Ανδρέας Λοβέρδος στο “Π”: Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμάζεται για τα επόμενα βήματα…

Ανδρέας Λοβέρδος στο “Π”: Η Ελλάδα πρέπει να προετοιμάζεται για τα επόμενα βήματα…

-Και να επιμείνει σε λύση με βάση τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ

Του
ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΒΕΡΔΟΥ
Βουλευτή Β1’ Βόρειου Τομέα Αθηνών,
Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του Κινήματος Αλλαγής


Οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας αποτελούν διαχρονικά το μείζον ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και με την έννοια αυτή η τελευταία επηρεάζεται από τις θεμιτές ή από τις ως επί το πλείστον αθέμιτες επιδιώξεις της γειτονικής χώρας. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω να παρουσιάσω αδρομερώς τους πιο σημαντικούς κατά την κρίση μου άξονες της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στην ενεστώσα γεωστρατηγική συγκυρία, με ιδιαίτερη όμως έμφαση στο κυπριακό ζήτημα.

Ως προς το Κυπριακό, η Τουρκία παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα και λειτουργεί με λογική διχοτόμησης. Η στάση της Τουρκίας αλλά και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας απέναντι στο Κυπριακό παραβιάζει κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας γιατί αντιφάσκει με όλες τις αποφάσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τόσο του Συμβουλίου Ασφαλείας όσο και της Γενικής του Συνέλευσης, για βιώσιμη λύση του Κυπριακού με βάση τη Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία. Επίσης, η διεκδίκηση της αναγνώρισης των Κατεχομένων σε κράτος παραβιάζει και τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ για την αναγνώριση του κράτους της εισβολής και της κατοχής.

Στο σημείο αυτό χρήσιμο είναι το εξής σχόλιο: Στα ομοσπονδιακά πολιτεύματα η πολιτική ισότητα των κρατιδίων, των πολιτειών, δηλαδή των επιμέρους υποκειμένων στην υπερκείμενη ομοσπονδιακή εξουσία, είναι δεδομένη. Και εκφράζεται με την ισότιμη εκπροσώπησή τους στο δεύτερο νομοθετικό σώμα, δηλαδή στη Γερουσία ή όπως αλλιώς αυτή κατονομάζεται στα διάφορα ομοσπονδιακά πολιτεύματα, π.χ., της Γερμανίας, των ΗΠΑ, της Αυστρίας κ.λπ. Η πολιτική ισότητα δεν συνεπάγεται, ωστόσο, την απόλυτη κάμψη της δημοκρατικής αρχής. Η πλειοψηφία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημοκρατική σύνταξη του κράτους και αυτή εξασφαλίζεται μέσα από ελεύθερες βουλευτικές εκλογές, από τις οποίες τελικά αναδεικνύεται και η κυβέρνηση στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στο προεδρικό και το ημιπροεδρικό πολίτευμα.

Με άλλα λόγια, η πολιτική ισότητα στο ομοσπονδιακό πολίτευμα δεν αναιρεί τη δημοκρατική αρχή. Απλώς, δι’ αυτής εξασφαλίζεται μια σχετική αυτοτέλεια των υποκειμένων βουλήσεων των κρατιδίων, που εκφράζεται στο δεύτερο νομοθετικό σώμα, καθώς και η διατήρηση αρμοδιοτήτων σε σοβαρά μεν θέματα, όπως, λ.χ., η εκπαίδευση, που δεν ανήκουν όμως στον σκληρό πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Συνεπώς, στις ομοσπονδίες ισορροπούν τόσο η ισότητα και η ισοδυναμία της βούλησης των πολιτών όσο και η ισότητα των επιμέρους κρατιδίων. Η ισορροπία αυτή επιτεύχθηκε σταδιακά μέσα στους αιώνες λειτουργίας των ομοσπονδιακών πολιτευμάτων και έτσι συνυπάρχει σε αυτά τόσο η δημοκρατία όσο και η αποτελεσματικότητα.

Η τουρκική και η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν μιλούν όμως για Ομοσπονδία. Οι μεν Τουρκοκύπριοι ζήτησαν στη Γενεύη την αναγνώρισή τους ως κράτος, δηλαδή αποστασιοποιήθηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο από τη λύση που προωθεί ο ΟΗΕ, η δε Τουρκία, υπό τον τίτλο της πολιτικής ισότητας, μιλά ανοικτά για Συνομοσπονδία. Και οι δύο όμως αυτές εκδοχές σημαίνουν στην πράξη τη διχοτόμηση της Κύπρου. Και ακόμη χειρότερα, οι Τούρκοι μιλούν και για κυριαρχική ισότητα. Δηλαδή πρώτα να κατοχυρωθεί η διχοτόμηση και μετά να ερευνηθεί εάν υπάρχουν προϋποθέσεις μιας Συνομοσπονδίας.

Η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί μια τέτοια «λύση». Σε καμία περίπτωση. Τώρα που το καθεστώς Ερντογάν παρακμάζει, τώρα που η αμερικανική διοίκηση Μπάιντεν δεν συγχωρεί στην Τουρκία τα παιχνίδια περιφερειακής ισχύος μέσα από τον άξονα Μόσχας – Άγκυρας – Τεχεράνης, τώρα που το παιχνίδι της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή την οδήγησε σε απομόνωση, η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει στις λύσεις που προκύπτουν από τα Ψηφίσματα του ΟΗΕ. Στον βαθμό που διατηρείται ακόμη –και κακώς, γιατί η Κυπριακή Δημοκρατία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ– στην Ελλάδα, στην Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο το καθεστώς της εγγυήτριας χώρας, εμείς πρέπει να επιμείνουμε αταλάντευτα στη λύση της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, αποδεχόμενοι ως βάση έναρξης των διαπραγματεύσεων τα σημεία Γκουτιέρες, τις θέσεις Χριστόφια – Έρογλου ή τα ίδια τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως χαρακτηριστικά πρότεινε πριν από την Πενταμερή της Γενεύης ο Πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης.

Ως προς το Αιγαίο, απ’ όλα όσα δημοσίως προέκυψαν μετά την πρόσφατη δημόσια αντιπαράθεση Δένδια – Τσαβούσογλου ένα θέμα ξεχωρίζω και αναδεικνύω: Η υπογράμμιση από την ελληνική πλευρά πως η περιφρόνηση της Τουρκίας στο Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί θέμα Τουρκίας – ΕΕ και όχι ελληνοτουρκικό ζήτημα αποτέλεσε μια πολύ σοβαρή ενέργεια που υπηρετήθηκε από τη λεγόμενη «δημόσια διπλωματία».

Επιλογικά, σε ό,τι τώρα αφορά το μέλλον: Η Τουρκία το 2020 δεν ήταν απλώς προκλητική, ήταν επιθετική. Επειδή όμως σήμερα το πρόβλημά της είναι πρωτίστως η Αμερική, δεν εκτιμώ ότι το προσεχές χρονικό διάστημα η Τουρκία θα κλιμακώσει τις επιθετικές της ενέργειες. Επί Προεδρίας Τραμπ ο Ερντογάν διαμόρφωσε έναν άξονα με τη Μόσχα και την Τεχεράνη, που σήμερα, με τον Μπάιντεν, του δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή η Τουρκία επιμένει στην προσπάθεια να εκπέμψει μηνύματα διαλλακτικότητας, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι επί του παρόντος δεν πρόκειται να δούμε επιθετικές συμπεριφορές αντίστοιχες με εκείνες του 2020.

Επιλογικά, ωστόσο, επισημαίνω ότι η συγκυρία που μόλις περιέγραψα δεν μεταφράζεται σε εγκατάλειψη από πλευράς Τουρκίας των στόχων της και σε αλλαγή των πρακτικών της μακροπρόθεσμα και ότι μια παρέμβαση δημόσιας διπλωματίας δεν ισοδυναμεί με οριστική επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία. Προφανώς! Γι’ αυτό και εκτιμώ ότι η Ελλάδα πρέπει να προετοιμάζεται και για τα επόμενα βήματα.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ