων και των Μουσουλμανικών ιερών της Ιερουσαλήμ.
Προφανώς, η Άγκυρα, με την πολιτική αυτή, εξελίσσεται για το Ισραήλ, αλλά σ’ ένα μέτρο, και για τις ΗΠΑ, σε ένα άλλο Ιράν, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ