Η Μπουμπουλίνα δεν φορούσε Prada (II) – Του Ν. Στραβελάκη

Η Μπουμπουλίνα δεν φορούσε Prada (II) – Του Ν. Στραβελάκη

-Συγκρίνοντας ιστορικά το 1821 με το τουρκικό 1921


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Στους εορτασμούς της επετείου της Επανάστασης του 1821 το εγχώριο αστικό βλαχομπαρόκ το τερμάτισε. Η εικόνα των πρωινάδικων στις 25 του Μάρτη, όπου στυλίστες και μόδιστροι βαθμολογούσαν τις εμφανίσεις των κυριών στο επίσημο γεύμα στο Προεδρικό Μέγαρο όπως στο reality «My Style Rocks», ξεπέρασε ακόμη και το καρακιτσαριό των προηγούμενων ημερών. Πλέον βρισκόμαστε στη σφαίρα του γραφικού. Όμως η ιστορία των λαών είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση ώστε να μείνει εκεί. Για τον λόγο αυτό θα σταθώ στη συνέχεια στο δεύτερο μέρος των άρθρων του τούρκου ιστορικού κ. Σουκρού Ιλιτζάκ με αφορμή την επέτειο του 1821, που αναδημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Καθημερινή» (13/3/2021). Το άρθρο είναι το δεύτερο μέρος εκείνου της προηγούμενης Κυριακής («ΠΑΡΟΝ», 21/3/2021) αλλά μπορεί να διαβαστεί και αυτοτελώς.

Η Μπουμπουλίνα δεν φορούσε Prada (I)

Οι αναφορές του κ. Ιλιτζάκ που θα μας απασχολήσουν εδώ αφορούν περισσότερο την επέτειο των 100 χρόνων της Μικρασιατικής Καταστροφής του χρόνου, παρά τη φετινή 200ή επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης. Ο τούρκος ιστορικός επιχειρεί μια ιστορική αναλογία ανάμεσα στο 1821 και το 1921 (χρονιά γέννησης του σύγχρονου τουρκικού κράτους). Μέσα από μια ιδιαίτερα επιφανειακή ανάλυση καταλήγει ότι όπως το σύγχρονο ελληνικό κράτος γεννήθηκε από την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αποτέλεσμα του πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1806 – 1812), έτσι και το σύγχρονο τουρκικό κράτος γεννήθηκε εξαιτίας της βοήθειας που παρείχε στον Μουσταφά Κεμάλ η Σοβιετική Ρωσία. Άρα, κατά τον κ. Ιλιτζάκ, τα δύο γεγονότα είναι ιστορικά ανάλογα, αφού τόσο το σύγχρονο ελληνικό όσο και το σύγχρονο τουρκικό κράτος είναι αποτέλεσμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και δύο ελληνοτουρκικών πολέμων με έναν αιώνα απόσταση μεταξύ τους.

Είναι μια προσέγγιση που αγνοεί εντελώς τις οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις στο εσωτερικό των εμπλεκομένων δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας. Τόσο στην ανάλυση της Ελληνικής Επανάστασης όσο και του σύγχρονου τουρκικού κράτους ο κ. Ιλιτζάκ δεν αναγνωρίζει την αδυναμία της θεοκρατικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να επιβιώσει σε έναν κόσμο που είχαν κυριαρχήσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Παράλληλα, όπως παραγνωρίζει τον ρόλο των Ελλήνων, έτσι υποτιμά και τον ρόλο των τούρκων επαναστατών. Μάλιστα στην περίπτωση των συμπατριωτών του αποσιωπά τον ρόλο και τον χαρακτήρα της επανάστασης των Νεότουρκων, που δεν έγινε το 1921 αλλά το 1908. Ήταν μια αστικοδημοκρατική επανάσταση, ίσως περισσότερο αδύναμη και από την Ελληνική. Στην ουσία ο στρατός ήταν η δύναμη κατάργησης της απολυταρχίας του σουλτάνου. Η ηγεσία των Νεότουρκων αποτελούνταν από αξιωματικούς εκπαιδευμένους στη Δύση, που έδρασαν ως πρωτοπορία της αδύναμης τουρκικής αστικής τάξης. Κέρδισαν τη συμμαχία των στρατιωτών, στην πλειοψηφία τους ακτημόνων αγροτών, και ανάγκασαν έτσι τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ να θεσπίσει σύνταγμα και κοινοβούλιο.

Όμως οι Νεότουρκοι ήταν πριν και πάνω απ’ όλα εθνικιστές, ήθελαν την Τουρκία ηγεμόνα των Βαλκανίων και δεν ανέχονταν με τίποτα τις φυγόκεντρες δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας, που ήταν αποτέλεσμα της δράσης Αρμενίων, Ελλήνων και Βουλγάρων που ζούσαν στο έδαφός της. Αυτό τους ανάγκασε, αντί να ανατρέψουν, να συμμαχήσουν με τον Αμπντούλ Χαμίτ και να μπουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας. Η επίσης αδύναμη ελληνική αστική τάξη είδε τότε την ένταξή της στις δυνάμεις των Αγγλογάλλων της Αντάντ ως όχημα της δικής της κυριαρχίας στα Βαλκάνια. Το αποτέλεσμα ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή για την Ελλάδα και μια ανάπηρη δημοκρατία για την Τουρκία. Το σύνθημα του Κεμάλ «ένα κράτος, μια θρησκεία, ένας λαός» καταδυναστεύει την Τουρκία για έναν αιώνα, όπως άλλα εθνικιστικά παραληρήματα καταδυναστεύουν και την Ελλάδα.

Σε ένα εκπληκτικό δημοσιογραφικό άρθρο, γραμμένο το 1909, ο Τρότσκι, μετέπειτα πολεμικός ανταποκριτής στους Βαλκανικούς Πολέμους, γράφει: «Μια δημοκρατική Τουρκία είναι η βάση μιας βαλκανικής συνομοσπονδίας και μια βαλκανική συνομοσπονδία θα ξεκαθαρίσει μια και καλή τη σφηκοφωλιά της Εγγύς Ανατολής από τις καπιταλιστικές και δυναστικές ίντριγκες, που κρέμονται σαν μαύρα σύννεφα όχι μόνο πάνω από τη Βαλκανική Χερσόνησο αλλά από ολόκληρη την Ευρώπη». Ο Τρότσκι θα δικαιωθεί για την πρόβλεψή του με το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914. Όμως το απόσπασμα από το άρθρο του έχει ευρύτερες προεκτάσεις. Εξηγεί γιατί η Σοβιετική Ρωσία στήριξε τον Κεμάλ το 1921. Οι μπολσεβίκοι, πέρα από το ότι δεν ήθελαν τους Αγγλογάλλους στα σύνορά τους, ήλπιζαν και σε μια δημοκρατική Τουρκία. Αυτή η Τουρκία δεν υπήρξε, όχι μόνο τώρα με τον Ερντογάν αλλά και πρωτύτερα με τους Κεμαλικούς. Παράλληλα και η Ελλάδα, έρμαιο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και με την επιθυμία της εγχώριας αστικής τάξης να καταστήσει και την ίδια ιμπεριαλιστική δύναμη της περιοχής, δεν μπόρεσε να παίξει συνεκτικό ρόλο στα Βαλκάνια. Έτσι, έναν αιώνα αργότερα βρισκόμαστε σε μια μακρόσυρτη περίοδο έντασης σε ολόκληρη την περιοχή, με αβέβαιη κατάληξη. Ελπίζω οι λαοί των Βαλκανίων να διδαχθούν κάτι από την αναπόληση που φέρνουν οι επέτειοι της Ελληνικής Επανάστασης και της δημιουργίας του νέου τουρκικού κράτους και να μην πέσουν στις ίδιες παγίδες.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ