Χαράλαμπος Γκότσης στο “Π”: Από τα λουκέτα στο Ταμείο Ανάκαμψης

Χαράλαμπος Γκότσης στο “Π”: Από τα λουκέτα στο Ταμείο Ανάκαμψης

Του
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΚΟΤΣΗ
Καθηγητή Οικονομικών, τ. Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς


Η ελληνική οικονομία, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο βαθιάς ύφεσης, μείωσης των εισοδημάτων, έντονης αναδιάρθρωσης και σχετικής σταθεροποίησης, με μια μικρή παρένθεση θετικών ρυθμών ανάκαμψης, από το δ’ τρίμηνο του 2019 και μετά επέστρεψε σε ύφεση, η οποία με αφορμή την πανδημία εκδηλώνεται με τον πλέον βίαιο τρόπο.

Οι καταγεγραμμένες απώλειες σε εθνική παραγωγή και εισόδημα, αποτέλεσμα των δύο κρίσεων, χρηματοοικονομικής και υγειονομικής, αθροίζονται σε 31% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος του 2007, που θεωρείται έτος βάσης με το υψηλότερο ΑΕΠ στην προ κρίσης περίοδο. Για να ανακτήσουμε πάλι το επίπεδο ευημερίας του 2007, το οποίο χωρίς αμφιβολία στηριζόταν σε πήλινα πόδια, θα χρειαστούν αρκετές δεκαετίες προσπάθειας.

Ας δούμε όμως πού βρισκόμαστε τώρα
Τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το σύνολο του έτους 2020 έδειξαν ύφεση 8,2%, την τρίτη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μεγάλη πτώση οφείλεται κυρίως στη μείωση κατά 5,2% της ιδιωτικής κατανάλωσης, αποτέλεσμα της συρρίκνωσης των εισοδημάτων, καθώς και στη βύθιση της αξίας των εξαγωγών κατά 21,7%. Η τελευταία έχει ως αιτία κυρίως τη μείωση των εισπράξεων στον τομέα του τουρισμού κατά 17 δισ. ευρώ. Περαιτέρω, οι κλάδοι που ξεχωρίζουν στην πτώση είναι το εμπόριο, οι μεταφορές, τα καταλύματα, η εστίαση, ο πολιτισμός, η ψυχαγωγία και εν γένει οι υπηρεσίες, σε αντίθεση με τη μεταποίηση, η οποία σε γενικές γραμμές διατήρησε τις επιδόσεις της. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα, το οποίο περιορίζει και τις προοπτικές εξόδου από την κρίση, όταν καταφέρουμε τελικά να θέσουμε υπό έλεγχο τον κίνδυνο της πανδημίας.

Οι νεότερες προβλέψεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ το τρέχον έτος κυμαίνονται μεταξύ του 2,7% και 3,5%, υπό την προϋπόθεση ότι το πρόβλημα της πανδημίας θα έχει αντιμετωπιστεί μέχρι τα τέλη Απριλίου, κάτι που φαντάζει εξωπραγματικό. Όμως, σε κάθε περίπτωση, οι επόμενοι μήνες θα είναι δύσκολοι και απαιτούν προσεκτικούς χειρισμούς στο πλαίσιο ενός γνήσιου μείγματος μακροοικονομικής πολιτικής κεϊνσιανής προέλευσης, το οποίο θα δράσει αντικυκλικά και θα ενισχύσει τη ζήτηση, ώστε να καλύψει τις απώλειες που θα προέλθουν από τη λήξη της στήριξης εισοδημάτων και απασχόλησης. Σχέδια για γρήγορη επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία θα πρέπει να αναβληθούν για πολύ αργότερα, αφού αντί να ενισχύσουν την οικονομία να ανακάμψει, θα προκαλέσουν πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο λιτότητας και ύφεσης. Είναι ανάγκη να ενισχυθούν βιώσιμες λειτουργικά επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από τις όποιες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τις οποίες επωμίσθηκαν, χωρίς τη δική τους υπαιτιότητα. Είναι σημαντικό να μην απομακρυνθεί από την παραγωγική διαδικασία ένα μέρος του παραγωγικού δυναμικού της χώρας μαζί με τις συνδεόμενες θέσεις εργασίας, τη στιγμή που είναι σε θέση να παράγει ανταγωνιστικά και αποδεκτά από την αγορά προϊόντα. Συνεπώς και οι συζητήσεις περί εταιρειών-«ζόμπι» θα πρέπει να γίνονται με μεγάλη προσοχή και με ευρύτερα κριτήρια αξιολόγησης και όχι μόνο τους τελευταίους ισολογισμούς.

Χωρίς αμφιβολία όμως, αν δεν υπάρξει επαρκής κρατική υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μετά το πέρας των βασικών προγραμμάτων «επιστρεπτέας προκαταβολής» και «Συν-Εργασία», θα μετρήσουμε μεγάλο όγκο χρεοκοπιών, οι οποίες θα παρασύρουν και έναν ικανό αριθμό εργαζομένων στην ανεργία. Ταυτόχρονα θα διογκωθούν και οι απώλειες των τραπεζών, αφού πλέον και με τη βούλα ένα μεγάλο μέρος των έως τώρα μη εξυπηρετούμενων δανείων θα καταστεί οριστικά μη επιστρεπτέο. Τώρα, σε ό,τι αφορά τη διόγκωση του δημοσίου χρέους, αυτό είναι πράγματι ένα πρόβλημα, αφού ήδη το 2020 προσέγγισε το 205%, όμως αυτό που προέχει τώρα είναι η αναθέρμανση της οικονομίας, η οποία στη διαδρομή θα στηρίξει, με την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ, και τα δημόσια ταμεία μέσω της προοδευτικής φορολογίας. Άλλωστε το πρόβλημα της υποχρέωσης θα τεθεί ως ευρωπαϊκό πλέον, αφού η χώρα μας δεν είναι η μόνη που βρίσκεται στη διακεκαυμένη ζώνη της αδυναμίας αποπληρωμής μακροπρόθεσμα.

Ελπίδα από το Ταμείο Ανάκαμψης;
Σημαντική συμβολή, χωρίς αμφιβολία, στη μεσοπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα έχει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης. Η χώρα μας συμμετέχει στην κατανομή του πακέτου των 750 δισ., που έγινε με βάση τις απώλειες σε ΑΕΠ και το επίπεδο της ανεργίας –ουδέν κακόν αμιγές καλού– με 30,5 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 17,8 αποτελούν επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 12,7 χαμηλότοκα δάνεια. Σε ό,τι αφορά την ίδια την απόφαση, να δανειστεί η ΕΕ για λογαριασμό της και στη συνέχεια να παράσχει οικονομική βοήθεια στις χώρες για την αντιμετώπιση της πανδημίας και την ανάκαμψη των οικονομιών τους, πρόκειται για μια μεγάλη στροφή στην πολιτική της, στην κατεύθυνση της έκδοσης οιονεί ευρωομολόγων. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει και συνέχεια. Όμως με την πάροδο του χρόνου αποκαλύπτεται ότι το ποσό των 750 δισ. είναι πολύ μικρό για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τα προβλήματα που επέφερε η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη. Αν συγκρίνουμε δε το ποσό αυτό με εκείνο που διέθεσαν και προγραμματίζουν άμεσα να διοχετεύσουν στην αγορά για την τόνωση της οικονομίας οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το οποίο ανέρχεται ήδη σε 4,1 τρισ. δολάρια, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν επαρκεί. Το άλλο, δυστυχώς μόνιμο πρόβλημα στη διαδικασία εφαρμογής των αποφάσεων στην ΕΕ αφορά τις δυσκολίες που συνεχώς αναφύονται σχετικά με την έναρξη λειτουργίας και τις σχετικές προκαταβολές. Να θυμηθούμε ότι οι υποσχέσεις έφεραν τα πρώτα κονδύλια ως προκαταβολές να καταφθάνουν στις χώρες τον Απρίλιο του 2021 (!). Προς το παρόν αναμένεται η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο έχει μπλοκάρει το σχετικό νομοσχέδιο με τη σύσταση στον πρόεδρο της χώρας να μην το υπογράψει.

Για τη χώρα μας δύο είναι τα θέματα που σχετίζονται με το Ταμείο.

Πρώτον, η σωστή αξιοποίηση των κεφαλαίων και, δεύτερον, η διασπορά των όποιων ωφελημάτων σε πλατύτερα στρώματα, στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας κοινωνικά δίκαιης και οικονομικά ισχυρής Ελλάδας. Για μεν το πρώτο οι επιφυλάξεις σχετίζονται με την προϊστορία της χρήσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Η χώρα μας έχει ευνοηθεί, σχεδόν σκανδαλωδώς, σε σύγκριση με άλλες στην κατανομή των ποσών, η δε συμμετοχή της ήταν πάντα διπλάσια ή και ακόμη τριπλάσια από το ποσοστό τού πληθυσμού της (2,9%) στο σύνολο της ΕΕ. Όμως αποτελεί κοινή συνείδηση –ας ελπίσουμε να έχει γίνει και μάθημα– ότι μεγάλο μέρος των κονδυλίων στο παρελθόν και από όλες τις κυβερνήσεις σπαταλήθηκαν χωρίς ιδιαίτερη συνεισφορά σε μια αειφόρο ανάπτυξη, που θα της επέτρεπαν να συμμετάσχει ισοδύναμα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να αντιμετωπίζει τις όποιες δυσκολίες παρουσιάζονται διαχρονικά, αυτοδύναμα και με επιτυχία. Το γεγονός ότι οι βασικοί στόχοι του Ταμείου (πράσινη ανάπτυξη, ψηφιακή μετάβαση, μεταρρυθμίσεις) υπαγορεύονται από την ιδρυτική του διακήρυξη αποτελεί εκ πρώτης όψεως μια θετική εξέλιξη. Όμως αν λάβουμε υπόψη ότι ακόμη καμία χώρα, πλην της Ελλάδος, δεν έχει καταθέσει το Εθνικό της Σχέδιο Ανάπτυξης δεν σημαίνει ότι δεν είναι ικανές να το κάνουν αλλά ότι διαπραγματεύονται με την Επιτροπή τη διαφοροποίησή τους, κατά περίπτωση, από τους καταναγκασμούς του προγράμματος.

Το δεύτερο θέμα που εγείρεται μετά την ανακοίνωση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, το οποίο άλλωστε αποτελεί μια εξειδίκευση της Έκθεσης Πισσαρίδη, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα υλοποιηθεί η βασική επιδίωξη του σχεδίου, που είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Επιδιώκεται η αύξηση των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, τα οποία θα συμβάλλουν στη μεγαλύτερη συμμετοχή των εξαγωγών στον σχηματισμό του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι οι περισσότερες ελληνικές εξαγωγές χαρακτηρίζονται από χαμηλή τεχνολογική ενσωμάτωση, θα επιδιωχθεί η συμμετοχή νέων τεχνολογιών και καινοτομίας στα παραγόμενα και προσφερόμενα προϊόντα. Η επιλογή των στόχων είναι πράγματι στη σωστή κατεύθυνση. Ποια είναι όμως τα εργαλεία με τα οποία θα προκύψουν αυτά τα αποτελέσματα;

Η μαγική φόρμουλα επιτυχίας κατά το πρόγραμμα είναι η στήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμό και να αυξήσουν τις εξαγωγές. Συνεπώς, θα πρέπει να υπάρξει μια περαιτέρω συγκέντρωση, με την εξαφάνιση, εκτός του 30% του συνόλου που έκλεισαν στη δεκαετή κρίση, πολλών ακόμη μικρών επιχειρήσεων. Ήδη στο σχέδιο που ανακοινώθηκε πρόσφατα αναφέρεται ότι τα 12,7 δισ. ευρώ του Ταμείου, που θα προέλθουν από δανεισμό, θα κατευθυνθούν προς τον ιδιωτικό τομέα. Σε περίπτωση δε που θα συμβάλλουν στη διενέργεια επενδύσεων, οι οποίες θα μας οδηγήσουν σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, με είσοδο νέων παικτών, Ελλήνων ή ξένων, στην επιχειρηματική σκακιέρα και στην προώθηση δράσεων που θα διαφοροποιήσουν την γκάμα των δέκα πρώτων εξαγώγιμων προϊόντων στην κατεύθυνση άλλων με υψηλή προστιθέμενη αξία, τότε όλα βαίνουν καλώς. Αν όμως –κάτι που θεωρούμε πολύ πιθανό– συνεχίσουν να τροφοδοτούν τις ίδιες δράσεις με τα προηγούμενα προγράμματα, τότε απλά θα έχουμε χάσει άλλη μια σημαντική ευκαιρία για να κρατήσει βηματισμό η χώρα μας στον δρόμο της προόδου μαζί με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ