Στα χνάρια του Σχεδίου Μάρσαλ τα μεσογειακά προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ, το Ταμείο Ανάκαμψης;

Στα χνάρια του Σχεδίου Μάρσαλ τα μεσογειακά προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ, το Ταμείο Ανάκαμψης;

Του Κώστα Μελά, Καθηγητή Οικονομίας


Η ελληνική οικονομία στα 200 χρόνια ύπαρξης του ελληνικού κράτους έχει πραγματοποιήσει διαχρονικά σημαντική πρόοδο, ώστε σήμερα να βρίσκεται, παρά την υπερδεκάχρονη βαθιά κρίση, στις 30 πρώτες αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη.

Η ιστορική πορεία της ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε σε ένα ιδιόμορφο παραγωγικό υπόδειγμα, το οποίο ποτέ δεν κατάφερε να ενσωματώσει ουσιαστικά τις μεγάλες τεχνολογικές εξελίξεις που εμφανίστηκαν από την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επί της ουσίας έχασε τις δύο βιομηχανικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα, και την ηλεκτρονική επανάσταση του τέλους του 20ού αιώνα. Στο παραγωγικό της υπόδειγμα ενσωμάτωσε πάντοτε μια μέση και χαμηλή τεχνολογία, με ελάχιστες ίσως, κατά καιρούς, νησίδες υψηλότερης τεχνολογίας. Σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με την επανάσταση της ψηφιακής – τεχνητής νοημοσύνης, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, ήδη έχει ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στις προηγμένες οικονομίες.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αφορμή τους πόρους που θα εισαχθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης, επαναφέρει πάλι σε πρώτο πλάνο την αλλαγή του υφιστάμενου παραγωγικού υποδείγματος, κυρίως με την ενσωμάτωση της νέας ψηφιακής τεχνολογίας. Η αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας είναι μια παλιά συζήτηση η οποία διαρκεί στη χώρα τουλάχιστον από τις αρχές της μετεμφυλιακής περιόδου. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν, αυτό που συνέβη ήταν ένας ποσοτικός εκσυγχρονισμός της οικονομίας, που δεν ήταν πάντοτε προς τη σωστή κατεύθυνση. Ως παράδειγμα αναφέρω την υπέρμετρη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών (με ενσωμάτωση χαμηλής τεχνολογίας, π.χ., σε τουρισμό και εμπόριο). Είναι τουλάχιστον άξιον απορίας από πού απορρέει η υπέρμετρη αισιοδοξία της κυβέρνησης ότι μπορεί να δρομολογήσει τέτοιες αλλαγές που θα θίξουν τα δομικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας, που ανιχνεύονται σχεδόν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το ότι ομιλεί για αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος εν έτει 2021 και όχι για εκσυγχρονιστική προσαρμογή σε επιμέρους τομείς και σημεία δείχνει το μέγεθος του εγχειρήματος στο οποίο ενυπάρχουν εξαρχής όλα τα σπέρματα της αποτυχίας. Τι είναι αυτό που κάνει την κυβέρνηση να πιστεύει ότι αυτήν τη φορά θα μπορέσουν τα πράγματα να είναι διαφορετικά;

Αν θεωρεί η κυβέρνηση ότι είναι ο όγκος των πόρων που θα έχει στη διάθεσή της, θα πρέπει να γνωρίζει ότι και στα τελευταία 70 χρόνια έχουν υπάρξει ανάλογες περιπτώσεις, το Σχέδιο Μάρσαλ, τα μεσογειακά προγράμματα, τα πακέτα Ντελόρ και γενικά τα Κοινοτικά Προγράμματα Στήριξης. Με τα προγράμματα αυτά εισέρευσαν στην ελληνική οικονομία μεγάλα χρηματικά ποσά για να χρηματοδοτήσουν διάφορα εμβληματικά έργα που θα οδηγούσαν στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος και τη χώρα σε νέες επιτυχίες. Γνωρίζουμε, εκ του αποτελέσματος, ότι τα μεγάλα αυτά ποσά δεν οδήγησαν στην αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος, τα ονομαζόμενα «δομικά προβλήματα» της ελληνικής οικονομίας δεν ξεπεράστηκαν, αλλά, ως εκ θαύματος, η ελληνική οικονομία έκανε σημαντικά βήματα προόδου και πήρε θέση στις πλέον αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Οι φοβεροί σχεδιασμοί, τα αλλεπάλληλα μεγαλεπήβολα σχέδια επί χάρτου παρέμειναν στα γραφεία όσων τα σχεδίασαν και οι ανάλογες φιλοδοξίες των κυβερνήσεων, που παρέμειναν να αιωρούνται στον αέρα της ανυπαρξίας, στοιχειώνουν και τη σημερινή κυβέρνηση.

Αν ακόμη θεωρεί η κυβέρνηση ότι η οικονομική της ιδεολογία της παρέχει τη δυνατότητα να διαβάζει σωστά την πραγματικότητα και να επεμβαίνει σε αυτή, όλη η τελευταία περίοδος της κρίσης, σε παγκόσμιο περίοδο, έχει δείξει περίτρανα τις αποτυχίες της και μάλιστα σιγά σιγά έχουν αρχίσει να αναθεωρούνται βασικά της θεωρητικά δόγματα.

Τώρα, δεδομένων των περιορισμών και των κριτηρίων που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τους τρόπους διάθεσης των πόρων (κυρίως ψηφιακή μετάβαση και πράσινη ανάπτυξη), είναι σαφές ότι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι αυτές που θα επωφεληθούν. Συγκεκριμένα, επιχειρήσεις από τον κατασκευαστικό και ενεργειακό κλάδο, την ευρέως νοούμενη τεχνολογία πληροφορικής, την παραγωγή καλωδίων, την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, όμιλοι μηχανολογικού, ηλεκτρολογικού και άλλου εξοπλισμού, όπως γεωργικών μηχανημάτων, οχημάτων, εναέριων μέσων, οικοδομικών υλικών, αλλά και όμιλοι εκπαίδευσης και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, ακόμα και επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή δορυφόρων και την ψηφιοποίηση εγγράφων, είναι μεταξύ εκείνων που μπορούν να ωφεληθούν από τα έργα που περιλαμβάνει το σχέδιο ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία. Πολύ καλά τα νέα για αυτές τις επιχειρήσεις (πάντα κρατώντας μικρό καλάθι), αλλά, ειλικρινά, ποιο είναι το ποσοστό τους στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων;

Ένα ακόμη σημείο: Η ελληνική κυβέρνηση προτείνει να χρησιμοποιήσει τα δάνεια κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ύψους 12,6 δισ. ευρώ, υπό μορφή δανείων για τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών επενδύσεων, προτείνοντας ταυτόχρονα πρόσθετες μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις.

Οι προωθούμενες επενδύσεις είναι ιδιωτικές επενδύσεις συγχρηματοδοτούμενες (τουλάχιστον κατά 50%) με τα ίδια κεφάλαια των επενδυτών και δάνεια προερχόμενα από το χρηματοπιστωτικό σύστημα ή/και ευρωπαϊκούς χρηματοδοτικούς θεσμούς (EIB, EBRD) και αφορούν επιχειρηματικές προτάσεις που προωθούν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση καθώς και την καινοτομία, τις οικονομίες κλίμακος και τις υψηλότερες εξαγωγές.

Τα δάνεια αυτά θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά για να φτάσουμε στα 26 δισ. ευρώ συνολικών επενδύσεων. Δηλαδή, τα 12,6 δισ. ευρώ των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελούν ποσοστό μέχρι 50% της επένδυσης, η οποία θα συμπληρώνεται κατά 20% από ίδια κεφάλαια και κατά 30% από δάνεια από τράπεζες.

Η χρησιμοποίηση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 12,6 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων αποτελεί μια ελληνική καινοτομία, που θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να περάσει τη δοκιμασία της κοινοτικής γραφειοκρατίας.

Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των δανείων, αντί των εγγυήσεων, σημαίνει επιβάρυνση του δημοσίου χρέους, τουλάχιστον προσωρινά, δηλαδή μέχρι την εξόφληση των δανείων. Στον βαθμό που κάποιο δάνειο δεν θα εξοφληθεί, η επιβάρυνση θα είναι μόνιμη.

Σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό κ. Σκυλακάκη, «ουσιαστικά το ρίσκο της επένδυσης θα είναι κατά 100% στον ιδιώτη επενδυτή, αφού το κράτος θα ‘‘επιδοτεί’’ μόνο το σχεδόν μηδενικό επιτόκιο που θα έχει το 50%, που θα είναι κοινοτικά δάνεια». Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Μετά την κρίση του κορονοϊού, θα υπάρξουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες θα ρισκάρουν να επενδύσουν με αυτό το σχήμα; Και αν υπάρχουν, με βάση τα υψηλά πιστοδοτικά κριτήρια που θέτουν οι τράπεζες (μαζί με την πλήρη αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν τις παραγωγικές επενδύσεις), πόσες θα λάβουν τον απαραίτητο τραπεζικό δανεισμό σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό;

Μήπως, μέσα από τον κυβερνητικό σχεδιασμό, επιδιώκεται ο μεγάλος όγκος των χρημάτων να οδηγηθεί εξ αντικειμένου στις μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, σε συνεργασία με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των Ευρωπαίων, και οι υπόλοιπες να αναμένουν να διαχυθεί προς τα κάτω η ανάπτυξη; Η ιστορία πάντως συνηγορεί υπέρ αυτού.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ