Σ. Ρομπόλης – Β. Μπέτσης στο “Π”: Εργασιακό: Από την ευελιξία στην ανασφάλεια και στη χειραγώγηση της εργασίας
Των
ΣΑΒΒΑ Γ. ΡΟΜΠΟΛΗ
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
και
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Γ. ΜΠΕΤΣΗ
Δρος Παντείου Πανεπιστημίου
Στη διεθνή και ευρωπαϊκή επιστημονική συζήτηση αντιπαρατίθενται τα συμπεράσματα των μελετών που αποδεικνύουν ότι η χαλάρωση της εργασιακής νομοθεσίας και ειδικότερα των ευκολότερων απολύσεων προκαλεί τη μείωση της εργασιακής δημιουργικότητας, αποσπά τον εργαζόμενο από την εργασία, μειώνει την ποιότητα της εργασίας, συσχετίζοντας θετικά αυτήν την πολιτική με την αύξηση της ανεργίας, του άνεργου χρόνου και την επαγγελματική επιμόρφωση, ώστε «να επιτυγχάνεται γρηγορότερα και ταχύτερα η προσαρμογή στους οικονομικούς κύκλους όχι μόνο νέων αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας των 50 ετών ανέργων».
Από την άλλη πλευρά, σε άλλες μελέτες (π.χ. Pisaridis 2010, Scarpetta 2014) υποστηρίζεται ότι η χαλάρωση της εργασιακής νομοθεσίας και ειδικότερα της ευκολίας των απολύσεων «διευκολύνει τη μετακίνηση των εργαζομένων, αυξάνοντας έτσι την παραγωγικότητα, δεδομένου ότι σε μια ύφεση αυτοί που απολύονται από τις προβληματικές εταιρείες και προσλαμβάνονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα από άλλες βιώσιμες εταιρείες συμβάλλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας». Αντίθετα, ο ΟΟΣΑ (Οικονομικός Οργανισμός Συνεργασίας και Ανάπτυξης) σε σχετική μελέτη του με τίτλο «Good jobs for all in a changing world of work: The OCDE job strategy» (Paris 2018) υποστηρίζει ότι «η εργασιακή ασφάλεια έχει μεγαλύτερα οφέλη για την οικονομία, δεδομένου ότι αυξάνει τη δημιουργικότητα και μειώνει την ανασφάλεια και αυτό είναι καλύτερο για το σύνολο της οικονομίας.
Επιπλέον, αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της εργασιακής ασφάλειας και της αύξησης της ανεργίας. Έτσι, αναδεικνύεται ότι η εργασιακή ασφάλεια αυξάνει την ποιότητα της εργασίας του εργαζόμενου και την ποιότητα του αποτελέσματος της εργασίας». Όμως, ο πρωθυπουργός στην ομιλία του κατά την επίσκεψή του (22/1/2021) στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων επικεντρώθηκε μεταξύ των άλλων στην έγκαιρη κατάρτιση και κατάθεση δύο νομοσχεδίων (απορρυθμιστικές αλλαγές της εργασιακής νομοθεσίας, κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης). Πιο συγκεκριμένα επισήμανε ότι «οι οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές εξελίξεις είναι ταχύτατες και επιβάλλουν την προσαρμογή της χώρας μας στα νέα δεδομένα».
Κατά συνέπεια η αναφορά αυτή υποδηλώνει την κυβερνητική επιλογή της πλήρους αποκαθήλωσης των εργασιακών δικαιωμάτων, των εργασιακών σχέσεων, του θεσμικού πλαισίου της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της κήρυξης των απεργιακών κινητοποιήσεων. Με άλλα λόγια, η νομοθετική διεύρυνση όλων των μορφών ευελιξίας (απασχόλησης, εισοδήματος, χρόνου εργασίας-απλήρωτη υπερωριακή απασχόληση, ευελιξία τηλεργασίας, συρρίκνωση εργασιακών δικαιωμάτων, περιορισμοί συνδικαλιστικής δραστηριότητας και της κήρυξης απεργιών κ.λπ.) ουσιαστικά συνιστά το τέταρτο Μνημόνιο αποκαθήλωσης των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων και ρυθμισμένων εργασιακών θεσμών (συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ελεύθερη διαπραγμάτευση των κοινωνικών συνομιλητών για τον κατώτατο μισθό, διαμεσολάβηση και διαιτησία κ.λπ.).
Επιπλέον, στις σημερινές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της πανδημίας και της διεύρυνσης των ανισοτήτων, που έφεραν την ελληνική οικονομία δέκα χρόνια πριν και η αγορά εργασίας απειλείται το 2021 με υψηλή ανεργία, η συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή σηματοδοτεί ουσιαστικά την προσαρμογή της σε μια νεοφιλελεύθερου τύπου μετάβαση του μοντέλου ανάπτυξης από την παραγωγική καταστροφή μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στη συγκέντρωση-συγκεντροποίηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου σε μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας και από την ευελιξία της εργασίας στη θεσμοποιημένη ανασφάλεια και στη χειραγώγηση της εργασίας.
Πράγματι, η επέκταση των ατομικών συμβάσεων εργασίας στη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η απόλυτη ευελιξία στην τηλεργασία, η απασχόληση κατά το Σαββατοκύριακο, η κατάργηση της υπερεργασίας και η ενίσχυση κατά αναλογία απλήρωτων υπερωριών, το μητρώο στα συνδικάτα, οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες στα συνδικάτα για την κήρυξη των απεργιών κ.λπ. θα αποτελέσουν μια ανησυχητική κοινωνικοοικονομική πρόκληση, με την έννοια της επώασης συνθηκών υψηλής εργασιακής αβεβαιότητας, εισοδηματικής ανασφάλειας (δίδυμη ανασφάλεια) και κοινωνικών εκρήξεων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για τον βηματισμό και την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 2021 – 2030. Αυτό σημαίνει ότι η κυβερνητική επιλογή της θεσμοποιημένης εγκαθίδρυσης, κατά τα επόμενα προσεχή έτη στη χώρα μας, μιας εργασιακής, εισοδηματικής αλλά και κοινωνικοασφαλιστικής πραγματικότητας «με περισσότερο και ευέλικτο χρόνο εργασίας, λιγότερο εισόδημα και χαμηλότερο επίπεδο συντάξεων» θα διευρύνει περαιτέρω, μεταξύ των άλλων, την αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, τη διεύρυνση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, τη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής και την ανεξέλεγκτη αύξηση της κερδοφορίας.
Επιπλέον, όπως προκύπτει ιστορικά εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική νεοφιλελεύθερη επιλογή του μοντέλου ανάπτυξης σε συνδυασμό με την κυρίαρχη διαρθρωτική πολιτική της χειραγώγησης εργασιακών θεσμών, της συρρίκνωσης των εργασιακών δικαιωμάτων και της αποδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας (shock therapy) θεσμοποιούν τις ανισότητες και τη φτωχοποίηση του πληθυσμού, διευρύνουν το χάσμα μεταξύ των ασκούμενων πολιτικών και των αναγκών της οικονομίας και της κοινωνίας, σε βαθμό που οι μακροοικονομικές, κοινωνικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις τους θα ενεργοποιήσουν τις γενεσιουργές αιτίες μιας νέας οικονομικής – κοινωνικής κρίσης κατά την τρέχουσα δεκαετία.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ