Θα παραδώσουν την Κύπρο στον Τουρκικό Γεωπολιτικό έλεγχο με τη φενάκη μιας δήθεν «λύσεως»;

Θα παραδώσουν την Κύπρο στον Τουρκικό Γεωπολιτικό έλεγχο με τη φενάκη μιας δήθεν «λύσεως»;

Το ίδιο έτος που οι Έλληνες εορτάζουν τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από τη λεγόμενη Πενταμερή Διάσκεψη, που επισήμως συγκαλείται από τον Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες. Όλοι όμως οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν ότι πραγματικός σκηνοθέτης και χειραγωγός είναι η Βρετανική διπλωματία. Αυτό θα έπρεπε να είναι το πρώτο μάθημα και το πρώτο δίδαγμα για την Ελληνική πλευρά, στη Λευκωσία και στην Αθήνα.

Η Μεγάλη Βρετανία συμβιβάσθηκε και αποδέχθηκε, έστω μετά οδυρμών, την απώλεια της απέραντης αυτοκρατορίας της. Έδειξε όμως ακαταμάχητο πείσμα στη διατήρηση της στρατηγικής παρουσίας της στην Κύπρο. Αποδέχθηκε μάλιστα να θυσιάσει γι’ αυτό και τις παραδοσιακές, φιλικές σχέσεις με την Ελλάδα, με την οποία βρέθηκε στο ίδιο στρατόπεδο σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους.

Θα έλεγε κανείς ότι στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 η Βρετανία είχε ακόμη ζωτικότατα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, που συνδέονταν με το πετρέλαιο και τα πολιτικά της ερείσματα στην περιοχή. Η Κύπρος είχε απαράμιλλη στρατηγική σημασία γι’ αυτό. Γιατί όμως εκδηλώνει και σήμερα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον και βυσσοδομεί κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναλαμβάνοντας ρόλο πρωτοστάτη, υπό τον μανδύα του ΟΗΕ, μέσα από την επιρροή που διατηρεί και ασκεί στην Πολιτική Γραμματεία του ΟΗΕ και προσωπικά στον Γενικό Γραμματέα του;

Ο λόγος, προφανώς, είναι πάλι τα στρατηγικά της συμφέροντα και η εξαιρετική στρατηγική σημασία της Κύπρου. Το σκηνικό δεν είναι το ίδιο με εκείνο των προηγούμενων δεκαετιών. Είναι πολύ διαφορετικό αλλά καθόλου λιγότερο σημαντικό από την άποψη των στρατηγικών συμφερόντων. Η Μεγάλη Βρετανία δεν ελέγχει τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, όπως τα έλεγχε πριν, ούτε έχει την ίδια εξάρτηση απ’ αυτά, όπως στο παρελθόν, όταν εισήγαγε από την περιοχή αυτή το 70% του πετρελαίου της.

Η Ανατολική Μεσόγειος όμως, σε συνδυασμό με τη Μέση Ανατολή και την περιοχή του Κόλπου, έχει αναβαθμισθεί δραματικά από τη σκοπιά της παγκόσμιας γεωπολιτικής και στρατηγικής. Ένας λόγος είναι τα ενεργειακά αποθέματα που εντοπίσθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο. Ένας δεύτερος είναι οι στρατηγικές ανακατατάξεις στην περιοχή, με την άνοδο του ριζοσπαστικού Ισλαμισμού, τον ανταγωνισμό του Σουνιτικού με το Σιιτικό Ισλάμ, τη σταθερή εγκατάσταση στη Συρία και κατ’ επέκταση στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή της Ρωσικής επιρροής.

Η Μεγάλη Βρετανία, παρά την υποχώρηση της ισχύος και του γοήτρου της ως μεγάλης δυνάμεως, θεωρεί και σήμερα, υπό τις νέες αυτές συνθήκες, ως πολύ σημαντική τη στρατηγική παρουσία της στην Κύπρο, μέσα από τις λεγόμενες κυρίαρχες βάσεις της. Διαπιστώνει όμως ότι ακόμη και η ημικατεχόμενη αλλά διεθνώς αναγνωρισμένη Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί και συνάπτει φιλίες και συμμαχίες με τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Θα μπορούσε επίσης κάθε στιγμή να ενεργοποιήσει το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα με την Ελλάδα και να επιτρέψει την ένταξη της Κύπρου σ’ έναν ενιαίο αεροναυτικό χώρο. Η Μεγάλη Βρετανία θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή είναι ασυμβίβαστη με τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο και αυτό είχε κατά νου, όταν προσυπέγραφε τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, το 1959, για την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκ συμφώνου με την Τουρκία, είχε μεριμνήσει η ανεξαρτησία της Κύπρου να είναι δεσμευμένη, εξαρτώμενη από το Τουρκικό βέτο και τη Συνθήκη Εγγυήσεως.

Όταν κατέρρευσαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, το Λονδίνο πρωτοστάτησε για τη χάραξη διχοτομικής γραμμής στο έδαφος, εκτιμώντας ότι δεν ήταν αρκετή η χάραξη διχοτομικής γραμμής στο σύνταγμα, όπως έγινε με τις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου. Επιδίωξε επίσης σταθερά, σε συνεργασία με την Άγκυρα, την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την υποκατάστασή της με ένα νέο, δικέφαλο κράτος, που θα βασιζόταν στον εδαφικό διαχωρισμό και στην περιβόητη «πολιτική ισότητα», ώστε να αποκλείεται, μέσα από την Τουρκική ομηρία, οποιαδήποτε πραγματική ανεξαρτησία και κυριαρχία της Κύπρου.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, επιδιώχθηκε η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας με την ευκαιρία της κρίσεως του 1963-64. Η προσπάθεια όμως αυτή έπεσε στο κενό μετά την έγκριση του ψηφίσματος 186 της 4ης Μαρτίου 1964 από το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το οποίο επιβεβαιωνόταν η αναγνώριση και η διεθνής υπόσταση και νομιμότητα της Κυπριακής Κυβερνήσεως και της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά τη σκόπιμη αποχώρηση από το κράτος των Τουρκοκυπρίων. Μια δεύτερη έφοδος ήταν η ίδια η Τουρκική εισβολή, η οποία όμως, παρά την κατάληψη του 34,7% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν κατόρθωσε να καταλύσει την Κυπριακή Δημοκρατία. Η τελευταία κατόρθωσε, αντιθέτως, να γίνει χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με ολόκληρο το νόμιμο έδαφός της, έστω και αν δεν ασκεί έλεγχο στο κατεχόμενο μέρος.

Μια τρίτη έφοδος, που επιχειρήθηκε εκ των έσω, ήταν το λεγόμενο Σχέδιο Ανάν, που συνδέθηκε εκβιαστικά με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το υπερήφανο «όχι» του αείμνηστου Προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και του 76% σχεδόν του Κυπριακού λαού απέτρεψε, για μία ακόμα φορά, την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η απειλή επανέρχεται πάλι εκ των έσω, με ψεύτικη σημαία, για μια άλλη φορά, τη δήθεν «λύση» του Κυπριακού. Συγκαλείται από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ νέα Πενταμερής Διάσκεψη, 27 – 29 Απριλίου 2021, με στόχο, κατά τον ίδιο, να διερευνηθούν οι υπάρχουσες προοπτικές για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών και την επίτευξη «λύσεως» του Κυπριακού. Σημειώνεται από τον ίδιο ότι δεν είναι στόχος η συμφωνία μιας «λύσεως» στην Πενταμερή, αλλά η διαπίστωση εάν υπάρχει «κοινό όραμα» μεταξύ των δύο κοινοτήτων για «λύση» και η διατύπωση μιας κοινής διακηρύξεως σ’ αυτό το πνεύμα.

Γιατί έσπευσαν Λευκωσία και Αθήνα να δηλώσουν συμμετοχή σε μια νέα Πενταμερή από την οποία αποκλείεται η Κυπριακή Δημοκρατία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέλος της οποίας είναι η Κυπριακή Δημοκρατία, και η πολιτική βάση της οποίας δεν είναι συμφωνημένη από πριν; Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, που ασκεί, υποτίθεται, τον ρόλο της προσφοράς καλών υπηρεσιών, στο πλαίσιο των αρχών του ΟΗΕ και των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, δηλώνει ότι η κάθε πλευρά μπορεί να θέσει στο τραπέζι «νέες ιδέες», υπαινισσόμενος τη νέα θέση της Τουρκικής πλευράς περί δύο κρατών. Τι εγγυώνται ακριβώς οι υποτιθέμενες εγγυήτριες δυνάμεις, όταν η πρώτη, η Τουρκία, είναι δύναμη εισβολής και κατοχής, η δεύτερη, η Μεγάλη Βρετανία, δεν έκανε το παραμικρό για να υπερασπισθεί αυτό που εγγυήθηκε και όταν η τρίτη, η Ελλάδα, εγγυήθηκε την Κυπριακή Δημοκρατία, που είναι όμως σήμερα στην ημερήσια διάταξη για κατάλυση;

Η Ελληνική πλευρά, Αθήνα και Λευκωσία, δηλώνει ότι δεν θα δεχθεί συζήτηση στην Πε­νταμερή πάνω στη νέα βάση που θέτει η Τουρκική πλευρά. Το μεγάλο πρόβλημα όμως στην Κύπρο είναι η εικόνα καταρρεύσεως και κατακερματισμού του εσωτερικού μετώπου. Τεράστιες ευθύνες γι’ αυτά φέρει ο ίδιος ο Πρόεδρος, που ακολούθησε, κατά τα χρόνια της Προεδρίας του, μια πολιτική παραχωρήσεων και διολισθήσεων, μέρος των οποίων είναι και η αποδοχή της φόρμουλας της Πενταμερούς Διασκέψεως, η οποία επί δεκαετίες ήταν απαράδεκτη για την Ελληνική πλευρά. Η προηγούμενη πολιτική του κληρονομιά, ως υπερμάχου του Σχεδίου Ανάν, προσανατόλισε, προφανώς, την πολιτική του αλλά και έφθειρε οποιαδήποτε αγωνιστικότητα στο κόμμα του, που είναι σήμερα κυβερνών κόμμα.

Ο διάδοχός του στο κόμμα Αβέρωφ Νεοφύτου απεδείχθη πολύ χειρότερος ακόμα, ανταγωνιζόμενος το ΑΚΕΛ σε ενδοτισμό και παραχωρήσεις για να επιτευχθεί η δήθεν «λύση» του Κυπριακού, με βάση τη «διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα»! Εξερχόμενος, προσφάτως, από την Αγγλική πρεσβεία στη Λευκωσία, όπου είχε μακρά συνάντηση με τον Βρετανό πρέσβυ, προέβη σε δηλώσεις, τονίζοντας ότι «πρέπει να δώσουμε στους Τουρκοκυπρίους την πλήρη πολιτική ισότητα».

Την περασμένη εβδομάδα ταξίδεψε στο Βερολίνο για επαφές με Γερμανικούς παράγοντες και στις Βρυξέλλες. Αναρωτιέται κανείς τι είπε, στις ιδιαίτερες συναντήσεις του, στους Ευρωπαίους και στους Γερμανούς αξιωματούχους για τις θέσεις της Ελληνικής πλευράς. Μιλώντας δημοσίως στο Βερολίνο, δεν δίστασε, χωρίς ντροπή, να παραλληλίσει τη Γερμανική επανένωση με την επιδιωκόμενη Κυπριακή επανένωση. Η εθνική δηλαδή επανένωση της Γερμανίας είναι το ίδιο, κατά τον κ. Αβέρωφ Νεοφύτου, με τη δήθεν «επανένωση» της Κύπρου, υπό όρους υποδουλώσεως της Ελληνικής πλειοψηφίας στην Τουρκοκυπριακή μειοψηφία, που ελέγχεται από την Άγκυρα, και υπαγωγής ολόκληρης της Κύπρου στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.

Οι δηλώσεις αυτές δείχνουν σε ποια επικίνδυνη κατάσταση έχει φτάσει το εσωτερικό μέτωπο, με τη σύγχυση και την παραπλάνηση που καλλιεργείται, με τη μουσική υπόκρουση της δήθεν «λύσεως». Το άλλο «μεγάλο» κόμμα, το ΑΚΕΛ, υπερηφανεύεται ότι έχει την «πρωτοπορία», από διεθνιστική παράδοση, στη λεγόμενη «προσέγγιση» με τους Τουρκοκυπρίους. Επειδή όμως οι Τουρκοκύπριοι ταυτίζονται σταθερά με τις θέσεις της Άγκυρας, παρά τις γκρίνιες σε ορισμένα θέματα, η προσέγγιση με αυτούς αποδεικνύεται πολύ ολισθηρή υπόθεση και οδηγεί συνεχώς σε «προσέγγιση» με τον Αττίλα. Είναι δυνατόν να συγχέεται ο διεθνισμός και η διεθνιστική πολιτική με την κατοχή της πατρίδας σου και με τον Αττίλα; Είναι δυνατόν ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος να ταξιδεύει στην Τουρκία, να συναντά τον υπουργό Εξωτερικών Τσαβούσογλου, να έχει ιδιαίτερο δείπνο στο σπίτι του και να ανταλλάσσει αγκαλιές και ασπασμούς με αυτόν, ενώπιον των τηλεοράσεων; Τι μήνυμα στέλνει στον κόσμο η κατεχόμενη Κύπρος;

Η θλιβερή αυτή και απαράδεκτη κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο καθιστά, προφανώς, πολύ πιο επικίνδυνους σήμερα τους σχεδιασμούς των ξένων κέντρων, που επιδιώκουν την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είναι δυνατόν, υπό τις συνθήκες αυτές, η Αθήνα να αποστασιοποιείται και να αφήνει το πεδίο ελεύθερο στα Βρετανικά και Τουρκικά σχέδια. Η άλωση της Κύπρου θα ανέτρεπε πλήρως τη γεωπολιτική και στρατηγική κατάσταση σε βάρος ολόκληρου του Ελληνισμού, θα διεμβόλιζε τις στρατηγικές συμμαχίες του και θα προσέφερε, αμαχητί, μια τεράστια στρατηγική νίκη στην Άγκυρα.

Επιστρέφουμε σ’ αυτό που υπογραμμίσαμε από την αρχή. Εάν η Κύπρος είναι στρατηγικά σημαντική για τη Μεγάλη Βρετανία, που απεδέχθη την απώλεια όλης της αυτοκρατορίας της, αλλά επιμένει ακόμη για την Κύπρο, γιατί για την Ελλάδα, που έχει τίτλους παρουσίας με τη μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της Κύπρου και τον πανάρχαιο Ελληνικό χαρακτήρα της, δεν είναι το ίδιο σημαντική; Γιατί αποστασιοποιείται η Ελλάδα και ανοίγει την πόρτα στους Βρετανούς και στον Ερντογάν;

Η πολιτική αυτή είναι ανεπίτρεπτη. Η Ελλάδα πρέπει να στείλει το μήνυμα, με σαφείς δηλώσεις και με τη στάση της στην Πενταμερή, ότι δεν θα «συνεργασθεί» ούτε για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ούτε για την επιβολή στην Κύπρο μιας «δήθεν λύσεως» που θα υπήγαγε ολόκληρη την Κύπρο στον Τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ