Η Μπουμπουλίνα δεν φορούσε Prada

Η Μπουμπουλίνα δεν φορούσε Prada


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού
και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 είναι μια σημαντική ευκαιρία. Μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε την ιστορική διάσταση του σημαντικότερου γεγονότος στη σύγχρονη ελληνική ιστορία και να αξιολογήσουμε την πορεία του κράτους που προέκυψε από αυτήν την Επανάσταση.

Αντί αυτού, έχουμε γίνει μάρτυρες ενός ανεκδιήγητου βλαχομπαρόκ, όπου σύγχρονοι πολιτικοί και επιχειρηματίες προσπαθούν να αποκτήσουν οντότητα από την αίγλη των προσωπικοτήτων εκείνης της εποχής. Έχουμε δημόσιες εμφανίσεις της προέδρου της επιτροπής εορτασμού που θα μπορούσαν να είναι σκηνές από κινηματογραφική ταινία με τίτλο «Η Μπουμπουλίνα φορούσε Prada» και ένθετα μεγάλης κυριακάτικης εφημερίδας όπου μεταξύ άλλων εμφανίζεται με ενδυμασία Κολοκοτρώνη ο πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Biden. Το τελευταίο καρακιτσαριό ευτυχώς αποσύρθηκε εμπρός στην κατακραυγή.

Όμως υπήρξαν και σοβαρές προσεγγίσεις και με αυτές θα ασχοληθώ κριτικά στη συνέχεια. Στην «Καθημερινή» του Σαββάτου 13 Μαρτίου 2021 δημοσιεύθηκαν δύο άρθρα του τούρκου ιστορικού, διδάκτορος του Πανεπιστημίου Harvard, Σουκρού Ιλιτζάκ. Τα άρθρα αναφέρονταν στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) και την επανάσταση των Νεότουρκων το 1921. Στο πρώτο άρθρο, στο οποίο θα σταθούμε σήμερα, ο κ. Ιλιτζάκ προσπαθεί να εξηγήσει την Ελληνική Επανάσταση στο πλαίσιο της αποδυνάμωσης της κεντρικής εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά το τέλος του πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1806 – 1812). Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αυτονόμηση των γενιτσάρων από την κεντρική εξουσία αλλά και στις αποσχιστικές τάσεις των βεζίρηδων (Γιάννενα, Ντιγιαρμπακιρ, Χαλέπι) από την Υψηλή Πύλη. Θεωρεί ότι στο πλαίσιο αυτών των αντιθέσεων οι ευρωπαϊκές δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να πλήξουν περαιτέρω την Οθωμανική Αυτοκρατορία υποστηρίζοντας την Ελληνική Επανάσταση. Αυτός, σε συνδυασμό με την κοντόφθαλμη πολιτική του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, ήταν κατά τον συγγραφέα ο λόγος επικράτησης των επαναστατών.

Η ανάλυση είναι ιδιαίτερα επιφανειακή διότι παραγνωρίζει το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να επιβιώσει σε μια εποχή που οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής έκαναν τη δυναμική τους εμφάνιση για να κατακτήσουν τον κόσμο. Σε μια οικονομία αγοράς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μια αυτοκρατορία που χώριζε τους υπηκόους της σε δύο έθνη, τους πιστούς και τους «απίστους», και όπου το Κοράνι ήταν ο αστικός και ο ποινικός κώδικας. Αποτελούσε εμπόδιο. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μαρξ σε μια ανταπόκριση για τη «Herald Tribune» to 1853: «Η Κωνσταντινούπολη είναι η χρυσή γέφυρα ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή και ο δυτικός πολιτισμός, όπως και ο ήλιος, δεν μπορεί να διαγράψει τον κύκλο του γύρω από τον κόσμο χωρίς να περάσει απ’ αυτήν τη γέφυρα…». Έτσι εξηγείται η στάση των ευρωπαϊκών δυνάμεων απέναντι την Ελληνική Επανάσταση. Το ίδιο εξηγεί όμως και τη στάση των Επαναστατών, που απουσιάζει εντελώς από την ανάλυση του κ. Ιλιτζάκ. Η Ελληνική Επανάσταση ήταν αστικοδημοκρατική επανάσταση και γεννήθηκε μέσα στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Μπορεί να έμεινε ημιτελής λόγω του ρόλου των ξένων δυνάμεων και της Εκκλησίας, στο πλαίσιό της όμως δεν μπορεί κανείς να τη διαχωρίσει από τον χαρακτήρα της.

Το τελευταίο είναι ένα σημαντικό δίδαγμα για το σήμερα. Πολλοί λένε ότι η χριστιανική θρησκεία ήταν ο βασικός λόγος διατήρησης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων και ως εκ τούτου είχε τον δικό της ρόλο στην Επανάσταση. Αυτό που παραγνωρίζουν είναι ότι ο ρόλος της χριστιανικής Εκκλησίας ήταν το αποτέλεσμα της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ιδιότητα του ραγιά είναι εκείνη που έκανε τον παπά δικαστή, δήμαρχο, δάσκαλο, εκτελεστή διαθηκών, φορολογικό ελεγκτή και γενικών καθηκόντων δημόσιο λειτουργό. Επειδή ακριβώς είχε αυτόν τον ρόλο, ήταν παράγοντας της Επανάστασης, για λογαριασμό όμως μιας άλλης, καθυστερημένης ιστορικά δύναμης της εποχής, της Ρωσίας. Για τον κλήρο στην επαναστατημένη Ελλάδα η τοποθέτηση στο πλευρό των επαναστατών ήταν απομάκρυνση από τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και τοποθέτηση στο πλευρό του αρχηγού της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που δεν ήταν άλλος από τον τσάρο.

Οι δύο παράγοντες που χαρακτήρισαν την Ελληνική Επανάσταση, η εξάρτηση από τις ξένες δυνάμεις και ο ρόλος της Εκκλησίας, χαρακτήρισαν και χαρακτηρίζουν το κράτος που προέκυψε. Οι ξένες δυνάμεις έκαναν νωρίς νωρίς στην μπάντα τους εγχώριους πολιτικούς για λογαριασμό εισαγόμενων βασιλιάδων, στην πραγματικότητα τοποτηρητών των συμφερόντων τους. Ένας θεσμός με τραγικές συνέπειες στην ελληνική ιστορία τον 20ό αιώνα. Η Εκκλησία από την άλλη παρέμεινε ως παράγοντας κυριαρχίας πάνω στο πόπολο για την κάθε λογής εξουσία μέχρι τις μέρες μας. Νομίζω ότι αυτά αξίζει να συζητήσουμε και να αναλογιστούμε στο πλαίσιο της επετείου. Την άλλη βδομάδα θα σταθώ στο δεύτερο άρθρο του κ. Ιλιτζάκ για το 1921 και το νέο τουρκικό κράτος.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ