Σ. Ρομπόλης – Β. Μπέτσης στο “Π”: Ανάκαμψη με εργασιακή ανασφάλεια και συνδικαλιστική αδράνεια
Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου
Η απελθούσα μνημονιακή δεκαετία (2009 – 2019) στην Ελλάδα επέφερε δυστυχώς, μεταξύ των άλλων, παραγωγική και κοινωνική καθίζηση καθώς και σημαντική απομείωση της εργασίας, των εισοδημάτων, των συντάξεων και του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού, με στόχο, σύμφωνα με τους δανειστές και τις ελληνικές κυβερνήσεις, τη δημοσιονομική εξυγίανση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όμως ποια δημοσιονομική εξυγίανση και ποια ανάπτυξη; Αυτό που πέτυχε η υλοποίηση των τριών Μνημονίων στη χώρα μας ήταν η διάσωση των τραπεζών των χωρών των δανειστών.
Στη νεοφιλελεύθερη αυτή κατεύθυνση, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις που συντελούνται στην εργασία, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική ασφάλιση, στη συνδικαλιστική δραστηριότητα κ.λπ., κατά τα πρώτα χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας (2019 – 2029), ουσιαστικά αποτελούν απόπειρα μονιμότερων απορρυθμίσεων, συνδεδεμένων οργανικά και αμφίδρομα με το περιεχόμενο και τον στρατηγικό προσανατολισμό του Ταμείου Ανάκαμψης (2021 – 2027).
Με άλλα λόγια, το πλέγμα αυτό των προαναφερόμενων παρεμβάσεων στην οικονομία και την εργασία, που αποπειράται να νομοθετήσει η κυβερνητική πλειοψηφία, αποτελεί την τελική τέταρτη φάση (Μνημόνιο) ολοκλήρωσης και εγκαθίδρυσης του μνημονιακού μοντέλου στη χώρα μας, προς την κατεύθυνση απόκτησης χαρακτηριστικών μιας αναδυόμενης οικονομίας. Από την άποψη αυτή συνιστά μια βίαιη αλλαγή του παραγωγικού-αναπτυξιακού και κοινωνικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας, με τον επανακαθορισμό των σχέσεων κεφαλαίου – εργασίας και τεχνολογίας – φυσικών πόρων, επιφέροντας μια ριζική αλλαγή στη διάρθρωση της παραγωγής και την οργάνωση της οικονομίας και της εργασίας (Χ. Τοπαλίδης, 2021).
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της πανδημίας και της διεύρυνσης των ανισοτήτων, που έφεραν την ελληνική οικονομία δέκα χρόνια πριν και η αγορά εργασίας απειλείται το 2021 με υψηλή ανεργία, η συγκεκριμένη επιλογή της εργασιακής έκπτωσης των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και της θεσμικής παρεμπόδισης της συνδικαλιστικής δραστηριότητας (π.χ. συλλογικές διαπραγματεύσεις, ατομική συμφωνία για την ελαστικοποίηση του ωραρίου, αύξηση του αριθμού των υπερωριών, επέκταση της εργασίας τις Κυριακές, παρεμπόδιση της κήρυξης απεργιών κ.λπ.) ουσιαστικά σηματοδοτεί τη θεσμικά χειραγωγούμενη προσαρμογή της εργασίας στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης. Δηλαδή του μοντέλου που αναπαράγεται «με περισσότερες ευέλικτες θέσεις και ευέλικτο χρόνο εργασίας, λιγότερο εισόδημα, μεγαλύτερες ανισότητες και χαμηλότερο επίπεδο συντάξεων», προκειμένου, κατά την κυρίαρχη άποψη, η εργασία να μην επηρεάζει πτωτικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και την πραγματοποίηση των επενδύσεων.
Στην προοπτική αυτή, ο προσανατολισμός και οι επιμέρους επιλογές του Ταμείου Ανάκαμψης (2021 – 2027), συνεπικουρούμενου από τις ανατροπές στην εργασία και τη συνδικαλιστική δραστηριότητα σηματοδοτούν την εγκαθίδρυση ενός νεοφιλελεύθερου παραγωγικού μοντέλου με την παραγωγική καταστροφή μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και τη συγκέντρωση-συγκεντροποίηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους (πράσινη οικονομία, ενέργεια, μεγάλα έργα, τρόφιμα, δίκτυα, ψηφιακή τεχνολογία, ακίνητα, τουρισμός), με εξαγορές, ιδιωτικοποιήσεις και χρηματοδότηση από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενός μοντέλου του «Δόγματος του Σοκ», που η παραγωγή του στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό θα συντελείται με όρους «κούρσας προς τον πυθμένα», υψηλής κερδοφορίας και ανισοτήτων, με την έννοια της θεσμοθέτησης ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή των πολυεθνικών ομίλων και ενός ελάχιστου επιπέδου μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας.
Στις συνθήκες αυτές, όπως προκύπτει ιστορικά εκ του αποτελέσματος, η τρέχουσα δεκαετία στη χώρα μας προδιαγράφεται ως μια ανησυχητική κοινωνικοοικονομική πρόκληση, με την έννοια της επώασης συνθηκών υψηλής εργασιακής αβεβαιότητας, εισοδηματικής ανασφάλειας (δίδυμη ανασφάλεια) και κοινωνικών εκρήξεων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, η αναφορά στη λειτουργία των συνδικάτων και συγκεκριμένα στη δυνατότητα συμμετοχής και ηλεκτρονικής εξ αποστάσεως ψήφου καθώς και στην ικανότητα για τη διεξαγωγή συλλογικών διαπραγματεύσεων, ουσιαστικά στερούν, μεταξύ των άλλων, από τα συνδικάτα τις συνθήκες της ελεύθερης και δημοκρατικής λειτουργίας τους, την αυτονομία των κριτηρίων και των όρων επιλογής της οποιασδήποτε εκπροσώπησής τους, με αποτέλεσμα την παροπλιστική μετεξέλιξή τους σε μη κυβερνητική οργάνωση τεχνικοδιαδικαστικού χαρακτήρα.
Επιπλέον, η αναφορά σε όρους και σε προϋποθέσεις λήψης απόφασης της απεργίας και θεμελίωσης των λόγων που συνηγορούν γι’ αυτήν στην προειδοποίηση της απεργίας, αποτελούν προπομπό της αλλοίωσης του κοινωνικοπολιτικού και δημοκρατικού χαρακτήρα της λειτουργίας των γενικών συνελεύσεων των εργαζομένων ή των γενικών συνελεύσεων των συνταξιούχων, με την έννοια του περιορισμού της ουσιαστικής και πρωτογενούς κοινωνικοοικονομικής αντιπαράθεσης και πολιτικής ζύμωσης καθώς και της σύνθεσης των διαφορετικών απόψεων. Ταυτόχρονα δημιουργούνται ρωγμές στην πρωτογενή και ενωτική συμμετοχή των μελών στη δημοκρατική λειτουργία των γενικών συνελεύσεων του συνδικαλιστικού κινήματος.
Επιπλέον, η αύξηση του προσωπικού ασφαλείας σε 40% σε περίπτωση απεργίας στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ και η θεώρηση παραλείψεων ως ποινικώς κολάσιμη πράξη, ουσιαστικά σημαίνει την παρεμπόδιση συμμετοχής σε απεργιακή κινητοποίηση γενικά και ειδικότερα την παρεμπόδιση τέσσερις στους δέκα εργαζόμενους στους οργανισμούς αυτούς να απέχουν θεσμικά από την απεργιακή κινητοποίηση. Με άλλα λόγια, ο θεσμικός παροπλισμός και η λειτουργική αποκαθήλωση των συνδικάτων από το βάθρο της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας αποτελούν αποδόμηση ενός βασικού πυλώνα της δημοκρατίας μας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ