Οι εξάρχοντες της εθελοδουλίας στη Λευκωσία, οι παθητικοί θεατές των Αθηνών και οι βυσσοδομούντες Βρετανοί

Οι εξάρχοντες της εθελοδουλίας στη Λευκωσία, οι παθητικοί θεατές των Αθηνών και οι βυσσοδομούντες Βρετανοί


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Όσα έγιναν στην άτυπη Πενταμερή Διάσκεψη στη Γενεύη, κατά την Εβδομάδα των Παθών, 27 – 29 Απριλίου, δεν αποτέλεσαν έκπληξη. Η Τουρκική πλευρά τα είχε προαναγγείλει. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, που υποτίθεται ότι αυτός είχε την πρωτοβουλία για τη σύγκληση της Διασκέψεως, ήταν πλήρως ενημερωμένος. Γιατί τότε συγκάλεσε τη Διάσκεψη; Μα, γιατί και η Ελληνική πλευρά, Λευκωσία και Αθήνα, γνώριζε αλλά συμφώνησε να πάει σε μια τέτοια Διάσκεψη. Η Βρετανική πλευρά ήταν ο παρασκηνιακός σκηνοθέτης.

Εάν θέσει κανείς το ερώτημα γιατί η Ελληνική πλευρά δέχθηκε να συμμετάσχει σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου και συμφώνησε επιπλέον στη συνέχισή του, με μια νέα τέτοιου είδους Διάσκεψη, θα πάρει ως απάντηση ότι η Ελληνική πλευρά δεν μπορεί να μην ανταποκριθεί σε πρόκληση του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, δεν μπορεί να μην επιδεικνύει συνεχώς την προθυμία της για «λύση» και ότι πρέπει να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών, γιατί σε διαφορετική περίπτωση καραδοκεί ο κίνδυνος διεθνούς αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους και εποικισμού της Αμμοχώστου.

Ιδού όμως που έρχεται ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, στο προετοιμασμένο σκηνικό της Πενταμερούς Διασκέψεως, και θέτει ωμά και απροκάλυπτα θέμα αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους και αποαναγνωρίσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, με κατάργηση του περίφημου ψηφίσματος 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1964, που επιβεβαίωσε την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, μετά την Τουρκανταρσία του 1963-64, και των ψηφισμάτων 550 και 641, με τα οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας κατεδίκασε την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, τον Νοέμβριο του 1983.

Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ εδήλωσε μάλιστα, με απέραντο θράσος, ότι δεν θα δεχθεί συμμετοχή σε νέες διακοινοτικές συνομιλίες, εάν αυτές δεν συμφωνηθεί να γίνουν πάνω στη νέα βάση των δύο κρατών που προτείνει.

Η νέα Τουρκική θέση «ερμηνεύθηκε» παρασκηνιακά από τους Βρετανούς ότι δεν είναι απόλυτη, ότι ενέχει κίνηση τακτικής και ότι μπορεί να συμβιβασθεί με το συμφωνημένο πλαίσιο της διζωνικής ομοσπονδίας «με πολιτική ισότητα», υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν διαπραγματεύσεις για την αποσαφήνιση της έννοιας της «πολιτικής ισότητας», σε σχέση με τη διεκδικούμενη από την Τουρκική πλευρά «κυριαρχική ισότητα».

Ο Γ. Γραμματέας του ΟΗΕ Γκουτιέρες απέρριψε μεν ως βάση συζητήσεως τα δύο κράτη, επικαλούμενος τους όρους εντολής του, αλλά άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο «κοινού εδάφους» και, με βάση την εκτίμηση αυτή, δέχθηκε να συγκαλέσει νέα, άτυπη Πενταμερή, μετά από δύο – τρεις μήνες.

Στην Κύπρο, αμέσως μετά το τέλος της Διασκέψεως, εκπρόσωποι των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έσπευσαν να δηλώσουν σε δημοσιογραική διάσκεψη, για να «διασώσουν», προφανώς, τη δυναμική της Πενταμερούς και την προοπτική των διακοινοτικών συνομιλιών, ότι η Ελληνική πλευρά πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία και να κάνει την πρώτη κίνηση πάνω στο κρίσιμο θέμα της «πολιτικής ισότητας». Να δώσει δηλαδή στους Τουρκοκυπρίους την «πλήρη πολιτική ισότητα», όπως είχε προτείνει και πριν από την Πενταμερή ο Πρόεδρος του ΔΗΣΥ Αβέρωφ Νεοφύτου. Τι σημαίνει «πλήρης πολιτική ισότητα»; Προφανώς, κάτι ανάλογο με αυτό που εννοεί η Τουρκική πλευρά με τον όρο «κυριαρχική ισότητα», με τη διαφορά ότι τα δύο θα είναι σε συσκευασία ενός. Τα αποτελέσματα θα ήταν, προφανώς, τα ίδια. Καμία απόφαση δεν θα μπορούσε να ληφθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκικής πλευράς, δηλαδή της Άγκυρας, όσο και αν γίνεται προσπάθεια από τους καλοθελητές να συσκοτισθεί αυτή η πραγματικότητα, με ρητορεία για τους Τουρκοκυπρίους.

Με απλά λόγια, ο κίνδυνος για την Κύπρο δεν παρήλθε, με την αποτυχία της Πενταμερούς Διασκέψεως στη Γενεύη. Εξακολουθεί να επικρέμεται. Οι γνωστοί εξάρχοντες της ενδοτικής πολιτικής και της εθελοδουλίας, με πρωταγωνιστές τις ηγεσίες των δύο κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, προσπαθούν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι, ανεξάρτητα από το τι λέει και υποστηρίζει η Τουρκική πλευρά, είναι μονόδρομος η πολιτική των Πενταμερών Διασκέψεων με τις «Εγγυήτριες Δυνάμεις» και των διακοινοτικών συνομιλιών.
Εάν αναζητήσει κανείς να βρει μια λογική σ’ αυτή τη θέση, καταλήγει, δυστυχώς, στη διαπίστωση ότι η μόνη εξήγηση είναι η ιδεολογική και πολιτική αλλοτρίωση και η επιρροή που ασκεί στις ηγεσίες των δύο κομμάτων συγκεκριμένος ξένος παράγοντας.

Η Κύπρος σήμερα δεν είναι σε ανίσχυρη θέση, όπως περιήλθε το 1974, με το πραξικόπημα της χούντας και την Τουρκική εισβολή. Έχει ισχυρούς συμμάχους: Το Ισραήλ, που ήταν εχθρικό προηγουμένως, και είχε στρατηγική συμμαχία με την Άγκυρα. Την Αίγυπτο του Στρατάρχη Αλ Σίσι. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και, κατά δεύτερο λόγο, τη Σαουδική Αραβία, που ήταν στρατηγική σύμμαχος της Άγκυρας. Τη Γαλλία, που προεξάρχει στη Μεσόγειο κατά του Τουρκικού ηγεμονισμού και είναι στρατηγική σύμμαχος της Ελλάδος και της Κύπρου. Οι χώρες αυτές συνιστούν ένα μέτωπο κατά του Τουρκικού ηγεμονισμού στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, με γεωπολιτική προέκταση μέχρι την Ινδία, αντίπαλο του φιλοτουρκικού Πακιστάν.

Η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίζεται διεθνώς ως το νόμιμο και ενιαίο Κυπριακό κράτος και συμμετέχει με όλο το νόμιμο έδαφός του, περιλαμβανομένης δηλαδή και της κατεχόμενης Κύπρου, στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη και σε σχέση με τις ΗΠΑ, που πρωταγωνίστησαν στην τραγωδία του 1974, με τον περιβόητο Κίσιγνκερ, η κατάσταση έχει πολύ τροποποιηθεί από τότε. Η συμμαχία του Ισραήλ με την Ελλάδα και την Κύπρο επηρεάζει σημαντικά την Αμερικανική πολιτική στην περιοχή, όπως και η γνωστή εξέλιξη της Τουρκίας με τον Ερντογάν και τον Ισλαμιστικό ηγεμονισμό της. Ποιος λέει, π.χ., ότι το Ισραήλ δεν θα ανησυχούσε εάν ολόκληρη η Κύπρος περιερχόταν στον γεωπολιτικό έλεγχο της Άγκυρας; Ποιος λέει, επίσης, ότι δεν θα ίσχυε το ίδιο για την Αίγυπτο του Στρατάρχη Αλ Σίσι και μια σειρά άλλων χωρών, όπως, π.χ., η Γαλλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα;

Σε ό,τι αφορά το στρατιωτικό ισοζύγιο, που είναι ένας καθοριστικός παράγων πολιτικής, η υπάρχουσα κατάσταση δεν ήταν μοιραία και αναπόφευκτη. Είναι το αποτέλεσμα μιας ηττοπαθούς, ενδοτικής και ξενόπνευστης πολιτικής. Φτάσαμε στο σημείο η Εθνική Φρουρά να κάνει γυμνάσια ακόμη και με τις Βρετανικές ειδικές δυνάμεις. Πάλι καλά που δεν έκανε και με τις δυνάμεις του Αττίλα. Το γεγονός ότι κάνουμε γυμνάσια με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Γαλλία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, και φυσικά την Ελλάδα, εντάσσεται σε μια στρατηγική που σημαίνει ότι θεωρούμε τις χώρες αυτές ως φίλους και συμμάχους.

Οι Βρετανοί, στην περίπτωση της Κύπρου, είναι φίλοι και σύμμαχοι; Τυπικά ναι, αλλά ουσιαστικά όχι, γιατί είναι στρατηγικοί σύμμαχοι της Άγκυρας. Όχι μόνο στο παρελθόν αλλά και τώρα.
Ακόμα όμως και με όσα δεν έγιναν στον τομέα της άμυνας, που μπορούσαν να γίνουν, το στρατιωτικό ισοζύγιο, σε συνδυασμό με τις στρατηγικές συμμαχίες της Κύπρου και τη συνδρομή της Ελλάδος, μπορεί να καλύψει την Κύπρο. Γιατί, λοιπόν, ακολουθείται στο Κυπριακό μια τέτοια παράλογη και ανεδαφική πολιτική που οδηγεί στην υπαγωγή ολόκληρης της Κύπρου στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο;

Γιατί επιτρέπεται στον Βρετανικό παράγοντα, με το πρόσχημα της εγγυήτριας δυνάμεως, ιδιότητα την οποία δεν σεβάστηκε από το 1974 μέχρι σήμερα, να πρωταγωνιστεί σε Πενταμερείς και να βυσσοδομεί για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την οποία εγγυήθηκε, συνεργαζόμενη στενά με την Άγκυρα;
Γιατί δεν επανατοποθετείται το Κυπριακό στη βάση αυτού που συνιστά την ουσία του, της Τουρκικής δηλαδή εισβολής και κατοχής, και η Ελληνική πλευρά προσέρχεται, αντιθέτως, σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την αναγνώριση και νομιμοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων και την παραίτηση από θεμελιώδη ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα;

Η Αθήνα παριστάνει τον θεατή, όταν άλλες δυνάμεις, Τουρκία και Μ. Βρετανία, απεργάζονται καταστροφικά σχέδια για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Έχει αντιληφθεί η Αθήνα τι σημαίνουν για τους στρατηγικούς μας συμμάχους τα μηνύματα αδυναμίας που εκπέμπουν Αθήνα και Λευκωσία με τη στάση τους στο Κυπριακό; Δεν είναι δυνατόν να συζητάς με τις χώρες αυτές στρατηγικές συμμαχίες και από την άλλη να επιδεικνύεις σπουδή για δήθεν «λύση» στο Κυπριακό, που θα υπήγαγε ολόκληρη την Κύπρο υπό Τουρκικό αλλά και Τουρκο-Βρετανικό γεωπολιτικό έλεγχο;

Η Μ. Βρετανία, 60 περίπου χρόνια μετά την υποτιθέμενη αποχώρησή της, πιστεύει ότι μπορεί με τη βοήθεια των βάσεών της και μιας Κύπρου που δεν θα είχε πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία να επανέλθει δυναμικά ως στρατηγικός παράγων στην Ανατολική Μεσόγειο, αξιοποιώντας προς όφελός της το στρατηγικό κεφάλαιο της Κύπρου. Το τραγικό και επονείδιστο θα ήταν να επιτύχει η Μ. Βρετανία αυτόν τον στόχο με την εθνικά ανάξια σύμπραξη της Ελλάδος και της Κύπρου, με ψεύτικη σημαία μια δήθεν «λύση» του Κυπριακού.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ