Ν. Κιουτσούκης στο “Π”: Αναγκαίο ένα εργασιακό νομοσχέδιο στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής κανονικότητας και όχι της οπισθοδρόμησης

Ν. Κιουτσούκης στο “Π”: Αναγκαίο ένα εργασιακό νομοσχέδιο στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής κανονικότητας και όχι της οπισθοδρόμησης

Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗ
Γενικού Γραμματέα ΓΣΕΕ


Η δεκαετής περιπέτεια της Ελλάδας στις συμπληγάδες των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής και η ανάλυση των δυσμενών επιπτώσεών τους, η υφιστάμενη πανδημική κρίση και η διαχείριση του υφεσιακού της αντικτύπου στην πραγματική οικονομία, την αγορά εργασίας και την κοινωνική συνοχή αναδεικνύουν την επιτακτική ανάγκη σύναψης ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου».

Το επικείμενο εργασιακό νομοσχέδιο και οι προωθούμενες ρυθμίσεις θα καθορίσουν σε έναν βαθμό τη δυνατότητα επίτευξης της νέας αυτής «κοινωνικής συμφωνίας» και το πρόσημό της στον επιβεβλημένο μετασχηματισμό του εγχώριου αναπτυξιακού και παραγωγικού υποδείγματος.

Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον ραγδαίων μεταβολών και ανακατατάξεων, με καταλύτη την 4η Βιομηχανική Επανάσταση, η διαμόρφωση όρων οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας συνιστά κορυφαίο διακύβευμα.

Η διασφάλιση αξιοπρεπών και δίκαιων αποδοχών προβάλλεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως συστατικό στοιχείο του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου ενώ η υιοθέτηση μέτρων διεύρυνσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου αξιολογούνται ως απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναστροφή της αυξανόμενης πόλωσης των εισοδημάτων (χάσμα πλουσίων και φτωχών), τη μείωση της εργασιακής φτώχειας και την αναβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, η συλλογική αυτονομία, η προστασία των εργασιακών σχέσεων, η δημιουργία νέων θέσεων πλήρους και σταθερής απασχόλησης, η επάρκεια των μισθών, η συνδικαλιστική δράση και τα εργαλεία της εντάσσονται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής κανονικότητας. Απαιτείται, λοιπόν, να βρεθούν στο επίκεντρο –και όχι στο περιθώριο– της εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.

Η νοσηρή ιδεοληπτική αντιμετώπισή τους την προηγούμενη δεκαετία και η στοχοποίησή τους ως θεσμικά εμπόδια ή αγκυλώσεις για τη δήθεν αύξηση της ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση επενδυτικού ενδιαφέροντος είναι ένα αναχρονιστικό και αποδεδειγμένα αδιέξοδο αφήγημα, που στρέφεται ενάντια σε κάθε σοβαρό μεταρρυθμιστικό εγχείρημα, απέναντι σε κάθε πρόκληση εκσυγχρονισμού του εργατικού δικαίου για την επίτευξη της βέλτιστης δυνατής ισορροπίας ανάμεσα στην άνοδο της παραγωγικότητας και στη θωράκιση της εργασιακής δικαιοσύνης.

Σε αυτό το πλαίσιο διεξάγεται και αυτή η πρώιμη –αφού δεν έχει λάβει τελική μορφή για να τεθεί προς δημόσια διαβούλευση– αποτίμηση των προωθούμενων μέτρων του επικείμενου εργασιακού νομοσχεδίου.

Από τις δημοσιοποιημένες επίσημες προθέσεις ή διαρροές προκύπτουν ευκαιρίες και απειλές που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά μείζονος σημασίας ζητήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, της μεγάλης, δηλαδή, παραγωγικής δύναμης και πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας.

Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τις Επιθεωρήσεις Εργασίας στον ΟΜΕΔ αφενός υποβαθμίζει το ΣΕΠΕ και αφετέρου θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα σύγχυσης από αυτά που θα επιλύσει, εντείνοντας τις υπάρχουσες ανεπάρκειες. Ο ΟΜΕΔ άλλωστε δεν διαθέτει τις απαραίτητες δομές ανάληψης ενός τέτοιου ρόλου, ενώ λειτουργεί ως ανεξάρτητος φορέας επίλυσης συλλογικών διαφορών μεταξύ εργοδοτών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Στην αντίπερα όχθη, η όποια διευθέτηση του χρόνου εργασίας πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά ως προϊόν Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (επιχειρησιακών, κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ με την αρχή της ευνοϊκής ρύθμισης) και σε καμιά περίπτωση να μην εξελιχθεί σε πεδίο ατομικής συμφωνίας. Μια τέτοια ρύθμιση θα πλήξει την καρδιά του εμβληματικού ν. 1876/1990, που φέρει την υπογραφή και την αποδοχή του συνόλου των τότε πολιτικών κομμάτων της χώρας αλλά και των συνδικαλιστικών παρατάξεων.

Με τον μεμονωμένο εργαζόμενο να είναι ο αδύναμος πόλος της εργασιακής σχέσης, η ατομική συμφωνία θα μεταφράζεται σε εκβιαστική απαίτηση του εργοδότη και η μη υπογραφή της θα ενεργοποιεί απολύσεις ή βλαπτικές μεταβολές. Ταυτόχρονα, θα συνεπάγεται μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, άρα των δημοσίων εσόδων και της καταναλωτικής ικανότητας, σε μια περίοδο που η αύξηση της εγχώριας ζήτησης είναι πολύτιμη για τη στήριξη της εσωτερικής αγοράς.

Η ανεξέλεγκτη αύξηση των ορίων της νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης (ισχύουν 120 ώρες/έτος σε εμπόριο – υπηρεσίες και 96/έτος σε βιομηχανία – βιοτεχνία) θα οδηγήσει στην κάλυψη μόνιμων –και όχι έκτακτων– αναγκών των επιχειρήσεων με υπερωρίες αντί προσλήψεων. Συνεκτιμώντας τον υπαρκτό κίνδυνο μαζικών πτωχεύσεων και απώλειας θέσεων εργασίας λόγω των συνεπειών της πανδημίας (πρόβλεψη του διοικητή της ΤτΕ), το εν λόγω προωθούμενο μέτρο θα επιφέρει αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, με διάχυτες αρνητικές προεκτάσεις.

Η δυνατότητα επιλογής μεταξύ της επαναπρόσληψης ή της λήψης πρόσθετης αποζημίωσης οφείλει να θεσμοθετηθεί ως αποκλειστικό δικαίωμα του καταχρηστικά απολυμένου εργαζόμενου (άτυπα ήδη συμβαίνει). Οποιαδήποτε αδιανόητη παροχή δυνατότητας στον εργοδότη να παρακάμπτει με κάποια μηνιάτικα την απόφαση της δικαιοσύνης, νομιμοποιώντας παράνομες απολύσεις, ανοίγει κερκόπορτα εκδικητικών και αναίτιων απολύσεων κυρίως με την πρακτική ψευδομηνύσεων. Είναι ξεκάθαρο ότι έτσι θα ευνοείται η παρασιτική έναντι της υγιούς επιχειρηματικότητας. Όλοι γνωρίζουμε την ιστορία στη Βιομηχανία Φωσφορικών Λιπασμάτων, συμφερόντων Λαυρεντιάδη.

Η απεργία είναι ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο συνδικαλιστικό δικαίωμα. Η κήρυξή της αποφασίζεται δημοκρατικά και πλειοψηφικά από τα μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Συμμετοχή μη μελών στις διαδικασίες (διά ζώσης ή ηλεκτρονικής) ψηφοφορίας δεν μπορεί να υπάρξει. Πώς αυτοί που δεν είναι μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης θα ψηφίζουν για μια απόφαση που αφορά την οργάνωση, η οποία αναλαμβάνει και την ευθύνη; Κάθε τέτοια σκέψη στερείται συνταγματικής λογικής, παραβιάζοντας θεμελιώδεις συνδικαλιστικές ελευθερίες.

Αντίστοιχα, η έννοια του προσωπικού ελάχιστης εγγυημένης λειτουργίας πέρα από το προσωπικό ασφαλείας, με την οποία, αν εφαρμοστεί, θα εισαχθεί καταχρηστικά η απαγόρευση της καθολικής συμμετοχής στην απεργία, δημιουργώντας έναν απεργοσπαστικού τύπου μηχανισμό.

Τα συνδικάτα απέδειξαν περίτρανα την υπευθυνότητα και τον σεβασμό τους στις κοινωνικές ανάγκες, με αποκορύφωμα την περίοδο της πανδημίας.

Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, με ρυθμίσεις και όχι απορρυθμίσεις, που δημιουργούν πολλαπλασιαστικά οφέλη για τους πολλούς και ξεβολεύουν λίγους, πρέπει να καταστεί όχημα για τη δίκαιη μετάβαση της πατρίδας μας σε μια νέα εποχή μακροπρόθεσμα διατηρήσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, στην προοπτική της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της συλλογικής προκοπής, στην κανονικότητα του υγιούς ανταγωνισμού, των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, των αξιοπρεπών όρων αμοιβής και εργασίας, της αναδιανομής ευκαιριών, της συναίνεσης και συνένωσης δυνάμεων.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ