ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΜΙΝΗΣ στο “Π”: Ελληνοτουρκικά: Να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για ένα νέο Ελσίνκι
Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΜΙΝΗ
Βουλευτή Επικρατείας του Κινήματος Αλλαγής
Η ελληνοτουρκική διένεξη έχει εισέλθει, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία αλλά ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο, σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή. Η εξομάλυνση αυτής της πολυεπίπεδης και πολυπαραγοντικής κρίσης είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική διπλωματία και οι ελληνικές κυβερνήσεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Ας αναλογιστούμε μόνο τη γειτονιά στην οποία βρισκόμαστε, τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων και στο κέντρο δύο γεωστρατηγικών τριγώνων, στον Βορρά προς την Κασπία και τον Καύκασο και στον νότο προς τη Μέση Ανατολή και τον Περσικό κόλπο. Όλες οι μεγάλες δυνάμεις σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία, η Ευρωπαϊκή Ένωση, εσχάτως η Κίνα αλλά και το Ισραήλ και ο Αραβικός Κόσμος, προσδοκούν οφέλη σε μια περιοχή πλούσια σε ιστορία, ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, με τεράστια γεωστρατηγική σημασία.
Και στη μέση βρίσκεται η Ελλάδα και οι προβληματικές της σχέσεις με τη γείτονα χώρα. Σχέσεις που έχουν αισθητά επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια, με δύο κυρίως παράγοντες να έχουν διαδραματίσει κυρίαρχο ρόλο για την αλλαγή αυτή. Αφενός η σοκαριστική διολίσθηση της ίδιας της Τουρκίας από μια προβληματική μεν, αλλά πάντως λειτουργούσα δημοκρατία σε ένα ξεκάθαρο αυταρχικό καθεστώς. Αφετέρου η προσφυγική κρίση του 2015 και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις την έχουν διαχειριστεί.
Η Τουρκία του Ερντογάν δεν μπορεί, εδώ και καιρό, να αποκαλείται δημοκρατία. Συμπληρώνοντας σχεδόν 20 χρόνια στην εξουσία, το καθεστώς Ερντογάν συγκεντρώνει πλέον όλα τα χαρακτηριστικά ενός κράτους σε πλήρη αποδρομή από τη δημοκρατική νόρμα. Oι κινήσεις του τούρκου ηγέτη είναι σπασμωδικές, υπερφίαλες και τελικά ζημιογόνες για την ίδια του την πατρίδα. Η εκτεταμένη διαφθορά και τα τεράστια οικονομικά σκάνδαλα, oι συνεχείς διώξεις δημοσιογράφων και άλλων αντιφρονούντων, ο ευτελισμός του κράτους δικαίου, η άφρων εξωτερική πολιτική, με τη δημιουργία εχθρών και τη συμμετοχή σε διαδοχικούς πολέμους, έχουν τραυματίσει την τουρκική οικονομία και κοινωνία.
Αυτήν ακριβώς τη χώρα οι ευρωπαίοι εταίροι μας αποφάσισαν να καταστήσουν κλειδοκράτορα του προσφυγικού ζητήματος, με την ανοχή, δυστυχώς, των ελληνικών κυβερνήσεων. Η κοινή δήλωση ΕΕ – Τουρκίας του 2016, που θα μπορούσε να είναι ανεκτή μόνο αν είχε προσωρινό χαρακτήρα, μονιμοποιήθηκε. Η σημερινή κυβέρνηση μάλιστα εμφανίζεται να συζητά τη διαιώνισή της και τα επόμενα χρόνια. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υποχρεωτικού συστήματος αλληλεγγύης για τον καταμερισμό και τη μετεγκατάσταση των προσφύγων σε άλλα κράτη-μέλη, που θα αντικαθιστούσε τη δήλωση, απέτυχε. Η Τουρκία αφέθηκε να εκβιάζει με όπλα τον ανθρώπινο πόνο των προσφύγων και την αναποφασιστικότητα των Ευρωπαίων. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τα γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα και ιδιαίτερα τα νησιά μας.
Πώς τοποθετείται λοιπόν η Ελλάδα απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα; Είμαστε, φυσικά, για να θυμηθώ τον τίτλο ενός εξαιρετικού βιβλίου του βρετανού δημοσιογράφου Τιμ Μάρσαλ, «αιχμάλωτοι της γεωγραφίας». Τούτο σημαίνει πως δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε και να λειτουργούμε σαν το πρόβλημα να μην υπάρχει. Η Τουρκία θα παραμείνει δίπλα μας και η Ελλάδα έχει χρέος να συνεχίσει να συνδιαλέγεται μαζί της. Καλώς λοιπόν ξεκίνησαν εκ νέου οι διερευνητικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών και οφείλουν να συνεχιστούν με ομαλότητα. Προς τούτο, δε, θα ήταν πολύ χρήσιμη μια απόφαση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών, τη σύγκληση του οποίου αρνείται αδικαιολόγητα η κυβέρνηση, παρά τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις του Κινήματος Αλλαγής. Λογική και η προώθηση της θετικής ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τις σχέσεις της με την Τουρκία, αφού η Ιστορία έχει δείξει ότι όσο η Τουρκία νιώθει ότι έχει κάτι να κερδίσει από την Ευρώπη τόσο πιο προβλέψιμη και «ευπροσήγορη» καθίσταται.
Όλα αυτά, όμως, για να έχουν ένα σαφές αντίκρισμα, θα πρέπει να συνοδεύονται από συγκεκριμένες δεσμεύσεις της Τουρκίας τόσο ως προς τις σχέσεις της με την Ελλάδα όσο και ως προς το εσωτερικό της. Μια Τουρκία που αίρει το casus belli, που δεν φυλακίζει πλέον όποιον διαφωνεί με τις επίσημες πολιτικές και δεν επεμβαίνει στη δικαστική εξουσία, που προσχωρεί σε διεθνείς συνθήκες, όπως η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, και δεν αποχωρεί από αυτές, όπως έκανε προσφάτως με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τα δικαιώματα των γυναικών. Μια Τουρκία, τέλος, που δεν λειτουργεί ως περιφερειακός ταραξίας στο Προσφυγικό και στις συγκρούσεις της περιοχής αλλά συνεργάζεται με ειλικρίνεια είναι μια Τουρκία με την οποία αξίζει να κάτσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από τη Συμφωνία του Ελσίνκι. Εκείνη η μεγάλη διπλωματική επιτυχία της χώρας μας στηρίχθηκε ακριβώς πάνω στην αρχή του καρότου και του μαστιγίου. Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη και υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου, δούλεψε μεθοδικά και αξιοποίησε τις διεθνείς συγκυρίες για να πετύχει μια συμφωνία που άνοιξε τον δρόμο για την αναίμακτη είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οδήγησε σε δέκα χρόνια ευημερίας, ειρήνης και πρωτοφανούς οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ ανάγκη να δημιουργηθούν οι συνθήκες για ένα νέο Ελσίνκι, προσαρμοσμένο στην πραγματικότητα της εποχής.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ