ΑΓΙΟ ΑΙΜΑ

ΑΓΙΟ ΑΙΜΑ


Συγγραφέας
ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ


Το μικρό αγόρι κρεμιέται απάνω της, τα χεράκια του δεμένα στον λαιμό της, το προσωπάκι του φωλιασμένο στον κόρφο της. Η μάνα τον σφίγγει στην αγκάλη της, ανασαίνει με λαχτάρα τις ανάσες του και μια στιγμή καρτερά. Μια στιγμή για το στερνό της κοίταγμα, το στερνό της δάκρυ, τα στερνά της λόγια. «Γιε μου… Αϊτέ μου…» Μια στιγμή μονάχα πριν ριχτεί στο βάραθρο.
Σουλιώτισσες, Μοραΐτισσες, δολιομάνες, μορφές σκλαβωμένες μα και μορφές θεριεμένες που ρίχνονται σε αγώνα ανείπωτο για ν’ αλλάξουν την αλυσόδετη μοίρα τους.
Στο Σούλι και στα Γιάννενα, στον Μοριά και στα Ψαρά, στη Ρούμελη και στο Μεσολόγγι, φτάνει η στιγμή του σηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Τότε αρχινά τούτο δω το μυθιστόρημα, όταν οι γονατισμένοι πιάνουν τ’ άρματα και ορθώνουν ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη.
Η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, ο Νικόλας, η Αργυρώ και σιμά τους οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβελαίοι, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι αρματωμένοι της Kλεφτουριάς κι οι απόστολοι της Φιλικής, οι μπουρλοτιέρηδες κι οι καπετάνισσες. Ήρωες και ηρωίδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους. Αυτός είναι ο αγώνας τους. Αυτή είναι η Ιστορία μας.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Ary Scheffer, Οι Σουλιώτισσες (λεπτομέρεια), 1827, ελαιογραφία,
Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι.

Απόσπασμα βιβλίου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Εξόδιο 

Τεργέστη, άνοιξη του 1827 

Με κόπο ανοίγει τα βλέφαρά του. Οι εφιάλτες, που στοίχειωναν τον ύπνο και τον ξύπνο του μήνες τώρα, αρχίζουν επιτέλους ν’ αραιώνουν αλαφρώνοντας τον σταυρό που κουβαλάει κοντά έναν χρόνο. Τώρα πλέον δεν τινάζεται απ’ το λιγοΰπνι του με μάτια γουρλωμένα και δόντια σφιγμένα, με χτυποκάρδι που θυμίζει καλπασμό πεταλωμένου αλόγου. Τις τελευταίες βδομάδες πέφτει άνευρος κι εξουθενωμένος στο μπαμπακόστρωμά του και τον παίρνει ένας ύπνος που του βαραίνει το στήθος σαν μολύβδινος τουρμπές* και τον σπρώχνει σε βάραθρα σκοτεινιασμένα, σε μέρη άξενα, σε τόπους ερημίας. Άκρα του τάφου σιωπή τα όνειρά του πια.
Τον πρώτο καιρό πάσχιζε βδομάδες ολάκερες για να καταφέρει να σφαλίσει τα μάτια του λίγες στιγμές· μόλις τα βλέφαρά του βάραιναν, η ψυχή του αγρίευε κι ο νους του επέστρεφε στη σφαγή. Πάλι στην ντάπια** του Στουρνάρη που είχε οριστεί για την πορεία της τρίτης φάλαγγας, πάλι στη ματοκυλισμένη τάφρο που είχαν σκάψει οι αραπάδες του Μπραΐμη περιζώνοντας την πόλη, πάλι στην απασσάλωτη γέφυρα πατώντας απάνω στα κομματιασμένα κορμιά των συμπολεμιστών του. Ιδρώτας τον περίλουζε, κρύος ιδρώτας, τρέμουλο βαρύ κι ανάσες λαχανιασμένες, όμοιες σαν εκείνης της νύχτας που πάλεψε να οδηγήσει στο μοναστήρι του Αγίου Συμεών τα γυναικόπαιδα που ούρλιαζαν και σπάραζαν γύρω του.
Ανοίγει με κόπο τα βλέφαρά του και πιέζει με δύναμη τους αντίχειρες στα πρησμένα μάτια του, νιώθοντάς τα να τρίβονται στις κόγχες τους. Ακόμη κι έτσι, δε συνέρχεται ολότελα από τα σκοτεινά του βάραθρα, αιωρείται στο μεταίχμιο των βουβαμένων ονείρων και των βημάτων που αντηχούν έξω από την υπόγεια κάμαρα, στο στενό λιθόστρωτο. Ώρα μετά, καταφέρνει να βρει δύναμη στο παραλυμένο κορμί του, ανακαθίζει στα νοτισμένα στρωσίδια και κοιτάει τον τοίχο αντίκρυ του, κέντημα της υγρασίας και της μούχλας. Η εικόνα του στενού φεγγίτη λίγο ψηλότερα δε δείχνει νυχτιάτικη, ωστόσο το φέξιμο λειψό, δεν καταλαβαίνει αν έχει ξημερώσει. Πολλά πρωινά, καθώς έβγαινε με άχθος απ’ τη βαρυπνιά του, το θολό βλέμμα του ξεγελιόταν, υπήρχαν μεσονύχτια που τα νόμιζε για χαραυγές, άλλες φορές, πάλι, ακόμη και το αχνό φέγγος των λαδοφάναρων του δρόμου, φως ημερινό το πίστευε.
Με το καμπάνισμα απ’ το ρολόι του Αγίου Νικολάου μπορεί επιτέλους συμπέρασμα να βγάλει, ακόμη κι αν μπερδεύει κάποιο χτύπο μες στη χαύνωσή του, πάλι έχει φτάσει το πρωινό, έξι ίσως κι εφτά τα χτυπήματα που ακούει. Ώσπου να ντυθεί και να ποδεθεί, η ώρα θα κυλήσει, νιώθει έντονη τη βιάση μέσα του, ακόμη μια μέρα αρχινά, ακόμη μια απαντοχή, ίσως κάτι να του φανερώσει, όχι τη γυναίκα και το παιδί του που μάταια καρτεράει τόσους μήνες, τέτοιο θαύμα δύσκολα το περιμένει πια, μα έστω, ένα μαντάτο από κάποιον ταξιδιώτη που έφτασε στο λιμάνι με σκαρί γραικικό, μια πληροφορία στα ναυτιλιακά πρακτορεία, μια κουβέντα στα στέκια των Ρωμιών σιμά στις αποβάθρες και στην πιάτσα της Μπόρσας…

* Μουσουλμανικό ταφικό μνημείο με θολωτή σκεπή.
** Προμαχώνας σε τείχος ή κάστρο.

Διαβάστε τη συνέχεια ΕΔΩ


Λίγα λόγια για τον συγγραφέα 

Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκαεφτά μυθιστορήματα ενηλίκων, τέσσερα μυθιστορήματα για παιδιά και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Το μυθιστόρημά του ΤΟ ΑΣΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης.

ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία, Ιστορικό Μυθιστόρημα, 1821
ISBN 978-618-01-3884-9

Δείτε το video του βιβλίου


Σχολιάστε εδώ