Θεανώ Φωτίου στο “Π”: Η επόμενη μέρα
Της
ΘΕΑΝΩΣ ΦΩΤΙΟΥ
Βουλευτού ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Β3 Νότιου Τομέα Αθήνας,
πρώην Αναπληρώτριας Υπουργού Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Εδώ και έναν χρόνο ζούμε με την προσδοκία της επόμενης μέρας ή, όπως διαφημίζει η κυβέρνηση, «της επιστροφής στην κανονικότητα». Γνωρίζουμε όμως καλά πως η νέα πραγματικότητα θα διαφέρει από την παλιά. Φροντίζει για αυτό κάθε μέρα που περνάει η κυβέρνηση, προσθέτοντας στον φόβο για την επιβίωση, με τους νόμους που ψηφίζει αλλά και με τον δημόσιο λόγο που εκπέμπει, το δόγμα του ατομικισμού και του ανταγωνισμού –ο σώζων εαυτόν σωθήτω–, την καχυποψία για τη νέα γενιά και την αδιαφορία για τον ξένο, τον ευάλωτο, τον αδύναμο.
Σε μια κοινωνία που έβγαινε από μια πολυετή κρίση και επιχειρούσε να φανταστεί τι σημαίνει η ζωή έξω από τα Μνημόνια και που φάνηκε να γοητεύεται από τους μύθους της ευημερίας και ανάπτυξης που σκορπούσε απλόχερα η «μεταλλαγμένη» Δεξιά επικάθησε η πανδημία, ο υπέρτατος φόβος για τη ζωή και –ως κυρίαρχο όπλο για την αντιμετώπισή του– η κοινωνική αποστασιοποίηση. Ακόμη και η κυρίαρχη ελληνική οικογένεια χτυπήθηκε στον διαγενεακό και αλληλέγγυο πυρήνα της. Μακριά οι παππούδες και οι γιαγιάδες από τα παιδιά και τα εγγόνια.
Υπό την επήρεια του σοκ, η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών ακολούθησε τις οδηγίες, ελπίζοντας ότι θα επιβεβαιωθεί η υπόσχεση της ηγεσίας ότι το τέλος είναι κοντά. Το πράγμα όμως τραβάει σε μάκρος, το φως στο βάθος του τούνελ δεν μοιάζει να πλησιάζει, τα μηνύματα που εκπέμπει η ηγεσία είναι αντιφατικά και η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση καταρρέει – ούτε Πάσχα στο χωριό ούτε Πάσχα στο σπίτι.
Αυτό όμως δεν πτοεί την κυβέρνηση, που προχωρεί ακάθεκτη στο τριπλό χτύπημα: Στους εργαζόμενους, γιατί, όπως μας εξηγεί ο Πισσαρίδης, το κόστος της εργασίας είναι ακριβό, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που είναι ζόμπι και πρέπει να κλείσουν, και στην ιδιόκτητη περιουσία των Ελλήνων, που είναι εξαιρετικά μεγάλη, ενώ οι ίδιοι έχουν μεγάλο ιδιωτικό χρέος. Δηλαδή χρωστούν πολλά οι πολίτες στις τράπεζες, στο Δημόσιο και στην εφορία και πρέπει να τα πληρώσουν με τα σπίτια στα οποία επένδυσαν μια ζωή.
Στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν συντελεστεί αλλαγές που κανείς μας δεν μπορούσε να προβλέψει. Η τηλεργασία γενικεύθηκε σε μια σειρά από επαγγέλματα, η ελεύθερη μετακίνηση από κοινός τόπος μετατράπηκε σε προνόμιο, η διά ζώσης επαφή και οι κοινωνικές συναναστροφές ενοχοποιήθηκαν. Οι επιπτώσεις αυτής της πραγματικότητας δεν είναι ίδιες για όλους. Τα παιδιά, και κυρίως οι νέοι, ασφυκτιούν σε αυτό το περιβάλλον πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους μέσης ηλικίας με μια ασφαλή οικογενειακή και επαγγελματική ζωή, ενώ για τους ηλικιωμένους η πανδημία βιώνεται ως κίνδυνος-θάνατος. Ανάλογα με το εργασιακό καθεστώς, τα μέτρα μπορεί να σημαίνουν από μια μικρή ή μεγάλη αλλαγή στην καθημερινότητα μέχρι οικονομική καταστροφή.
Τι εγγράφει λοιπόν η πανδημική κρίση στο συλλογικό ασυνείδητο για την επόμενη μέρα;
Θα κανονικοποιηθεί η αποξένωση ή θα έχουμε μια έκρηξη κοινωνικοποίησης;
Θα ενισχυθεί ο ατομικισμός και ο ανταγωνισμός ή θα ζήσουμε την ενίσχυση του συλλογικού, της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, κάτι δηλαδή ανάλογο με αυτό που βίωσαν οι κοινωνίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο;
Νομίζω ότι το διάστημα που περνάμε τώρα είναι καταλυτικό και θα καθορίσει την επόμενη μέρα.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ρόλος και η αναγκαία παρέμβαση των προοδευτικών δυνάμεων και της Αριστεράς. Οι ενδείξεις είναι ενθαρρυντικές. Η νεολαία βγαίνει στο προσκήνιο σε μείζονα θέματα και πρωτοστατεί με δράσεις στον δημόσιο χώρο. Είναι η μαζική της έξοδος την ημέρα της απόφασης για τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Είχαν έρθει με φίλους τους ή μόνοι, μετέχοντας σε ένα κορυφαίο ιστορικό γεγονός. Είναι οι σπουδαστές, που θέλουν καλύτερα πανεπιστήμια, δημόσια και δωρεάν για όλους και πορεύονται στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Είναι όλοι όσοι βρίσκονται στους υπαίθριους δημόσιους χώρους, νέοι, γυναίκες παιδιά και ηλικιωμένοι. Είναι οι εργαζόμενοι του πολιτισμού, που κατανοούν ότι με οργάνωση και αλληλεγγύη θα δώσουν νέα πνοή στην καλλιτεχνική δημιουργία και θα εξυγιάνουν τον χώρο τους.
Είναι πολλά τα θετικά σημάδια. Δεν φτάνουν. Όλες οι σημερινές κοινωνικές συλλογικότητες, τα δίκτυα για το παιδί, τον ανάπηρο, τον ηλικιωμένο οφείλουν να σχεδιάσουν την επόμενη μέρα, που θα είναι διαφορετική από εκεί που την αφήσαμε τον Φεβρουάριο του 2020. Να πάμε σαν γονείς στα σχολεία των παιδιών μας και να δουλέψουμε για να γίνουν φάροι φωτεινοί σε κάθε γειτονιά, για να αλλάξει η εκπαίδευση. Οι ηλικιωμένοι, πέρα από τη φροντίδα των παιδιών και των εγγονιών, να ξαναβρεθούν με τους συνομηλίκους τους, που είναι μόνοι. Να ξαναβρούμε την περιπέτεια των ομαδικών ταξιδιών το Σαββατοκύριακο, που τόσο διαφέρουν από εκείνα με το οικογενειακό ΙΧ.
Να ξαναβρούμε τη χαρά του ομαδικού, τη δύναμη της συλλογικής διεκδίκησης για έναν καλύτερο κόσμο. Στον δημόσιο χώρο, στην αγορά, στην παραλία, στη διαδήλωση, στη συναυλία, εκεί όπου ακούγεται η φωνή και μετριέται ο παλμός της κοινωνίας. Η ημέρα που θα βγάλουμε τις μάσκες και θα αγκαλιαστούμε δεν είναι κοντά, όμως θα έρθει και τότε θα φανεί αν η εμπειρία της πανδημίας μάς άλλαξε τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική ζωή. Θα φανεί αν μπορούμε να διεκδικήσουμε μια κοινωνία που μας συμπεριλαμβάνει όλους και που θα είναι πολύ διαφορετική από αυτήν που αφήσαμε πίσω μας τον Φεβρουάριο του 2020. Ένα καλύτερο μέλλον, όπου οι ανισότητες δεν θα είναι φυσική κατάσταση.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ