Λούκα Κατσέλη στο “Π”: Επείγουσα ανάγκη η αντιμετώπιση της υπερχρέωσης

Λούκα Κατσέλη στο “Π”: Επείγουσα ανάγκη η αντιμετώπιση της υπερχρέωσης

Της
Ομότιμης Καθηγήτριας
ΛΟΥΚΑΣ Τ. ΚΑΤΣΕΛΗ
πρώην Υπουργού


Οι μνημονιακές πολιτικές που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης της περιόδου 2010 – 2018, όσο και τα μέτρα αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας για την αντιμετώπιση της πανδημίας τον τελευταίο χρόνο έχουν προκαλέσει δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος για χιλιάδες νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Η βαθιά ύφεση της οικονομίας (-10,4% το α’ τρίμηνο του 2021 σύμφωνα με το ΚΕΠΕ), η διαιώνιση της αβεβαιότητας και οι ανάγκες επιβίωσης αλλά και κάλυψης υποχρεώσεων προς τρίτους έχουν οδηγήσει σε αναστολή πληρωμής φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών και σε διόγκωση οφειλών προς τράπεζες και ιδιώτες.

Αν και η εξέλιξη και διάρθρωση του ιδιωτικού χρέους δεν παρακολουθείται και αποτιμάται συστηματικά, η επεξεργασία των διαθέσιμων στοιχείων αναδεικνύει μια εφιαλτική εικόνα ραγδαίας συσσώρευσης οφειλών τόσο του Ελληνικού Δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα.

Σύμφωνα με αυτή, στο τέλος του 2020, το συνολικό δημόσιο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθε σε 340 δισ. ευρώ (202% του ΑΕΠ). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος του 2009, όταν η χώρα αποκλείσθηκε από τις διεθνείς αγορές γιατί αυτές θεώρησαν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις οφειλές της στο μέλλον, το χρέος ήταν 298 δισ. ευρώ και ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος πολύ χαμηλότερο από το σημερινό καθώς το εθνικό εισόδημα δεν είχε υποστεί ακόμα καθίζηση (127%).

Ενώ το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, το ιδιωτικό χρέος ακολούθησε κι αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, ανοδική πορεία, ξεπερνώντας τα 250 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020 (257 δισ. ή 153% του ΑΕΠ). Οι οφειλές προς την Εφορία (106 δισ.), τις Τράπεζες (100 δισ.) και τους Ασφαλιστικούς φορείς (36 δισ.) αποτελούν τις βασικές κατηγορίες οφειλών. Το σύνολο επομένως του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους έχει ανέλθει στα 600 δισ. περίπου (354% ΑΕΠ) και αναμένεται να προσεγγίσει τα 640 δισ. στο τέλος του 2021 (372% ΑΕΠ).

Με βάση την εμπειρία του 2009 – 2010, οι εξελίξεις αυτές εγκυμονούν τεράστιους κινδύνους και θα οδηγήσουν σε νέα χρηματοπιστωτική κρίση αν οι αγορές θεωρήσουν, μετά το τέλος της πανδημίας, ότι η εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους δεν είναι εφικτή με βάση τους αναμενόμενους ασθενικούς ρυθμούς ανάκαμψης της οικονομίας και τις αντοχές των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Αν ο εξωτερικός δανεισμός κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας είχε χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, έτσι ώστε να αποφέρει έσοδα τα επόμενα χρόνια, τότε ένα μεγάλο τμήμα των οφειλόμενων θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί χωρίς πρόβλημα. Τα δάνεια όμως που χορηγήθηκαν στην Ελλάδα από τα κράτη-μέλη της ΕΕ και το ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου δόθηκαν για να εξυπηρετηθούν παλαιότερα δάνεια προς τους ίδιους τους πιστωτές. Μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό (περίπου 11%) χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, αφήνοντας την οικονομία ευάλωτη, για μία ακόμα φορά, στις κερδοσκοπικές ορέξεις των αγορών.

Η αποφυγή κρίσεων στο προσεχές μέλλον επιβάλλει τη λήψη μέτρων πολιτικής τόσο για την απομείωση των οφειλών όσο και για την ανάταξη της πραγματικής οικονομίας. Πρέπει να σπάσει ο φαύλος κύκλος μιας υπερχρεωμένης οικονομίας, όπου η ύφεση και η αύξηση της ανεργίας προκαλούν αδυναμία πληρωμής οφειλών σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, πτωχεύσεις, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες, ανακεφαλαιοποιήσεις και νέο δημόσιο δανεισμό με αποτέλεσμα την επιβολή νέων μέτρων λιτότητας και το βάθεμα της ύφεσης.

Όπως έχουν προτείνει τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και όλοι οι παραγωγικοί φορείς που εκπροσωπούν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, η απομείωση των οφειλών επιβάλλει τη στοχευμένη διαγραφή των τόκων, των τόκων υπερημερίας και των προσαυξήσεων, τη μείωση των επιτοκίων, την επιμήκυνση των περιόδων αποπληρωμής, την αύξηση των άτοκων δόσεων, το «κούρεμα» βασικών φορολογικών οφειλών κ.λπ.

Μια τέτοια τολμηρή παρέμβαση για την απομείωση του ιδιωτικού χρέους δεν μπορεί να αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών. Απαιτεί τη νομοθέτηση πλαισίου κανόνων ρύθμισης, με προτεινόμενες επιλογές αναδιάρθρωσης για κάθε κατηγορία οφειλών, όπως έγινε στο παρελθόν με τον ν. 3816/2010. Απαιτεί ταυτόχρονα την εφαρμογή ενός νέου Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, με κανονιστική ισχύ ιδιωτικού δικαίου, για την εφαρμογή αρχών υπεύθυνου δανεισμού και για τη διαφανή και αποτελεσματική διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων τόσο από τις τράπεζες όσο και από τις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων. Απαιτεί, τέλος, την αντικατάσταση του νέου Πτωχευτικού Κώδικα που υιοθετήθηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση, καθώς αυτός αποστερεί από τον πτωχευμένο οφειλέτη τη διαπραγματευτική ισχύ που διέθετε με τον ν. 3869/2010 («νόμος Κατσέλη»), την προστασία της πρώτης κατοικίας και τη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας επαγγελματικής δραστηριοποίησης.

Η ανάταξη της πραγματικής οικονομίας επιβάλλει μεταξύ άλλων στοχευμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, τολμηρές ρυθμιστικές και διοικητικές παρεμβάσεις για άρση των εμπλοκών και γραφειοκρατικών εμποδίων, μέτρα αντιμετώπισης της δημογραφικής γήρανσης και επένδυσης στο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, αναμόρφωση της επιδοματικής πολιτικής για μείωση των ανισοτήτων και στήριξη των πιο ευάλωτων ομάδων καθώς και προσαρμογές στο ασφαλιστικό σύστημα, με επαγγελματική αξιοποίηση των πόρων και περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων.

Οι διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αποτελούν ευκαιρία για την ανάταξη της οικονομίας. Αρκεί να μη χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο από σχετικά λίγους, ισχυρούς «εθνικούς πρωταθλητές» στον κατασκευαστικό, ενεργειακό ή τουριστικό κλάδο, οι οποίοι μόνο αυτοί θα έχουν και τη δυνατότητα να συνεισφέρουν ίδια κεφάλαια ή / και να δανειστούν από τις συστημικές τράπεζες. Το στοίχημα της ανάταξης θα κερδηθεί αν ταυτόχρονα ενισχυθούν στην ελληνική περιφέρεια ολοκληρωμένα δίκτυα μικρομεσαίων επιχειρήσεων και δημιουργηθούν αλυσίδες νέας προστιθέμενης αξίας στον αγροτοδιατροφικό τομέα, στη μεταποίηση, σε νέες μορφές τουρισμού, σε βιώσιμες υπηρεσίες…

Μια τέτοια ολιστική προσέγγιση απαιτεί σχεδιασμό, καθαρή στόχευση, αποτελεσματική οργάνωση και ρήξη με πελατειακά δίκτυα, που, όπως πάντα, καιροφυλακτούν… Το εγχείρημα είναι δύσκολο αλλά αναγκαίο…

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ