Προτάσσονται τα εύκολα και αποκρύπτονται τα δύσκολα – Του Κώστα Μελά
Του
ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
Καθηγητή Οικονομίας
Η κυβέρνηση, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, παρουσίασε τον σχεδιασμό της –τους στόχους και τις δράσεις– για την επανεκκίνηση και τις μελλοντικές εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας.
Όπως ανακοίνωσε ο υπουργός, οι βασικοί στόχοι της κυβέρνησης είναι οι ακόλουθοι:
1ος στόχος: Η επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης την περίοδο 2021 – 2024, ετησίως και κατά μέσο όρο, πάνω από 4,4%. Πρόκειται για μια φιλόδοξη εκτίμηση που βεβαίως στηρίζεται σε μέγιστο βαθμό στην αναμενόμενη εισροή των 32 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, που θα αποτελέσουν, είτε ως δημόσιες επενδύσεις είτε ως συμμετοχή στις ιδιωτικές επενδύσεις, τον βασικό παράγοντα που θα επιτρέψει την επίτευξη των υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης. Αυτό φαίνεται καθαρά από τα στοιχεία που παρουσίασε ο υπουργός, δεδομένου ότι ουσιαστικά οι εκτιμώμενοι ρυθμοί μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου την αναφερομένη περίοδο κυμαίνονται, κατά μέσο όρο, ετησίως πάνω από το 15%. Το να γίνονται μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις εν μέσω υψηλής αβεβαιότητας δεν είναι ό,τι καλύτερο, αλλά, παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τρεις βασικές προϋποθέσεις (υπάρχουν και πολλές άλλες, αλλά έχουν ήδη αναφερθεί στη δημόσια συζήτηση): Τα ώριμα έργα, η διοικητική επάρκεια των οργανισμών που θα αναλάβουν την εκτέλεσή τους, κατά πόσον η δημόσια διοίκηση μπορεί να ανταποκριθεί, το σύντομο διάστημα του προγράμματος κ.λπ.
Για να μπορέσουν οι πόροι του Ταμείου να μπορέσουν να συμβάλουν τα μέγιστα θα πρέπει να υπάρξει ένας πολύ δύσκολος συνδυασμός των εξής σημαντικών προϋποθέσεων:
– Όλοι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης (και τα 32 δισ. ευρώ) θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, συμπεριλαμβανομένων των δανείων.
– Οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές πρέπει να είναι τόσο υψηλοί όσο υποδηλώνουν οι επίσημες εκτιμήσεις και για να γίνει αυτό θα πρέπει η νομισματική αλλά και η δημοσιονομική πολιτική να παραμείνουν ευνοϊκές για μεγάλο διάστημα ακόμη.
– Οι τράπεζες πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, με τον κίνδυνο αύξησης των πτωχεύσεων των εταιρειών λόγω της πανδημίας, που θα χτυπήσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών, να θέτει σημαντικά εμπόδια σε αυτό.
2ος στόχος: Η επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Δημοσιονομική βελτίωση από το 2022 και ικανοποιητικά, ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Σημειώνουμε ότι το πρωτογενές έλλειμμα το 2020 έκλεισε περίπου στο 7% του ΑΕΠ και για το 2021 εκτιμάται ότι θα κλείσει περίπου στο 5,5% (το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα κλείσει στο 6% του ΑΕΠ, λίγο υψηλότερα από την εκτίμηση της Τραπέζης της Ελλάδος για 5,3%). Από το 2022 η κυβέρνηση θέλει να επανέλθει σε πρωτογενή πλεονάσματα, μέχρι και 1%, και από το 2023 σε πρωτογενή πλεονάσματα γύρω στο 2%, έτσι ώστε να είναι σε συμφωνία με το απαιτούμενο ύψος που προκύπτει από τον συμφωνημένο τρόπο διαχείρισης του δημοσίου χρέους με τους δανειστές. Η δημοσιονομική προσαρμογή γίνεται εμφανής και από την εκτίμηση για μείωση της δημόσιας κατανάλωσης, κατά μέσο όρο ετησίως -1,5% την περίοδο 2022 – 2024.
3ος στόχος: Η επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινα» δάνεια) μέχρι το τέλος του 2022. Πρόκειται επίσης για ένα φιλόδοξο στόχο, ο οποίος τίθεται εν αμφιβόλω κυρίως από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία επισημαίνει τα εξής:
«Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος “Ηρακλής” εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας σε χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, με ταυτόχρονη επιδείνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν περιλαμβάνουν τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι η εν λόγω εισροή νέων ΜΕΔ θα κυμανθεί σε περίπου 8-10 δισ. ευρώ (η κυβέρνηση προβλέπει 4-5 δισ. ευρώ), ενώ περίπου το 1/3 των δανείων που τελούν σε αναστολή πληρωμών (περίπου 24 δισ. ευρώ) κατατάσσεται στην κατηγορία δανείων που εμφανίζουν σημαντική αύξηση κινδύνου».
Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις: «Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει προς την κυβέρνηση τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), στην οποία θα μεταβιβαστούν ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία και στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε πραγματικούς όρους αγοράς… Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων».
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ