Διερευνητικές… διερευνητικές… διερευνητικές: Μέχρι πότε και με τι στόχο; – Του Χρ. Θ. Μπότζιου
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Έντονη ήταν το τελευταίο δεκαπενθήμερο η διπλωματική δραστηριότητα του υπουργείου Εξωτερικών και σε όλα τα επίπεδα. Αναμενόμενο και κατανοητό το γεγονός ότι επικεντρώθηκε κυρίως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, με παράλληλη, ασφαλώς, παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων και δη αυτών που μπορεί να επηρεάσουν τα εθνικά μας συμφέροντα, όπως η εξωτερική πολιτική της νέας διακυβέρνησης των ΗΠΑ, που, όπως φαίνεται, δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις με τους δύο βασικούς ανταγωνιστές, τη Ρωσία και την Κίνα.
Όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, σημειώθηκε αύξηση των διμερών επαφών και συναντήσεων, που όμως σε τίποτα δεν επηρέασαν την Άγκυρα, η οποία συνέχισε την προκλητική και παραβατική συμπεριφορά της με παραβιάσεις στο Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο και με εμπρηστικές δηλώσεις ανώτερων και ανώτατων τούρκων αξιωματούχων.
Την Τρίτη 16 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα ο 62ος γύρος των ελληνοτουρκικών διερευνητικών συνομιλιών ή επαφών σε επίπεδο πρέσβεων. Ο προηγούμενος είχε γίνει στην Κωνσταντινούπολη πριν από έναν μήνα. Για το περιεχόμενο και αντικείμενο αμφοτέρων, όπως και όσων έχουν προηγηθεί, επισήμως ουδέν έγινε γνωστό.
Πάντως, αν οι συμβολισμοί έχουν κάποια αξία και ερμηνεύουν ορισμένα γεγονότα, αξίζει να επισημάνουμε ότι η μεν συνάντηση της Κωνσταντινούπολης πραγματοποιήθηκε στο «Ντολμά Μπαξέ», που ήταν το Σαράι των Σουλτάνων, ενώ στην Αθήνα η συνάντηση έγινε στο Ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Αναγκαστική η επιλογή ενός ξενοδοχείου, ελλείψει άλλων κατάλληλων χώρων, ή σκόπιμη, με πρόθεση υποβάθμισης των διερευνητικών συνομιλιών;
Στη συνέχεια και λίγες μέρες μετά διεξήχθησαν και οι καθιερωμένες από ετών πολιτικές διαβουλεύσεις σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, που από τουρκικής πλευράς, μετά την κατάργηση του βαθμού του γενικού γραμματέα, αναπληρώνεται από τον υφυπουργό Εξωτερικών.
Στο μεταξύ γνωστοποιήθηκε και η συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών κ. Δένδια και Τσαβούσογλου, που θα πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα στις 14 Απριλίου, εκτός, ασφαλώς, απροόπτου. Πιθανολογείται ότι θα ακολουθήσει και συνάντηση μεταξύ των δύο πρωθυπουργών, η πραγματοποίηση της οποίας θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Θα επιστρέψουμε όμως στο θέμα των διερευνητικών συνομιλιών, καθώς εύλογα ο καλόπιστος πολίτης διερωτάται σε τι ακριβώς αποσκοπούν και για πόσο χρόνο θα συνεχίζεται η πραγματοποίησή τους.
Ο καλόπιστος πολίτης διερωτάται, επίσης, πώς είναι δυνατόν ύστερα από 62 συναντήσεις, που διεξάγονται από έμπειρους διπλωμάτες, να μην έχει καταστεί δυνατό να εντοπισθούν τα θέματα που προκαλούν τριβές στις σχέσεις των δύο χωρών, για να βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις που θα επιτρέψουν αγαστή συνεργασία και αποτροπή συγκρουσιακών φαινομένων. Ένα τρίτο εύλογο ερώτημα αφορά το αν είναι τόσο άγνωστες οι τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο που να δικαιολογούν τις διερευνητικές συνομιλίες, πέραν των επίσημων πολιτικών διαβουλεύσεων που διεξάγονται σε τακτά χρονικά διαστήματα από έμπειρους θεσμικούς αξιωματούχους των υπουργείων Εξωτερικών αλλά και τις συναντήσεις σε πολιτικό επίπεδο.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο είναι πλέον πασίγνωστες. Μόλις προ ολίγων ημερών ανώτατοι τούρκοι αξιωματούχοι συγκεκριμενοποίησαν για πολλοστή φορά τι απαιτούν στον ευρύτερο αιγαιακό και μεσογειακό ανατολικό χώρο. «Δεν μπορεί η Ελλάδα», ισχυρίζονται, «να μας κλείνει στον κόλπο της Αττάλειας, να εξοπλίζει τα νησιά του Αιγαίου και να απαιτεί τη κυριότητα όλων των νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο πλησίον των τουρκικών ακτών». Με λίγα λόγια, θέλουν να μοιρασθούν τον αιγαιακό χώρο με τον ίδιο τρόπο που ο Χίτλερ διεκδικούσε ζωτικό χώρο (Lebensraum) σε βάρος των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης.
Η ελληνική πλευρά βρίσκεται προ ενός διλήμματος. Να επιλέξει τη ρήξη, με όλες τις δυνατές συνέπειες, ή τη συνέχιση του διαλόγου σε όλες τις μορφές, όπως διερευνητικές συνομιλίες, πολιτικές διαβουλεύσεις και συναντήσεις σε ανώτερο και ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Οι συνομιλίες και ο διάλογος αποτελούν διπλωματικές πρακτικές αιώνων και αποσκοπούν στην εκτόνωση εντάσεων και εύρεση συναινετικών λύσεων στις διαφορές, αντί της ρήξης. Αρκεί ο διάλογος να μην εκληφθεί ως μια μορφή εξευμενισμού εκείνου που εκβιάζει λύσεις, όπως η Τουρκία, που κείνται εκτός των προβλέψεων του Διεθνούς Δικαίου, διμερών και πολυμερών Συνθηκών.
Οι προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης –της παρούσης αλλά και των προηγούμενων– για επίδειξη έμπρακτης αλληλεγγύης από πλευράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αποδειχθεί μάλλον μάταιες. Τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια, που αποτελούν το ανώτατο θεσμικό όργανο της ΕΕ, αναβάλλουν συνεχώς τη λήψη αποφάσεων για επιβολή κυρωτικών μέτρων κατά της Τουρκίας, παρά το γεγονός ότι αποτελεί θέση της Ένωσης από τον Αύγουστο του 2020.
Το θέμα επιβολής κυρώσεων είναι εκτός ατζέντας και από το επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (25 – 26 Μαρτίου), που θα διεξαχθεί με τηλεδιάσκεψη, και είναι πιθανό να μην εκδοθεί το καθιερωμένο Κείμενο Συμπερασμάτων. Άλλωστε η Άγκυρα έχει «απενεχοποιηθεί», αφού παρουσιάζεται ότι συνομιλεί με την Ελλάδα και σε διάφορα επίπεδα!
Οι διαθέσεις των κοινοτικών εταίρων έναντι της Τουρκίας καταφάνηκαν και στην προ τετραημέρου σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών, που προηγείται της Συνόδου, και μάλλον προϊδεάζουν για επανάληψη των γνωστών θέσεων, ότι το θέμα των κυρώσεων παραμένει στην ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η επιβολή ή όχι θα εξαρτηθεί από την περαιτέρω συμπεριφορά της Άγκυρας! Όπως λέει η λαϊκή παροιμία: «Ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι»! Γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και οικονομικά και πολιτικά ορισμένων ισχυρών χωρών-μελών της ΕΕ συντελούν στο να επιδεικνύεται μεγάλη ανεκτικότητα έναντι της Τουρκίας. Μόλις προ διημέρου αμερικανός υψηλός αξιωματούχος εξέφρασε την επιθυμία να κρατηθεί η Τουρκία on track, δηλαδή στην τροχιά της Δύσης.
Ακόμη δεν έχουν σαφείς ενδείξεις για την πολιτική που η διακυβέρνηση Μπάιντεν προτίθεται να εφαρμόσει έναντι της Τουρκίας. Πολύ πιθανόν να επιδιώξει την απόσπαση της Τουρκίας από την επιρροή και τη συνεργασία με τη Ρωσία. Με ποια όμως ανταλλάγματα; Ένα ερώτημα που δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρει πολύ την ελληνική διπλωματία. Οι διαμορφωτές της αμερικανικής διπλωματίας, που κατά κανόνα ακολουθούν ευρύτερα γεωπολιτικά συμφέροντα στη λήψη αποφάσεων, διαθέτουν δύο ισχυρά μέσα πιέσεως προς τον Ερντογάν. Το τραπεζικό σκάνδαλο που εμπλέκει και τον ίδιο τον τούρκο Πρόεδρο και μπορεί να προκαλέσει την πτώση του και το Κουρδικό καθώς και το Συριακό και το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική διπλωματία, τα ισχυρά της όπλα είναι ο σεβασμός της διεθνούς νομιμότητας, η έμπρακτη συμβολή της στην εμπέδωση της σταθερότητας και ασφάλειας στον βαλκανικό χώρο, η σημαντική γεωπολιτική της θέση, η αδιαμφισβήτητη προσφορά της στον Δυτικό Κόσμο και στον πολιτισμό της Δύσης. Ασφαλώς αυτά από μόνα τους δεν επαρκούν για να σε υπολογίζει ο αντίπαλος. Απαιτείται ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης των Ενόπλων Δυνάμεων, που φαίνεται να πραγματοποιείται, όπως και ευρύτερη συναίνεση και συνεργασία μεταξύ των κοινοβουλευτικών πολιτικών δυνάμεων, που μάλλον είναι κατώτερη των περιστάσεων.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ