Όπλα και Εξάρτηση του ’21 – Ποιός ήταν ο Αγωνιστής της Επανάστασης
Κάθε ιστορικός που ασχολήθηκε με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και θέλησε στην αρχή της περιγραφής του να παρουσιάσει και να συγκρίνει τις εμπόλεμες πλευρές σε αυτόν τον αγώνα, κάνει πάντοτε λόγο, από ελληνικής πλευράς, για τους αρματολούς και τους κλέφτες.
Επομένως, στο βασικό ερώτημα που προκύπτει σχετικά με την προέλευση του οπλισμού των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί το προφανές, ότι δηλαδή «…κάποιου είδους στρατιωτική οργάνωση των Ελλήνων υφίστατο επί αιώνες…».1
Δείτε το Χρονολόγιο της Ελληνικής Επανάστασης
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι οι ιστορικοί, συμφωνούν ότι σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας,2 υπήρχαν ένοπλα ελληνικά ή γενικώς χριστιανικά σώματα· οι αρματολοί και οι κλέφτες. Οι μεν πρώτοι ήταν εντεταλμένα όργανα της εξουσίας για τη φύλαξη των ορεινών όγκων, τον έλεγχο των περασμάτων και την αντιμετώπιση του φαινομένου της ληστείας, οι δε τελευταίοι ήταν οι περιβόητοι κλέφτες, μετέχοντες στο εκτεταμένο, την εποχή της τουρκοκρατίας, φαινόμενο της ληστείας.
Η βιβλιογραφία σχετικά με τους αρματολούς και τους κλέφτες, είναι πλούσια και εκτεταμένη.3 Το θέμα των ενόπλων Ελλήνων στα προεπαναστατικά χρόνια προσεγγίζεται πολύπλευρα και ερμηνεύεται ποικιλότροπα. Για τη διερεύνηση του βασικού ανωτέρω ερωτήματος, δηλαδή πως εξηγείται η κατοχή όπλων από τους Έλληνες την περίοδο της τουρκοκρατίας, από την πλούσια βιβλιογραφία συγκρατείται κατ’ αρχήν το γεγονός της συχνής εναλλαγής ρόλων μεταξύ των κλεφτών και των αρματολών.4 Επομένως, η ίδια η οθωμανική εξουσία επέτρεπε την κατοχή όπλων ή εφοδίαζε με κατάλληλο οπλισμό τους αρματολούς, για την εκτέλεση των καθηκόντων που τους ανέθετε, ενώ ήταν αναγκασμένη να κάνει το ίδιο και για τους κλέφτες όταν αυτοί γίνονταν αρματολοί, όποτε, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, οι πρώην αρματολοί γίνονταν κλέφτες.
Οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εμπειροπόλεμοι τον καιρό που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Την πολεμική τους πείρα την απέκτησαν είτε σε «εθιμικές» ενδοοικογενειακές συγκρούσεις,5 είτε υπηρετώντας, πολλοί από αυτούς στο στρατό του Αλή πασά, είτε υπηρετώντας σε σύγχρονους ευρωπαϊκούς στρατούς, όταν αναγκάστηκαν από τα εκάστοτε γεγονότα να καταφύγουν μεταξύ άλλων και στα Επτάνησα.6 Εκτός όμως από αυτά, στη Μάνη και στο Σούλι, τα «κάστρα της λευτεριάς», όπως τα έλεγε ο Κολοκοτρώνης, οι Έλληνες έμαθαν τον πόλεμο και εξειδικεύτηκαν στην πιο προσφιλή γι αυτούς μορφή του· τον «κλεφτοπόλεμο».
Επομένως, οι αρματολοί και οι κλέφτες ήταν εμπειροπόλεμοι· αλλά ήταν λίγοι. Οι ανάγκες ενός αγώνα τέτοιας σημασίας, τέτοιων διαστάσεων και χρονικής διάρκειας, δεν ήταν αντικειμενικά δυνατόν να βασιστεί σε τόσο λίγους. Ως εκ τούτου, είναι εύλογο το ερώτημα της εμφάνισης και του εξοπλισμού των στρατευμάτων που πήραν τελικά μέρος στην Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, οι αρματολοί και οι κλέφτες δεν υπήρξαν παρά μόνο ο πυρήνας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων της Επανάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος τους αποτέλεσαν τελικά οι χωρικοί και οι αγρότες της ελληνικής υπαίθρου,7 τους οποίους κατάφερε να εκπαιδεύσει ο Κολοκοτρώνης8 και οι άλλοι εμπειροπόλεμοι αγωνιστές, αλλά τελικά, με την πάροδο του χρόνου, ο ίδιος ο πόλεμος. Ο στρατός του 1821 που παρουσιάζεται αμέσως με την εξέγερση του ελληνικού έθνους ως άτακτος, ήταν «ολόκληρο το έθνος μετασχηματισθέν σε στρατόν».
Όσο για τον οπλισμό των χωρικών, η απάντηση είναι προφανής. Οι επαναστάτες που έφταναν σε «μπουλούκια» (τουρκ. Boluk = συντροφιά, λόχος) στα στρατόπεδα με την κήρυξη της Επανάστασης, είχαν πρωτόγονο οπλισμό· κυνηγετικά όπλα, μαχαίρια δεμένα σε μακριά ξύλα, ρόπαλα, σφεντόνες, αγροτικά εργαλεία όπως δικράνια και δρεπάνια, μαχαίρια, σούβλες και ό,τι άλλο μπορούσε να χρησιμεύσει σαν φονικό όργανο. Με τις πρώτες ελληνικές νίκες, όπως για παράδειγμα με την απελευθέρωση της Καλαμάτας, ή ακόμα καλύτερα με την άλωση της Τριπολιτσάς, όλος ο τουρκικός οπλισμός έπεσε στα χέρια των Ελλήνων ως λάφυρο. Με αυτόν εξοπλίστηκαν χιλιάδες αγωνιστές μέχρι το τέλος της Επανάστασης.
Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι πολύ σύντομα, αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι ελληνικές κοινότητες και τα φιλελληνικά σωματεία του εξωτερικού, συνεισέφεραν όχι μόνο σε είδη πρώτης ανάγκης, προσωπικό και χρήματα, αλλά και σε οπλισμό και πολεμοφόδια.9
Για τους λόγους αυτούς, ο οπλισμός των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης δεν είναι ομοιογενής. Έτσι λοιπόν, συναντάει κανείς ευρωπαϊκά, (κυρίως από την Ιταλία), τουρκικά, αλβανικά, σλάβικα, αραβικά και ανατολίτικα όπλα, κυρίως περσικά.
Στο αφιέρωμα αυτό, παρουσιάζεται ένα μόνο μέρος της ποικιλίας του οπλισμού των επαναστατημένων Ελλήνων, στις οποίες περιλαμβάνονται φυσικά, το «ένδοξο καριοφίλι», η τιμημένη σπάθα ή «πάλα», και το γνωστό «γιαταγάνι».
Το Καριοφίλι
Το θρυλικό και ηρωικό καριοφίλι ήταν το πιο διαδεδομένο όπλο των αγωνιστών του 1821. Στην πραγματικότητα πρόκειται για το ευρωπαϊκό «αρκεβούζιο» (αγγλ. arquebus) (γαλλ. arquebuse).
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά μακρύκαννο εμπροσθογεμές τυφέκιο με λεία κάννη, ο αρχικός σχεδιασμός του οποίου έλκεται από τον 16ο αιώνα και το οποίο εξελίχθηκε ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Αρχικά η πυροδότηση γινόταν με φυτίλι, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτό αντικαταστάθηκε από σύστημα πυροδότησης με πυριτόλιθο (τσακμακόπετρα). Έως το 1820 περίπου, η εκπυρσοκρότησή τους επιτυγχανόταν με τη χρήση του μηχανισμού αυτού, που ήταν μία ισπανική επινόηση. Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα». Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (κόκκορα ή λύκου) στον άκμονα (κάλυμμα σκάφης) του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα.
Κατά τη δεκαετία του 1820 τα τυφέκια εφοδιάσθηκαν με μηχανισμό πυροδότησης με καψύλλιο. Το καψύλλιο της εποχής αποτελείτο από εκρηκτικό (ή πυροκροτικό) υδράργυρο ο οποίος εμπεριεχόταν σε θήκη από φύλλο χαλκού και τοποθετείτο στον άκμονα του όπλου, σε υποδοχή από ατσάλι. Η σημαντική αυτή καινοτομία επέφερε σημαντικές αλλαγές στη φιλοσοφία πυροδότησης του όπλου, καθώς καταργήθηκε η σκάφη πυρίτιδας και η οπή της κάννης. Το καψύλλιο ήταν πιο αξιόπιστη λύση από τον πυριτόλιθο για την πυροδότηση του τυφεκίου. Παράλληλα, μια άλλη μεγάλη καινοτομία υπήρξε η αντικατάσταση της χρήσης χύμα πυρίτιδας (μπαρούτης ή μπαρουτιού) με τη χρήση προετοιμασμένων χάρτινων φυσιγγίων πυρίτιδας (φουσέκια ή καρτούτσια) και πολύ σύντομα με χάρτινα φυσίγγια ενσωματωμένης βολίδας (μπαρουτόβολα). Με τον τρόπο αυτό, αν και το καριοφίλι παρέμενε εμπροσθογεμές, η διαδικασία της γέμισης και πυροδότησης συντομεύθηκε σημαντικά.
Το βεληνεκές («τίρο») του καριοφυλιού επηρεαζόταν πολύ από τις καιρικές συνθήκες (π.χ. υγρασία), οι οποίες επηρέαζαν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της πυρίτιδας. Το παλιό καριοφύλι με την τσακμακόπετρα είχε βεληνεκές περίπου 150 μέτρων, αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 40-50 μέτρων. Στη βελτιωμένη του έκδοση με τον πυροδοτικό μηχανισμό καψυλλίου, είχε βεληνεκές γύρω στα 400 μέτρα, αλλά ήταν αποτελεσματικό μεταξύ 100 και 150 μέτρων. Το βεληνεκές του εξαρτάτο και από διάφορους άλλους παράγοντες, με κυριότερο το μήκος της κάννης του. Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα («βόλι») μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ.
Για την προέλευση της ονομασίας «καριοφίλι» υπάρχουν αρκετές εκδοχές. Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Ο Λεβίδης το μεταθέτει από τη λέξη φυλλοκάρδι. Ο Κωνσταντίνος Σάθας όμως, του οποίου η άποψη φαίνεται να είναι και η επικρατέστερη, υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τη φίρμα «Carlo e Figli» (Κάρλο & Υιοί) που κατασκεύαζε τέτοια όπλα στη Βενετία. Πολλά από τα τυφέκια που χρησιμοποιήθηκαν στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τον 18ο αιώνα, κατασκευάσθηκαν από αυτήν τη βιοτεχνία. Ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, όλα τελικά τα τυφέκια αυτού του τύπου έμειναν γνωστά με την παραδοσιακή αυτή «Καριοφίλι».
Το καριοφίλι βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων κλεφτών και αρματολών πολύ πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ήταν ένα βαρύ και δύσχρηστο όπλο. Ο μηχανισμός πυροδότησης με πυριτόλιθο αντιμετώπιζε πολλές φορές προβλήματα από τις καιρικές συνθήκες. Η μακριά του κάννη εξασφάλιζε μεγάλη ακρίβεια βολής, αλλά για να επιτευχθεί αυτό, το όπλο έπρεπε να στηρίζεται. Παρά το γεγονός ότι ήταν χαρακτηριστικά κατώτερο από τα σύγχρονα όπλα της εποχής και σχετικά απαρχαιωμένο, ήταν το αγαπημένο όπλο των αγωνιστών του 1821 και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Τα παλαιότερα καριοφίλια τοποθετούνται χρονικά γύρω στο 1750 και οι πυροδοτικοί τους μηχανισμοί προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από την Ιταλία.Τα όπλα που σώζονται από εκείνη την εποχή, παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σε σχήματα κάννης και κοντακίου αλλά και σε στολισμό. Τα περισσότερα φέρουν εξαίρετη διακόσμηση, συνήθως με σκαλισμένα φύλλα ασημιού (επάργυρα), και για τον λόγο αυτό ήταν ακριβά και αποτελούσαν έναν μικρό θησαυρό για τον κάτοχό τους ή για εκείνον που τα κέρδιζε ως λάφυρο. Τα τυφέκια κρέμονταν από τον ώμο τού πολεμιστή κατά την πορεία ή την ανάπαυση, με τον αορτήρα, έναν δερμάτινο ιμάντα. Τα καριοφίλια πολλών στρατιωτικών αρχηγών ήταν χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα. Από την ασημένια διακόσμησή τους πήραν και τον χαρακτηρισμό «ασημοκαπλατισμένα».
Αν και γενικά όλα τα τυφέκια της εποχής είχαν τη γενική ονομασία «καριοφίλι», οι ιδιοκτήτες τους τα ξεχώριζαν σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα «παφίλια» που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι (πέντε ως οκτώ παφίλια). Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι, και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»
Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Αθανάσιος Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κ.λπ.
Το Τρομπόνι
Η Πιστόλα
Η Πάλα ή Σπάθα
To Σαμσίρ (Shamshir)
Πρόκειται για μία σπάθη περσικής προέλευσης, πολύ διαδεδομένης στον οθωμανικό κόσμο το οποίο αποτελεί τον πλησιέστερο τύπο ξίφους με την οθωμανική σπάθη ή πάλα.
Αρχικά, τα περσικά ξίφη ήταν ίσια και αμφίστομα (δίκοπα). Η καμπύλη λεπίδα που υιοθετήθηκε με την πάροδο του χρόνου, προήλθε από την Κεντρική Ασία. Υπάρχει σημαντική διαφωνία μεταξύ των ιστορικών ως προς το πότε αυτές οι καμπύλες λεπίδες εισήχθησαν για πρώτη φορά από την Κεντρική Ασία στο Ιράν και σε ποια ακριβώς περίοδο υιοθετήθηκε η κατασκευή των περσικών σπαθιών με αυτήν την τεχνοτροπία, ώστε να προκύψει το περίφημο shamshir.
Οι καμπύλες λεπίδες άρχισαν να εμφανίζονται στην Περσία τον 9ο αιώνα, όταν αυτά τα όπλα χρησιμοποιήθηκαν από στρατιώτες στην περιοχή Khurasan της Κεντρικής Ασίας, αλλά δεν υιοθετήθηκαν ευρέως. Το σπαθί που τώρα ονομάζεται «shamshir» αναπτύχθηκε στο Ιράν πιθανότατα τον 12ο αιώνα, κατόπιν των επιρροών που δέχθηκε η περιοχή από το σελτζουκικό χανάτο και την εισβολή των Μογγόλων του 13ου αιώνα. Τελικά πήρε μια μορφή διαφορετική από τους παλαιότερους τύπους σπαθιών μέχρι τον 16ο αιώνα.
Το Shamshir είχε «συγγενείς» στην Τουρκία (το kilidj), την αυτοκρατορία των Μουγκάλ (το ταλβάρ) και τον γειτονικό αραβικό κόσμο (το saif). Με την πάροδο των χρόνων, οι λεπίδες παρήγοντο στην Ινδία ή την Οθωμανική αυτοκρατορία και χρησιμοποιούνταν στο Ιράν για την κατασκευή σπαθιών, ή και αντιστρόφως, οδηγώντας με τον τρόπο αυτό σε ξίφη «μεικτής» προέλευσης.
Το shamshir είναι ένα καμπυλωτό σπαθί φτιαγμένο για χρήση με το ένα χέρι με λεπτή λεπίδα που σχεδόν δεν έχει διαφορά στο πλάτος της μέχρι την άκρη του. Αντί να φέρεται σε όρθια θέση, φοριέται οριζόντια, με τη λαβή και το άκρο προς τα πάνω. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την αντιμετώπιση αντιπάλων χωρίς θωράκιση είτε πεζούς είτε έφιππους ενώ το άκρο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για χτυπήματα. Η λαβή του σχηματίζει έναν σταυρόσχημο προφυλακτήρα χεριού και καταλήγει σε καμπυλωτή άκρη με σφαιροειδές σχήμα. Η λεπίδα καλύπτεται από πλάκες οστών, ελεφαντόδοντου, ξύλου ή άλλου υλικού που στερεώνεται με καρφιά ή πριτσίνια για να σχηματίσει τη λαβή. Πολλές από τις παλαιότερες περσικές λεπίδες είναι κατασκευασμένες από υψηλής ποιότητας χωνευτό χάλυβα wootz, και φημίζονται για την εξαιρετική επεξεργασία τους.
Αν και η προέλευση του ονόματος έχει συσχετιστεί με την πόλη του Shamshir (που σημαίνει «καμπύλη σαν το νύχι του λιονταριού» στα Περσικά) η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί από την αρχαιότητα ακόμα στην περσική γλώσσα για να δηλώσει το «σπαθί». Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι η αρχαία ελληνική λέξη «σαμψήρα» είχε την έννοια του ξένου «βαρβαρικού» σπαθιού.
Ένα μοναδικό δείγμα αποτελεί το shamshir (η σπάθα) του Νικήτα (Νικηταρά) Σταματελόπουλου, η λεπίδα του οποίου είναι πριονωτή και στις δύο κόψεις της.
Το Κιντζάλ (Kindjal)
Το Γιαταγάνι
Το Χατζάρι
Το χατζάρι ήταν ένα αραβικής προέλευσης μαχαίρι (στα αραβικά λέγεται jambiya) που τοποθετείτο και αυτό στο σελάχι. Το μαχαίρι αυτό συναντάται μέχρι και σήμερα σε πολλά αραβικά κράτη ως αξεσουάρ της ενδυμασίας.
Την εποχή του 1821, λόγω των πολλών Αράβων και Αιγυπτίων που πολέμησαν ως μισθοφόροι των Οθωμανών, υπήρχαν πλήθος τέτοιων μαχαιριών στον ελληνικό εξοπλισμό προερχόμενα από λαφυραγώγηση. Το μαχαίρι αυτό είναι ιδιαίτερα κυρτό δημιουργώντας ένα σχήμα «j». Τα υλικά κατασκευής του διαφέρουν από απλό ξύλο και κόκαλο μέχρι πολύτιμους λίθους, ασήμι και χρυσό.
Ο Πέλεκυς
Ο Κεφαλοθραύστης
Η Παλάσκα
Το Μεδουλάρι
Το Σελάχι
Το Χαρμπί
_______________________________
1 Ελένη Αγγελομάτη Τσουγκαράκη: «Η Προεπαναστατική Ελλάδα», Αθήνα, 2010, σελ. 120.
2 Όπ. π.
3 ΣΣ: Ευρύς κατάλογος προτεινομένης βιβλιογραφίας σχετικά με τους αρματολούς και τους κλέφτες περιέχεται στο παραπάνω έργο της Ελένης Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη (Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, σελ. 120 – 121).
4 «…Οι αρματολοί συνδέθηκαν στην ελληνική ιστοριογραφία αλλά και στη συλλογική μνήμη με τους κλέφτες ως δύο ένοπλες ομάδες που εναλλάσσονταν κατά περίπτωση…» (Αγγελομάτη – Τσουγκαράκη, σελ. 125.
5 Καργάκος Ι. Σαράντος: «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821», Αθήνα 2014, τόμος Α΄, σελ. 167 – 168.
6 Καργάκος, σελ. 171.
7 Καργάκος, σελ. 168.
8 «…Ο Κολοκοτρώνης πρώτος κατόρθωσε, ύστερα από σκληρή προσπάθεια με τις συνεχείς ασκήσεις, να μυήσει τους άμαθους αγροτοκτηνοτρόφους στην τέχνη του πολέμου με την δημιουργία τεχνητών αλλά ρεαλιστικών συνθηκών μάχης. Όλη η μακρά περίοδος της πολιορκίας της Τριπολιτσάς χρησιμοποιήθηκε ως “σπουδή πολέμου”…». (Καργάκος, σελ. 168)
9 «…Στις 2 Ιουλίου 1821 μπήκε στο λιμάνι της Μασσαλίας ένα υδραίικο μπρίκι με ρωσική σημαία, το “ΒΑΡΩΝΟΣ ΣΤΡΟΓΚΟΝΩΦ”. Στο πλοίο αυτό, που είχε ήδη στα κήτη του αρκετές ποσότητες όπλων, επέβαινε ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Απώτερος σκοπός του η προμήθεια όπλων για τους επαναστατημένους Έλληνες. Παρά την απαγόρευση εξαγωγής όπλων με κατεύθυνση την Ελλάδα, ο ΒΑΡΩΝΟΣ ΣΤΡΟΓΚΟΝΩΦ όταν εγκατέλειψε το λιμάνι της Μασσαλίας, στις 18 Ιουλίου 1821, μετέφερε 90 περίπου στρατιωτικούς Ευρωπαίους, περί τα 2.000 τουφέκια, δύο βαγονέτα πυροβολικού, δύο οβουζοβόλα και βαρέλια με πυρόλιθους…». [Βασιλάτος Νίκος: «Όπλα 1790 – 1860. Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας και Τέχνης» Έκδοση ΕΟΜΜΕΧ (Ελληνικός Οργανισμός Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων & Χειροτεχνίας), Αθήνα, 1989, σελ 59].
Πηγή πληροφοριών & φωτο: ΓΕΕΘΑ
Κεντρική φωτο: Πίνακας του Βρυζάκη/ΓΕΕΘΑ