H ευέλικτη εργασία και το παραγωγικό μοντέλο – Του Γ. Ποταμιάνου
Του
ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΥ
Όταν η πανδημία τεθεί υπό έλεγχο, η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται σε κατάσταση ανάλογη με αυτή του 2010. Η εξισορρόπηση του προϋπολογισμού, το μοναδικό επίτευγμα των Μνημονίων, έχει ανατραπεί. Τα μέτρα στήριξης μετέτρεψαν τα πρωτογενή πλεονάσματα σε ελλείμματα και ανέβασαν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ σε ποσοστό άνω του 200%.
Τα επόμενα χρόνια το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα συνεχίσει να είναι ελλειμματικό και προβλέπεται κλείσιμο υπερχρεωμένων μικρών επιχειρήσεων, εκτίναξη «κόκκινων» δανείων, αύξηση της ανεργίας, αύξηση χρέους και ελλειμμάτων.
Η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης τεχνολογικών εξελίξεων διεθνώς και προκαλεί αναδιάταξη του καταμερισμού εργασίας.
Η ελληνική οικονομία, συνεπώς, χρειάζεται σχέδιο αναδιάρθρωσης τομέων και κλάδων το οποίο να σηματοδοτεί το επιθυμητό μοντέλο για την αναβάθμιση της παραγωγικής δομής της χώρας, με έμφαση στην αύξηση της μεταποίησης.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης συνιστά, κατά την κυβέρνηση, εφαλτήριο για την αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος, προς «ένα πιο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό, καινοτόμο, δίκαιο και πράσινο». Είναι γεγονός πως προωθούνται έρευνα, καινοτομία και επιχειρηματικότητα.
Ωστόσο, το σχέδιο δεν υιοθετεί κριτήρια βελτίωσης της παραγωγικής βάσης. Τα κριτήρια που αφορούν την εξωστρέφεια, την πράσινη μετάβαση, την ψηφιακή μετάβαση κλπ. είναι οριζόντια και προδίδουν την απουσία στοιχειώδους βιομηχανικής πολιτικής.
Όταν ξέσπασε η πανδημία η χώρα εμφάνιζε ένα μεγάλο επενδυτικό κενό, εξαιτίας της υπο-επένδυσης των τελευταίων 12 χρόνων. Το σοκ της πανδημίας, σε συνδυασμό με το επενδυτικό κενό, καθιστά αναγκαίες τις στοχευμένες, μεγάλης κλίμακας, δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις σε εξοπλισμό και υποδομές που θα έχουν ισχυρές επιπτώσεις στο ΑΕΠ.
Την πολιτική αυτή, κεϊνσιανού χαρακτήρα, υιοθέτησαν ήδη οι ΗΠΑ. Η μεγέθυνση τού ΑΕΠ είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία αλλά και για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, όπως έχει συμφωνηθεί με την ΕΕ.
Στην αύξηση του ΑΕΠ θα συμβάλουν, εκτός από το Ταμείο Ανάκαμψης, οι πόροι του ΕΣΠΑ και ο φθηνός δανεισμός. Οι επιχορηγήσεις ύψους 18,2 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρηματοδότη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, σε υγεία, παιδεία, πρόνοια κ.λπ., για την αξιοποίηση του υψηλού δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή.
Ωστόσο, το «Ελλάδα 2.0» επιλέγει άλλη τακτική. Ισχυρίζεται ότι θα χρησιμοποιήσει τους δανειακούς πόρους 12,7 δισ. μέσω ΣΔΙΤ προκειμένου να κινητοποιήσει επιπλέον ιδιωτικούς πόρους 20,1 δισ. για την πραγματοποίηση ιδιωτικών και δημοσίων επενδύσεων.
Το Δημόσιο θα συμβάλει στο 50% μιας επένδυσης με δάνεια σχεδόν μηδενικού επιτοκίου και 8 έως 12 έτη ορίζοντα αποπληρωμής. Το υπόλοιπο 30% θα είναι δάνειο από τρίτους (τράπεζες) και το 20% θα είναι ίδια κεφάλαια της επιχείρησης.
Οι εμπορικές τράπεζες, εκτός από το 30% της χρηματοδότησης, θα αναλάβουν όλη τη διαχείριση των χορηγήσεων και επιπλέον την αξιολόγηση των επενδυτικών προτάσεων, πριν αναζητήσουν την κρατική συνδρομή.
Το συντριπτικό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με τις συνθήκες αυτές, σίγουρα δεν μπορεί να ελπίζει σε χρηματοδότηση, εν μέσω αβεβαιότητας και υψηλού επιπέδων χρέους.
Το στοίχημα για το κυβερνητικό σχέδιο λοιπόν είναι αν θα μπορέσει να πυροδοτήσει αρκετές ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε εξοπλισμό και υποδομές. Ωστόσο, δεν λαμβάνει πρόνοιες για τη λειτουργική ένταξη μικρών παραγωγικών επιχειρήσεων σε δικτυώσεις μεταξύ τους ή με μεγαλύτερες επιχειρήσεις, κάτι που θα διευκόλυνε την υιοθέτηση καινοτομίας και νέας τεχνολογίας από υφιστάμενες βιώσιμες μικρότερες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, καθώς δεν έχουν υιοθετηθεί κριτήρια αναβάθμισης της παραγωγικής βάσης, με την προώθηση δράσεων που αυξάνουν την προστιθέμενη αξία των εξαγώγιμων υπηρεσιών και προϊόντων, το σχέδιο δεν έχει περιλάβει μηχανισμό στήριξης της εργασίας.
Αντίθετα, με την κατάθεση νομοσχεδίου για αλλαγές της εργασιακής νομοθεσίας, επιλέγεται η μείωση εργασιακών ρυθμίσεων και δικαιωμάτων, παρά το γεγονός πως το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει μειωθεί σημαντικά.
Αναμφίβολα, η διευρυμένη ευελιξία της αγοράς εργασίας θα συμβάλλει, μέσω της μείωσης των μισθών, στην αύξηση της παραγωγικότητας. Ταυτόχρονα, θα δημιουργήσει και εργασιακή επισφάλεια στον τουρισμό, στην εστίαση, στο λιανεμπόριο, στις μεταφορές, στην ψυχαγωγία, στον πολιτισμό, τομείς που διαχρονικά δημιουργούν την πλειονότητα των θέσεων εργασίας. Θα συμβάλει δηλαδή και στη μείωση της εγχώριας ζήτησης.
Επομένως, το σχέδιο δεν μπορεί να κριθεί από τους ονομαστικούς του στόχους. Θα κριθεί από την ικανότητά του να αυξήσει επενδύσεις εξοπλισμού και εξαγωγές, αλλά κυρίως από το αν αυτά θα οδηγήσουν σε απασχόληση, αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών και στην αναβάθμιση της εγχώριας παραγωγικής βάσης.
Διότι η διευρυμένη εξωστρέφεια μεγάλων επιχειρήσεων μπορεί να συνυπάρχει με τη συρρίκνωση της τοπικής αγοράς, υπό το βάρος του χρέους, της ανεργίας, των χαμηλών μισθών και των «κόκκινων» δανείων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ