Νιέτοτσκα Νιεσβάνοβα
Συγγραφέας
Φιοντόρ Ντοστογιέβσκη
Μετάφραση
Αθηνά Σαραντίδη
Μια αληθινή τέχνη δεν μπορεί πια να θεωρήσει και να προσκυνήσει τα μικρά εικονίσματα που σύντριψε ο Nτοστογιέβσκη, ούτε να κλείσει πια το μυθιστόρημα μέσα στο στενό κύκλο της κοινωνίας και των αισθημάτων, ούτε ν’ αφήσει αφώτιστες εκείνες τις ενδιάμεσες και μυστηριώδεις καταστάσεις της ψυχής, που τις πλημμύρισε με το φως του ο ίδιος. Eίναι ο πρώτος που μας έδωσε μια ιδέα του ανθρώπου, που είναι ο ίδιος ο εαυτός μας, κοιταγμένος σε καθρέφτη. Tου σημερινού ανθρώπου που ξεχωρίζει απ‘ τον παλιό, γιατί τα αισθήματά του είναι πιο διαφοροποιημένα και γέρνει κάτω απ’ το βάρος μιας γνώσης, που δεν την είχανε ποτέ οι προγενέστεροί του. Kανένας δεν μπορεί να ξέρει πόσο πλησιάσαμε τους ήρωες του Nτοστογιέβσκη μέσα σε εβδομήντα χρόνια, δηλαδή από τότε που πρωτοφάνηκαν τα βιβλία του, πόσες απ’ τις προφητείες του και τα προαισθήματά του πραγματωθήκανε μέσα στο αίμα μας και μέσα στο πνεύμα μας. Ίσως οι άγνωστες χώρες που τις πρωτοπάτησε αυτός, να ’ναι πια η πατρίδα μας.
Απόσπασμα βιβλίου
[…] Και φλυαρήσαμε ακόμα πολλή ώρα. Ένας Θεός ξέρει μονάχα τι είπαμε. Και πρώτα πρώτα, η μικρή πριγκίπισσα μου ’πε για τα σχέδιά της, για το μέλλον και την τωρινή της κατάσταση. Κι έτσι έμαθα πως αγαπούσε τον μπαμπά της περισσότερο απ’ όλους, περισσότερο ακόμα κι από μένα. Έπειτα βγάλαμε την απόφαση πως η μαντάμ Λεοτάρ ήτανε θαυμάσια γυναίκα και πως κάθε άλλο παρά αυστηρή ήτανε. Κατόπι, σκεφτήκαμε τι θα κάναμε αύριο και μεθαύριο και γενικά κανονίσαμε τη ζωή μας για είκοσι τουλάχιστο χρόνια. Η Κάτια σκέφτηκε πως θα ζήσουμε έτσι: Τη μια μέρα θα διέταζε κείνη κι εγώ θα ’κανα ότι μου ’λεγε, ενώ την άλλη θα γινότανε το αντίθετο, θα πρόσταζα εγώ κι εκείνη θα μ’ άκουγε δίχως αντιλογίες. Κι αν μια από μας έκανε στα ψέματα καμιά απειθαρχία, θα κάναμε πως τσακωνόμαστε, έτσι για τα μάτια, έπειτα πάλι θα φιλιώναμε γρήγορα. Με λίγα λόγια, μας περίμενε μια ευτυχία ατέλειωτη. Στα τελευταία κουραστήκαμε να φλυαρούμε και τα μάτια μου σφάλισαν. Η Κάτια γελούσε μαζί μου, μ’ έλεγε υπναρού, ενώ η ίδια αποκοιμήθηκε πριν από μένα. Το πρωί ξυπνήσαμε μαζί, φιληθήκαμε στα πεταχτά, γιατί κάποιος έμπαινε στην κάμαρά μας. Μόλις πρόφτασα να τρέξω στο κρεβάτι μου.
Όλη την άλλη μέρα δεν ξέραμε τι να κάνουμε η μια στην άλλη απ’ τη χαρά μας. Όλο κρυβόμαστε και αποφεύγαμε τους άλλους, γιατί φοβόμαστε τ’ αδιάκριτα μάτια. Τέλος, άρχισα να διηγιέμαι την ιστορία μου. Η Κάτια ήτανε κατασυγκινημένη και μόνο που δεν έκλαιγε ακούγοντας την αφήγησή μου. […]
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Κατηγορία: ΞΕΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ISBN:978-960-446-102-8