Τα διακόσια χρόνια από το 1821 και το άγος του εθνομηδενισμού

Τα διακόσια χρόνια από το 1821 και το άγος του εθνομηδενισμού


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ο εορτασμός των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821 θα έπρεπε λογικά να είναι ο απολογισμός της πορείας του έθνους από την παλιγγενεσία του και τη σύσταση του Νεοελληνικού κράτους μέχρι σήμερα και ο στρατηγικός προγραμματισμός για το μέλλον, μέσα στον σημερινό περίπλοκο κόσμο.

Παρατηρεί όμως κανείς ότι η ίδια η κυβέρνηση, που είναι επιφορτισμένη με την ευθύνη του εορτασμού, έσπευσε να αναθέσει αυτό το έργο σε μια Επιτροπή Προσωπικοτήτων, επικεφαλής της οποίας έθεσε την πρώην Πρόεδρο της Επιτροπής για την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα Γιάννα Αγγελοπούλου.

Η ίδια η Πρόεδρος δεν έχει οποιαδήποτε ιδιαίτερη γνώση και κατάρτιση για την Ελληνική Επανάσταση, ούτε είναι η καταλληλότερη για να εκφράσει συμβολικά μια ορισμένη ιδέα της Επαναστάσεως. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επελέγη για τις οργανωτικές της ικανότητες και για την άνεση με την οποία κινείται στον διεθνή χώρο και μπορεί να προβάλλει διεθνώς πράγματα και στη συγκεκριμένη περίπτωση την εικόνα της Ελλάδος.

Ποια είναι όμως η εικόνα της Ελλάδος, που θέλει ή που της έχει ανατεθεί να προβάλει; Πριν από μερικές μέρες, η Γιάννα Αγγελοπούλου κατέπληξε το πανελλήνιο με μια «καινοτόμο» ιδέα για τον εορτασμό των 200 χρόνων από το 1821. Ανεκοίνωσε ότι είχε συνάντηση με τον πρέσβυ του Μπαγκλαντές στην Αθήνα και ότι συζήτησε μαζί του τον συνεορτασμό της Ελληνικής επετείου με την επέτειο των 50 χρόνων από την ανεξαρτησία του Μπαγκλαντές.

Είναι βέβαιο ότι θα έψαξε να βρει βολικές ημερομηνίες και για το Πακιστάν, ενδεχομένως και το Αφγανιστάν, αλλά τελικά της βγήκε μόνο το Μπαγκλαντές. Θα έλεγε επίσης κανείς ότι η Γιάννα Αγγελοπούλου ελαύνεται από την πολιτική διπλωματία, που αναγνωρίσθηκε εσχάτως και στην Ελλάδα ως σημαντική παράμετρος της εξωτερικής πολιτικής.

Το πιθανότερο όμως είναι άλλο, το οποίο αποτελεί ανομολόγητο μέρος της εικόνας της «νέας» Ελλάδος, που της έχει ανατεθεί να προβάλει: την εικόνα της νέας, «πολυπολιτισμικής» Ελλάδος! Πρέπει να συνεορτάσουμε με τους «νέους» Έλληνες, στους οποίους απονέμεται σωρηδόν η Ελληνική υπηκοότητα, την εθνική μας επέτειο, γιατί αυτό θα οδηγήσει, υποτίθεται, στη συγχώνευσή τους στην Ελληνική κοινωνία. Το πόσο οι φανατικοί Μουσουλμάνοι των χωρών αυτών θα συγχωνευθούν ή θέλουν να συνεορτάσουν την επέτειο της Ελληνικής Επαναστάσεως, που στρεφόταν εναντίον των Μουσουλμάνων Οθωμανών, είναι άλλο ζήτημα.

Η κατεύθυνση αυτή της Επιτροπής Αγγελοπούλου φαίνεται και από τη σύνθεσή της, στην οποία περιλαμβάνονται διακεκριμένοι απολογητές του «πολυπολιτισμού» και εθνοαποδομητές, που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση και τα ιδεολογήματά της. Με απλά λόγια, η Επιτροπή αυτή συστήθηκε όχι για να τιμήσει πραγματικά την Επανάσταση του 1821, ως αυτό που πραγματικά ήταν, αλλά για να την «ερμηνεύσει» μέσα από το φίλτρο των σημερινών σκοπιμοτήτων και την προωθούμενη «πολυπολιτισμική» μετάλλαξη της Ελλάδος.

Μέσα στο γενικότερο αυτό κλίμα, που δημιουργείται από τη διείσδυση της μεταεθνικής και εθνομηδενιστικής ιδεολογίας και στα δύο κόμματα της άλλοτε παραδοσιακής Δεξιάς και Αριστεράς, με κοινό παρονομαστή την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση, εκδηλώνονται και διακηρύσσονται απροκάλυπτα και άλλες «καινοτόμες» ιδέες, όπως αυτή της δημιουργίας δήθεν του Ελληνικού έθνους μετά το 1821! Η θεωρία αυτή, που αρνείται, προφανώς, κάθε έννοια Ελληνικής ιστορικής συνέχειας, προβάλλεται και μέσα από έδρες Ελληνικών πανεπιστημίων, με μεγάλο «αρχιερέα» τον θεωρητικό του ΣΥΡΙΖΑ και Σημιτικό Πρόεδρο του Ομίλου Μελέτης Προβλημάτων της Ελληνικής Κοινωνίας Αντώνη Λιάκο.

Είναι πραγματικά θλιβερό και αποκρουστικό θεωρίες του είδους αυτού να βρίσκουν εφαλτήριο έδρες Ελληνικών πανεπιστημίων, υπό το πρόσχημα της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης μέχρι το 1821 μεσολάβησαν 61 μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις κατά των Οθωμανών. Τι ήταν αυτό που τις ενέπνεε και τις καθιστούσε εφικτές; Ασφαλώς η Οθωμανική καταπίεση. Δεν ήταν όμως μόνο αυτή. Ήταν επίσης αυτό που συνέδεε τους εξεγειρόμενους. Το κοινό εθνικό αίσθημα και η κοινή πίστη, όπως ακριβώς έγινε το 1821. Ο «αγράμματος» Κολοκοτρώνης, μιλώντας με ξένο Ευρωπαίο ναύαρχο για τον αγώνα των Ελλήνων, βρήκε τα λόγια να του πει ότι «ο δικός μας βασιλιάς σκοτώθηκε πολεμώντας», υπονοώντας τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο στην Κωνσταντινούπολη. «Δεν κάναμε καμιά συνθήκη με τους εχθρούς μας».

Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, που ο Ελληνικός λαός τη θρήνησε στα δημοτικά του τραγούδια, για τον Κολοκοτρώνη ήταν χθες και άμεσα συνδεδεμένη με την Επανάσταση του 1821. Το να έρχονται καθηγητές Ελληνικών Πανεπιστημίων και να υπερβαίνουν τον Φαλμεράιερ, λέγοντας ότι δεν υπάρχει Ελληνική συνέχεια και ότι το Ελληνικό έθνος έγινε δήθεν μετά το 1821, αποτελεί ύβρι άνευ προηγουμένου.

Το γεγονός ότι αυτά συμβαίνουν και ότι έχουν προσλάβει πολύ επικίνδυνη έκταση σε πολλά Ελληνικά πανεπιστήμια δείχνει το μέγεθος του προβλήματος και τη διάβρωση που ασκείται συστηματικά σε βάρος του εθνικού φρονήματος του Ελληνικού λαού και ιδιαίτερα της νεολαίας. Η διάβρωση αυτή δεν ασκείται μόνο μέσα από το πανεπιστήμιο και γενικότερα την Παιδεία. Προεξάρχουν επίσης σ’ αυτό ορισμένα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και κατευθυνόμενες αναρτήσεις στο διαδίκτυο.

Η σημαντικότερη όμως εστία παραμένει το Πανεπιστήμιο και κατ’ επέκταση η Παιδεία, γιατί σ’ αυτό ήταν πάντα ενεργό ένα μαζικό φοιτητικό κίνημα, που διεδραμάτιζε πρωτοποριακό και σημαντικό πολιτικό ρόλο. Ο ρόλος αυτός αποθεώθηκε στη Μεταπολίτευση με το Πολυτεχνείο, στο οποίο «πιστώθηκε» η ανατροπή δήθεν της δικτατορίας. Η ανατροπή της δικτατορίας έγινε με την τραγωδία της Κύπρου. Αυτό όμως δεν εμποδίζει ορισμένους να καλλιεργούν τον μύθο της ανατροπής της δικτατορίας για να μεγαλύνουν, προφανώς, τους αγώνες των φοιτητών κατά της δικτατορίας.

Οι αγώνες αυτοί για παιδεία, δημοκρατία και ελευθερία είχαν ως σύμβολο την Ελληνική σημαία, αυτήν την αιματόβρεκτη σημαία, που κρατούν συμβολικά και παρελαύνουν οι φοιτητές σε κάθε επέτειο του Πολυτεχνείου. Παρατηρείται όμως και εδώ ένα παράδοξο. Τη στιγμή που όλος ο Ελληνικός λαός και όλες οι πολιτικές παρατάξεις ανεγνώρισαν και τίμησαν το Πολυτεχνείο, έγινε σιγά σιγά και ανεπαισθήτως, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, η πολιτική και ιδεολογική «απαγωγή» του Πολυτεχνείου από ακραίες ομάδες, που ταυτίζονται με αναρχικές και εθνομηδενιστικές ιδεολογίες.

Η έξαρση των ομάδων και των ιδεολογιών αυτών συνέπεσε με την προπαγάνδα για την παγκοσμιοποίηση, τον άκρατο δικαιωματισμό, την ανεξέλεγκτη παράνομη μετανάστευση και την εμφάνιση και δράση στους δρόμους και στις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων πόλεων και στα νησιά διεθνών «αντιφασιστών» της ANTIFA και ποικιλώνυμων ΜΚΟ.

Η περίεργη ανοχή των καταστάσεων αυτών, που εκπορεύεται, προφανώς, από την επιρροή που ασκούν διεθνή κέντρα που υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση και την αποδόμηση των εθνικών κοινωνιών και του έθνους-κράτους, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική. Η χώρα μας αντιμετωπίζει το οξύμωρο, τη στιγμή που κορυφώνεται η Τουρκική απειλή εναντίον της και εκδηλώνεται μεταξύ άλλων με υβριδικό πόλεμο, που στοχεύει την Ελληνική εθνική συνοχή, η Ελλάδα να ανέχεται την υπονόμευση της εθνικής της συνοχής και την υπόσκαψη του εθνικού της φρονήματος με την καλλιέργεια εθνομηδενιστικών και διχαστικών αντιλήψεων, κυρίως στη νεολαία.

Ο μουντζουρωμένος ανδριάντας του Κολοκοτρώνη έξω από την Παλαιά Βουλή, με συνθήματα «να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς», αποτελεί εθνικό όνειδος. Ποιοι είναι αυτοί οι «εμείς» και μέχρι ποιου σημείου θα γίνεται ανεκτή η πρόκλησή τους. Έχουν μεγάλη ευθύνη τα κόμματα, που σιωπηρά ή ενεργά καλύπτουν τέτοιες συμπεριφορές. Η ανοχή της ανομίας ενθαρρύνει το θράσος και τον καλπασμό μετά της βίας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ