Διεργασίες στην Ευρώπη και αντίκτυπος στη χώρα μας – Του Π. Αδαμίδη
Του
ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ
Δικηγόρου, LL.M (Harvard’ 95), ΔΝ, αν. Καθηγητή
Κοινοτικού Δικαίου, Προμηθειών και Διεθνών Σχέσεων
στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
Στον κόσμο των σύγχρονων τεχνολογιών, της εκμηδένισης των αποστάσεων και των υπερεθνικών προβλημάτων και πολιτικών, δεν είμαστε μόνοι μας. Είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Ούτε φυσικά να προσδοκούμε ότι θα τιμωρήσουμε την πραγματικότητα. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν αρμοδιότητας των συμπαθών κυρίων με τις άσπρες μπλούζες.
Κυρίαρχο στοιχείο των νέων τάσεων που διατρέχουν τη διεθνή σκηνή είναι ο προσανατολισμός της πολιτικής και της οικονομίας, με στόχο τον περιορισμό έως και την πλήρη εξάλειψη των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Για την Ευρώπη, η στόχευση αυτή είναι το πρόταγμα των κοινοτικών δράσεων. Με ορόσημο το έτος 2050, που θα σηματοδοτεί την κλιματικά ουδέτερη οικονομία και τη μηδενική εκπομπή ρύπων, οι ενδιάμεσοι στόχοι γίνονται ολοένα και πιο φιλόδοξοι. Αλλά και πιο απαιτητικοί. Ήδη η αρχική συμφωνία για μείωση των εκπομπών κατά 40% μέχρι το 2030 αναθεωρείται με στόχο η μείωση να ανέρχεται σε 55%!
Τι σημαίνουν όλα αυτά τα ποσοστά και η πολιτική των αριθμών; Σε απλά ελληνικά, ότι θα πρέπει να περιοριστεί η χρήση κάθε ορυκτού καύσιμου. Σε αυτά περιλαμβάνονται τόσο ο λιγνίτης όσο και το πετρέλαιο. Αλλά και το φυσικό αέριο. Ειδικά για το τελευταίο υπάρχουν φωνές ρεαλισμού, που το αναδεικνύουν ως καύσιμο-γέφυρα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι είναι λιγότερο ρυπογόνο από τα άλλα ορυκτά καύσιμα και θα μπορούσε να αποτελέσει μια ενδιάμεση λύση μέχρι την πλήρη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές και την καθαρή ενέργεια. Αλλά στο τέλος και αυτό δεν θα μπορεί πλέον να χρησιμοποιείται.
Οι παραδοχές αυτές, που δεν αποτελούν σενάρια εργασίας, αλλά κανονισμούς και αποφάσεις που υλοποιούνται, έχουν άμεσες συνέπειες. Για τα κράτη που έχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου, τα οποία εκμεταλλεύονται, αλλά και δίκτυα μεταφοράς και διανομής τους υπάρχει προοπτική αξιοποίησης για λίγες ακόμα δεκαετίες. Αντίστοιχα, τα κράτη αυτά θα κάνουν τις σταθμίσεις τους και θα αναζητήσουν εναλλακτικές τόσο για την κάλυψη των αναγκών τους όσο και για την αναπλήρωση των εσόδων που θα στερηθούν από τη μη εμπορία των ορυκτών τους καυσίμων. Για τα κράτη, από την άλλη, που φιλοδοξούν να εντοπίσουν, να εξορύξουν και να εκμεταλλευθούν τα κοιτάσματα του ορυκτού ενεργειακού τους πλούτου οι δυσχέρειες είναι ακόμα εντονότερες.
Ως γνωστόν, όλη η διαδικασία αξιοποίησης απαιτεί επενδύσεις και κεφάλαια. Με τη σειρά τους αυτά προέρχονται από μεγάλες τράπεζες και τα κάθε λογής χρηματοοικονομικά προϊόντα που θα χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτό. Οι αρμόδιοι δεν φημίζονται για τη φιλανθρωπία τους. Θα πρέπει να πειστούν και για το ότι υπάρχει αγορά για την επένδυση και ότι η αγορά αυτή θα αποσβέσει το κόστος τους και θα τους αποφέρει κέρδη. Με έναν ορίζοντα που δεν υπερβαίνει τα 30 χρόνια για την ύπαρξη και τη λειτουργία αυτής της αγοράς, οι συνθήκες δεν είναι ρόδινες.
Τις εξελίξεις μπορεί να επιταχύνουν και τρίτοι παράγοντες, που θα κάνουν ακόμα πιο βίαιο το ξύπνημα και την προσγείωση στη δυσάρεστη πραγματικότητα. Το κόμμα των Πρασίνων στη Γερμανία δείχνει να παίζει όχι απλά ρόλο διεκδικητή στην κεντρική πολιτική σκηνή, αλλά να χτυπά και αυτή ακόμα την πρωτιά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Μια τέτοια εξέλιξη θα καταστήσει κανονικότητα την αντίστροφη μέτρηση για την εξάλειψη των ορυκτών καυσίμων. Είναι εξάλλου και η σημαία των Πρασίνων. Και θα διευκολύνει ακόμα και την υποβάθμιση έως και την απαξίωση και αδρανοποίηση του Nord Stream 2. Και ας έχουν επενδύσει σε αυτόν οι Γερμανοί 16 δισ. ευρώ. Έχει και η πράσινη οικονομία το τίμημά της.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ