Η συντριβή της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων δεν ωφελεί επ’ ουδενί την οικονομία

Η συντριβή της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων δεν ωφελεί επ’ ουδενί την οικονομία

Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας


Με το νομοσχέδιο Μητσοτάκη – Χατζηδάκη φαίνεται ότι ολοκληρώνεται η κατεδάφιση του θεσμικού πλαισίου που ρύθμιζε τα εργασιακά θέματα και την αγορά εργασίας γενικότερα.

Το σύγχρονο αυτό πλαίσιο είχε δημιουργηθεί ουσιαστικά επί των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου. Το πενθήμερο – οκτάωρο – 40ωρο, η καθιέρωση των τεσσάρων εβδομάδων άδειας μετ’ αποδοχών (ν. 1346/1983), η επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης με στοιχεία καθολικότητας καθώς και ο ν. 1264/1982, για τον εκδημοκρατισμό και τη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος, αποτέλεσαν σπουδαίες στιγμές της κοινωνικής/εργατικής πολιτικής των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου τη δεκαετία του ’80.

Η σταδιακή απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων αρχίζει ουσιαστικά από την περίοδο των κυβερνήσεων Σημίτη (1996) και συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια, μέχρι το 2009, πριν από τη μνημονιακή περίοδο. Την περίοδο αυτή οι εργασιακές σχέσεις χαρακτηρίζονται από τη γενικευμένη θεσμοθέτηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως δανεισμός εργαζομένων, πρακτικές outsourcing κ.λπ. Όλες αυτές οι πρακτικές αποδυνάμωσαν την οργανωμένη εργασία σε επίπεδο συσχετισμού δυνάμεων, δικαιωμάτων και θεσμίσεων.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι η δυνατότητα διευθέτησης του χρόνου εργασίας, που αποτελεί κομβικό σημείο των εργασιακών σχέσεων, είχε προβλεφθεί, για πρώτη φορά, από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με τον ν. 1892/1990. Συνεχίστηκε με τον ν. 2874/2000 της κυβέρνησης Σημίτη και στη συνέχεια με τον ν. 3863/2010 της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου.

Όλες οι προηγούμενες διευθετήσεις, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, απαιτούσαν και τη σύμφωνη γνώμη του συνδικαλιστικού φορέα, διατηρώντας έτσι, in senso lato, τον χαρακτήρα της συλλογικής ρύθμισης. Το ποιοτικά διαφορετικό που φέρνει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη είναι ακριβώς ότι καταργείται η συλλογική ρύθμιση και εισβάλλει στο προσκήνιο η ατομική ρύθμιση.

Έτσι, οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου διαμορφώνουν ένα νέο εργασιακό υπόδειγμα, όπου το ατομικό κυριαρχεί, προκαλώντας αρνητικές συνέπειες στην παροχή θεσμικής προστασίας του συλλογικού εργατικού δικαίου (σύμβαση και διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων), στην άσκηση των δικαιωμάτων (απεργία) και στην αυτονομία των συνδικάτων.

Συγκεκριμένα, οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου αλλάζουν και ανατρέπουν όλες τις ισχύουσες μέχρι σήμερα παραμέτρους που προσδιορίζουν τα βασικά στοιχεία της εξαρτημένης εργασίας. Χρόνος, μισθοί – αμοιβές, χώρος και τρόπος προσφοράς της εργασίας (τηλεργασία) καθώς και το είδος της ευέλικτης παρεχόμενης εργασίας.

Τι επιδιώκεται με αυτό το νομοσχέδιο και συγκεκριμένα πώς αυτό υπηρετεί το οικονομικό υπόδειγμα που προσπαθεί να εφαρμόσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη; Νομίζω ότι η όλη προσπάθεια κατατείνει στη συντριβή της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, που μόνο μέσω της συλλογικής έκφρασης μπορεί να έχει αποτέλεσμα στην αντιπαράθεση-σύγκρουση με τις επιχειρηματικές ομάδες. Αυτό είναι αποδεδειγμένο ιστορικά τουλάχιστον τα τελευταία 150 χρόνια. Οι συντάκτες του νομοσχεδίου είτε είναι ανιστόρητοι, όταν δηλώνουν ότι ατομικά κάθε εργαζόμενος βρίσκεται σε ισοδύναμη θέση με τον εργοδότη του, είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στην πραγματική αγορά εργασίας, παρά μόνο ευκαιριακά σε διευθυντικές θέσεις, οι οποίες βρίσκονται στον αντίποδα από αυτές των εργαζομένων, είτε έχουν τέτοιο ιδεολογικό φανατισμό που αγνοούν ότι τα οικονομικά υποδείγματα που υπηρετούν δεν οδηγούν στους στόχους που έχουν θέσει, κάτι που πάλι ιστορικά αλλά και θεωρητικά έχει πληθώρα αποδείξεων.

Η λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, που επιδιώκεται από τους θιασώτες των νεοκλασικών οικονομικών, ξεκινά από τη σκέψη ότι το καπιταλιστικό σύστημα που ζούμε είναι ένα αρμονικό σύστημα στο οποίο δεν υπάρχουν συγκρούσεις –ειδικά μέσα στις επιχειρήσεις– αλλά και γενικότερα. Πρόκειται για μια εντελώς πλασματική εικόνα που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά ιστορική πραγματικότητα. Ούτε είναι δυνατόν να χαρακτηρίζεται η συλλογική έκφραση των εργαζομένων ως παρέμβαση μονοπωλιακής δύναμης που λειτουργεί διαστρεβλωτικά στη λειτουργία της υπάρχουσας ελεύθερης αγοράς (sic), όταν η χώρα μας κυριαρχείται αποκλειστικά από ολιγοπωλιακές καταστάσεις, οριζοντίως, καθέτως και διαγωνίως!

Η οικονομική επιδίωξη επί της ουσίας είναι η πλήρης παροχή ελευθερίας στις επιχειρήσεις από το βάρος της θεσμικής προστασίας της εργασίας, διότι με αυτόν τον τρόπο θα αυξηθούν οι επενδύσεις, οι θέσεις εργασίας και θα μεγεθυνθεί το εισόδημα.

Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω για ακόμη μια φορά δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Είναι γνωστόν ότι το σύστημα λειτουργεί σαν να βαδίζει στην κόψη του ξυραφιού. Ό,τι περιορίζεται από τις αμοιβές των εργαζομένων (η θεσμική μείωση της προστασίας των εργαζομένων μεταφράζεται εν πολλοίς σε μείωση και των αμοιβών τους), προκειμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής και οι τιμές ώστε να γίνουν ανταγωνιστικές οι επιχειρήσεις, αφαιρείται από το εισόδημά τους και άρα από τη ζήτηση της οικονομίας, με αποτέλεσμα ποτέ να μην επιτυγχάνονται οι τιθέμενοι στόχοι. Συνεπώς, δεν μπορεί να επέλθει μακροχρόνια σταθερή πορεία της οικονομίας με αποκλεισμό των εργαζομένων.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ