Στάικος Βεργέτης στο “Π”: Στήριξη στον έλληνα προπονητή
Του
ΣΤΑÏΚΟΥ ΒΕΡΓΕΤΗ
Προπονητή της Νίκης Βόλου
Χωρίζοντας την πορεία μου στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο σε δύο φάσεις, αυτήν κατά την οποία υπήρξα μέλος προπονητικών επιτελείων και αυτήν κατά την οποία, τα τελευταία επτά χρόνια, ασκώ τα χρέη του επικεφαλής προπονητή, θα αναφερθώ στη θέση του έλληνα τεχνικού στο ελληνικό ποδόσφαιρο.
Στα οκτώ χρόνια που εργάστηκα ως μέλος του προπονητικού επιτελείου του Αστέρα Τρίπολης είχα την τύχη και την τιμή να συνεργαστώ με δέκα προπονητές, πέντε εκ των οποίων ήταν Έλληνες και πέντε ξένοι (Αργεντινός, Βραζιλιάνος, Πορτογάλος και δύο Ισπανοί). Χαρακτηριστικό και κοινό γνώρισμα των συνεργασιών αυτών ήταν ότι οι έλληνες προσελήφθησαν από τον σύλλογο σε φάση κατά την οποία η ομάδα είχε ξένο προπονητή και τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, με συνέπεια την αντικατάστασή του από Έλληνα και αυτομάτως ακολουθούσε άμεση βελτίωση της ομάδας, τόσο σε επίπεδο εμφανίσεων όσο και σε αποτελέσματα.
Αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό που επαναλήφθηκε αρκετές φορές και από μόνο του καταδεικνύει την ικανότητα και τις αρετές των Ελλήνων. Επίσης, ένα δυνατό πλεονέκτημα που έχει ο έλληνας τεχνικός είναι ότι γνωρίζει την ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, γεγονός για το οποίο ο ξένος θα χρειαστεί χρόνο, μέχρι να αντιληφθεί πλήρως τα τεκταινόμενα στο ελληνικό ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι. Με τον όρο «ποδοσφαιρική πραγματικότητα» εννοούμε τη γνώση της αγοράς (παίκτες), τον τρόπο που προσεγγίζουν τα παιχνίδια άλλοι προπονητές, τη φιλοσοφία κάθε ομάδας, ακόμη βεβαίως και την ιστορία της.
Θα χαρακτήριζα τους έλληνες προπονητές με τους οποίους συνεργάστηκα και μπορώ να έχω άποψη ως οργανωτικούς, με γνώση και αντίληψη των σύγχρονων τάσεων του ποδοσφαίρου, τολμηρούς και σε πολύ καλό επικοινωνιακό επίπεδο με τους παίκτες, τη διοίκηση, τον Τύπο και τους φιλάθλους.
Η τελευταία επταετία, κατά την οποία ασκώ ο ίδιος τα χρέη του επικεφαλής προπονητή σε συλλόγους, χωρίζεται σε δύο περιόδους: Αυτή που έχω απασχόληση σε ομάδες και αυτή κατά την οποία είμαι ανενεργός. Η δεύτερη περίοδος παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, ώστε να γίνει απολύτως κατανοητή η θέση του έλληνα προπονητή.
Απευθυνόμενος σε ομάδες του εξωτερικού, μέσω του εκπροσώπου μου και αποστέλλοντας το βιογραφικό μου, διαπίστωσα ότι πολλές φορές απορρίφθηκα με την αιτιολογία ότι είμαι Έλληνας και ότι θεωρούν το ποδόσφαιρό μας χαμηλού επιπέδου, ώστε να προχωρήσουν στην πρόσληψή μου, και υπήρξαν περιπτώσεις που προχώρησαν σε συμφωνία με άλλους τεχνικούς, με λιγότερο αξιόλογο βιογραφικό από το δικό μου. Αυτό καταδεικνύει την ευθύνη που έχουμε, όλοι όσοι ασχολούμαστε με το ελληνικό ποδόσφαιρο, να ανεβάσουμε με κάθε τρόπο το επίπεδό του και να το κάνουμε πιο ελκυστικό.
Τελευταία έχω να καταθέσω ότι μέσα από την αναζήτηση εργασίας σε συλλόγους του εξωτερικού διαπίστωσα ότι υπάρχουν χώρες που επιμένουν αυστηρά σε γηγενείς προπονητές και δεν προσλαμβάνουν από άλλη χώρα, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων όταν πρόκειται για μεγάλο όνομα, σε αντίθεση με τη χώρα μας, όπου πολλές σεζόν βλέπουμε περισσότερους ξένους από Έλληνες στους πάγκους των ομάδων μας.
Αξίζει να στηριχθεί και να προτιμηθεί ο Έλληνας, που έχει την τεχνογνωσία να οδηγήσει ψηλά την ομάδα που αναλαμβάνει, το ποδόσφαιρο της χώρας μας και μαζί να γίνει ο ίδιος άξιος εκπρόσωπός του στο εξωτερικό.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ