Μανώλης Χριστοδουλάκης στο “Π”: Η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη
Tου
ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ
Γραμματέα του Κινήματος Αλλαγής
Διαπραγματευόμενος κάποιος τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, και ιδιαίτερα το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία, θα πρέπει να κάνει κάποιες παραδοχές, οι οποίες διευκρινίζουν τη θέση του για τα ζητήματα αυτά.
Πρώτη και βασική, πως η εξωτερική πολιτική οφείλει να είναι σταθερή σε ό,τι αφορά τα δόγματα που εφαρμόζει. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος ανατροπών και υπαναχωρήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πρόσφατο με το θέμα του ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας. Η Ελλάδα ξεκίνησε με τη θέση ότι δεν θα αναγνωρίσει κράτος με το όνομα Μακεδονία ή παράγωγά του στα βόρεια σύνορά της, όπως διατύπωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, και κατέληξε με τη Συνθήκη των Πρεσπών να αναγνωρίζει ακόμα και μακεδονική εθνότητα και γλώσσα.
Δεύτερη, πως η εξωτερική πολιτική είναι ελληνική, πρέπει να επιδιώκει ταυτίσεις συμφερόντων με τους συμμάχους της και κοινοτικοποίηση προβλημάτων, πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν τις διαθέσεις των διεθνών συσχετισμών, τις διαθέσεις των μεγάλων δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα και η Γερμανία, αλλά δεν μπορεί να δεσμεύεται από αυτές.
Τρίτη, όταν μιλάμε για ελληνοτουρκικές διαφορές, στην πραγματικότητα μιλάμε για την προσπάθεια της Τουρκίας να εφαρμόσει μια αναθεωρητική πολιτική στη Συνθήκη της Λωζάννης, η οποία ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Τουρκία, με εξαίρεση ένα: Αυτό της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο.
Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η Τουρκία αναβαθμίζεται σε περιφερειακή δύναμη, και μάλιστα ανεξέλεγκτη από τη Δύση, μπορεί να δώσει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να θωρακιστεί, διπλωματικά, πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται, πάντως, αυτό που διάφοροι κύκλοι διακινούν, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υποταχθεί στη στρατηγική Ερντογάν και να προσχωρήσει σε έναν εφ’ όλης της ύλης διάλογο με την Τουρκία.
Αντίστοιχα, η αντίληψη ότι η άσκηση εξωτερικής πολιτικής είναι ζήτημα που αφορά το σύνολο του ελληνικού λαού και όχι μόνο την ελίτ των διπλωματών. Και, τέλος, πρέπει κάποιος να προσδιορίσει τι ακριβώς είναι η Ελλάδα και τι πρεσβεύει στην περιοχή που βρίσκεται.
Με αυτές τις παραδοχές, λοιπόν, ξεκινάμε από τη βάση ότι η Ελλάδα είναι μια σύγχρονη Δημοκρατία, με σταθερότητα και οικονομική ισχύ, αποτελώντας ταυτόχρονα Ευρώπη, Βαλκάνια και με εγγύτητα στη Μέση Ανατολή. Είναι, δηλαδή, μια χώρα με ιδιαίτερη γεωστρατηγική θέση, η οποία δεν πρέπει να μας προκαλεί προβλήματα, αλλά αντίθετα να μας ωθεί σε θετικές προκλήσεις. Η Ελλάδα, ως ευρωπαϊκή χώρα, πρέπει να καλλιεργεί συνεργασίες στη Βαλκανική Χερσόνησο και να διαδραματίζει ισχυρό ειρηνευτικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Στοιχείο αναγκαίο για να μειωθεί η τουρκική επιρροή στην ευρύτερη «γειτονιά» μας, που απαιτεί παράλληλα τη θεμελίωση εξωστρεφούς εξωτερικής πολιτικής, και μάλιστα με καθοριστικό τον ρόλο κρίσιμων παραγόντων, όπως είναι τα Ελληνόφωνα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της περιοχής.
Αντίστοιχα, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι σταθερή στο δόγμα «Δεν διεκδικούμε τίποτα από κανέναν γείτονά μας αλλά και δεν παραχωρούμε ούτε σπιθαμή ελληνικής γης, θάλασσας και αέρα». Αυτό σημαίνει ότι διάλογος επί των τουρκικών διεκδικήσεων δεν μπορεί να υπάρχει και να υπάρξει. Προφανώς και ενθαρρύνουμε και επιζητούμε τον διάλογο σε ζητήματα διμερών συνεργασιών, οικονομικών και πολιτιστικών. Προφανώς και πρέπει να ενθαρρύνουμε μια διπλωματία που να σφυρηλατεί τη σχέση καλής γειτονίας και τα κοινά σημεία δύο λαών που ιστορικά είναι υποχρεωμένοι να συνυπάρχουν. Προφανώς και η Ελλάδα θα πρέπει να είναι αρωγός των κινήσεων εκδημοκρατισμού και εξευρωπαϊσμού της Τουρκίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να αποδεχτεί να συζητήσει επί του καταλόγου των θεμάτων που αναδεικνύει η τουρκική εξωτερική πολιτική, εκτός από ένα. Αυτό της υφαλοκρηπίδας στην περιοχή του Αιγαίου, που μπορεί να επιλυθεί μόνο από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η εξωτερική πολιτική, λοιπόν, είναι υπόθεση όλου του έθνους. Αυτό σημαίνει ότι η ακροδεξιά και η εθνικιστική προσέγγιση προκαλούν προβλήματα. Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, είναι διαχρονικά ένα σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών. Και με το σκεπτικό αυτό, ο συμπαγής χαρακτήρας των συνόρων μας συναρτάται και από τη δυνατότητα πολιτισμικής και κοινωνικής ένταξης όλων εκείνων που πρέπει να επιδιώξουμε να αποτελέσουν άτυπους «πρέσβεις» της χώρας μας στον υπόλοιπο κόσμο.
Με αυτή την ευρύτητα σκέψης αλλά και με βάση την υφιστάμενη συγκυρία, που θέτει ξανά στο επίκεντρο ζητήματα ανακατανομής γεωπολιτικών δυνάμεων και συσχετισμών, αλλά και νέες προκλήσεις που θα κληθούμε να διαχειριστούμε στα εθνικά μας ζητήματα, ας ξεκινήσουμε όλοι με μία σαφή βάση αναφοράς. Αυτή που αποτυπώνει το σύνθημα του ίδιου του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1993, που παραμένει και σήμερα επίκαιρο. Πως η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ