Πράσινη ανάπτυξη; (Αν ναι, για ποιους;) – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η κλιματική αλλαγή βρίσκεται στο κέντρο όλων των συζητήσεων για την οικονομία αλλά και την εξωτερική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την περασμένη εβδομάδα αίσθηση προκάλεσε το άρθρο του εκτελεστικού αντιπροέδρου της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς και του επιτετραμμένου Εξωτερικών Υποθέσεων και Ασφάλειας της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ για το θέμα. Τίτλος του «Η Γεωπολιτική της Κλιματικής Αλλαγής». Δεδομένης της σημασίας του θέματος αλλά και της διάθεσης σημαντικών κονδυλίων (όταν υπάρξουν) του Ταμείου Ανάπτυξης σε «πράσινες επενδύσεις», αξίζει τον κόπο να αναζητήσουμε τι κρύβεται πίσω από αυτές τις πολιτικές.
Όπως και να το κάνουμε, προκαλεί ερωτηματικά το γεγονός ότι την ίδια ώρα που η ΕΕ κόπτεται για το περιβάλλον, δείχνει απρόθυμη να άρει, ακολουθώντας τις ΗΠΑ αλλά και τη Γαλλία, που είναι μέλος της, τα δικαιώματα των φαρμακευτικών εταιρειών στην παραγωγή εμβολίων για την COVID-19. Επίσης, αίσθηση προκαλεί η προσπάθεια να συνδεθεί η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με τη συμμετοχή της Ελλάδας στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Το άρθρο των Τίμερμανς και Μπορέλ είναι διαφωτιστικό για όλα αυτά τα θέματα. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Οι συντάκτες του μας πληροφορούν ότι ο ευρωπαϊκός Νόμος για την Κλιματική Αλλαγή, που ψηφίσθηκε πρόσφατα, στοχεύει στον περιορισμό της εκπομπής αερίων κατά 50% μέχρι το 2030 και την πλήρη κατάργησή της μέχρι το 2050. Κανείς δεν μπορεί να είναι αντίθετος με αυτήν την επιδίωξη. Όμως λίγες γραμμές παρακάτω αποκαλύπτονται τα κίνητρα. Το άρθρο επισημαίνει ότι η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, κάρβουνο κ.λπ.) θα σημάνει την ενεργειακή αυτάρκεια της Ένωσης και την εξοικονόμηση κάπου 380 δισ. ευρώ ετησίως σε εισαγωγές καυσίμων. Με άλλα λόγια, το σχέδιο περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα είναι στην πραγματικότητα ένα σχέδιο ισχυροποίησης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων απέναντι στον εξωτερικό ανταγωνισμό και στην εξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια.
Η διαπίστωση γεννά το εύλογο ερώτημα: Ποιος πληρώνει για την πράσινη ανάπτυξη; Οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσπαθούν να μας πείσουν ότι αφού ο περιορισμός των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής μας ευνοεί όλους, όλοι πρέπει να συνεισφέρουμε στην εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Θέλουν να εξασφαλίσουν ότι το κόστος των επενδύσεων θα βαρύνει τις κοινωνίες, ενώ τα κέρδη θα καταλήξουν στις τσέπες των επιχειρήσεων. Σε αυτήν την επιδίωξη εντάσσεται και η ενσωμάτωση μέτρων όπως η κατάργηση του οχταώρου στις προϋποθέσεις εκταμίευσης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Κοντολογίς, είναι μια πολιτική με ταξικό πρόσημο.
Όμως πέρα από την κοινωνική – ταξική διάσταση υπάρχει και το θέμα της κατανομής των επενδύσεων ανάμεσα στις χώρες-μέλη της Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, αρκετοί οικονομολόγοι, όπως ο Ντάνιελ Έχενγκριν του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ ή η Μέγκαν Γκριν του Χάρβαρντ, έχουν υποστηρίξει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να στηρίξουν μέσα από προγράμματα επαναγοράς ομολόγων τις πράσινες επενδύσεις. Δεν πρόκειται για κάποιο σοσιαλιστικό μέτρο. Αυτό που προτείνουν είναι οι επιχειρήσεις να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις με κίνητρα και στήριξη των κεντρικών τραπεζών.
Θα περίμενε κάποιος οι οικολογικά ευαίσθητοι Ευρωπαίοι να αγκαλιάσουν αυτές τις προτάσεις. Αμ δε, ο κ. Ντάνιελ Γκρος του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής έσπευσε να κατακεραυνώσει τους προαναφερθέντες λέγοντας ότι αυτές οι πολιτικές μεταφέρουν το βάρος της ευθύνης των κυβερνήσεων στις κεντρικές τράπεζες και ως εκ τούτου καταργούν την ανεξαρτησία τους. Αναφέρω για την Ιστορία ότι η ΕΚΤ έχει αγοράσει και συνεχίζει να αγοράζει τρισεκατομμύρια κρατικών και εταιρικών ομολόγων. Αυτά δεν καταργούν την ανεξαρτησία της, κύριε Γκρος;
Προφανώς, τα περί ανεξαρτησίας είναι καυγάς για το πάπλωμα. Η αλήθεια είναι ότι οι Βορειοευρωπαίοι θέλουν οι επιχειρήσεις τους να έχουν τον πρώτο λόγο στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Το μεγαλύτερό τους πλεονέκτημα για τον σκοπό αυτό είναι ότι το τραπεζικό τους σύστημα, εν αντιθέσει με αυτό των χωρών του Νότου, μπορεί να τις στηρίξει. Αν η ΕΚΤ εγγυηθεί τα ομόλογα των πράσινων επενδύσεων, τότε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των πλούσιων χωρών της Ένωσης περιορίζεται σημαντικά, αφού και οι τράπεζες του Νότου θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις αυτές.
Υπάρχει όμως και ένα τελευταίο ερώτημα: «Πόσο οικολογικές είναι εντέλει αυτές οι πολιτικές και για ποιους;». Στο άρθρο των Τίμερμανς και Μπορέλ αναφέρεται ξεκάθαρα ότι οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου προορίζονται για την παραγωγή ηλιακής, αιολικής και ανανεώσιμης ενέργειας. Ήδη οι κάτοικοι της Πελοποννήσου, της Κρήτης και αρκετών νησιών έχουν ξεσηκωθεί απέναντι στην περιβαλλοντολογική καταστροφή που συνοδεύει αυτές τις «επενδύσεις». Όμως η ελληνική κυβέρνηση κωφεύει, έχοντας επιμερίσει σημαντικό μέρος των πολυαναμενόμενων κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης για την επιχορήγηση αυτών των δραστηριοτήτων. Οι κακές γλώσσες μάλιστα λένε ότι οι αδειοδοτήσεις και οι επιχορηγήσεις αφορούν πολιτικούς της φίλους. Είναι δυνατόν οι τοπικές κοινωνίες να μην έχουν λόγο για αυτές τις επενδύσεις, όταν μάλιστα καλούνται να πληρώσουν και ένα μεγάλο μέρος του κόστους που τις συνοδεύει; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι επιχορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποπληρωθούν με πράσινους φόρους, που θα επιβάλει η Κομισιόν στο άμεσο μέλλον.
Συμπερασματικά, οι πολιτικές της πράσινης ανάπτυξης είναι ως επί το πλείστον ψευδεπίγραφες. Χρησιμοποιούν την ανάγκη της προστασίας του περιβάλλοντος για να δημιουργήσουν νέες πηγές κέρδους και νέα βάρη για τις κοινωνίες. Ο κοινωνικός έλεγχος και η αποσύνδεση των επιχορηγήσεων από μέτρα που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση και τα εργασιακά δικαιώματα είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να θέσουν οι λαοί για την εφαρμογή τους.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ