Ν. ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗΣ στο “Π”: Πανδημία και αγορά εργασίας: Μια κρίση που δεν πρέπει να λάβει δομικά χαρακτηριστικά στην «επανεκκίνηση της κανονικότητας»
Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΙΟΥΤΣΟΥΚΗ
Γεν. Γραμματέα της ΓΣΕΕ & Προέδρου της ΔΑΚΕ Ι.Τ.
Ο ισχυρός και πολυδιάστατος αντίκτυπος της πανδημίας στην αγορά εργασίας αποτελεί καθημερινό βίωμα για τους εργαζομένους και τους ανέργους, κοινό τόπο σε εμπεριστατωμένες αναλύσεις.
Οι συνέπειες της ραγδαίας εξάπλωσης της φονικής COVID-19 και η λήψη των αναγκαίων αυστηρών μέτρων (π.χ. lockdown) για τον περιορισμό της διασποράς της σε συνδυασμό με το πρόσημο των συνεπαγόμενων επιλογών και αποφάσεων διαμορφώνουν ή αναδιατάσσουν συνεχώς με μεγάλη επιδραστικότητα το οικονομικό και εργασιακό τοπίο.
Η πρωτοφανής υγειονομική κρίση έχει μετατραπεί, μεταξύ άλλων, σε μια σφοδρή και πολυπαραγοντική κρίση στην απασχόληση, με την αναπαραγωγή και διόγκωση υφιστάμενων διακρίσεων και αρρυθμιών, την οπισθοδρόμηση στην κάλυψη του έμφυλου χάσματος καθώς και τη δημιουργία μιας νέας συνθήκης ανισοκατανομής του κόστους των επιπτώσεων σε βάρος του κόσμου της μισθωτής εργασίας.
Το συνολικό αποτύπωμα της βαθιάς ύφεσης, η καθίζηση της δραστηριότητας κλάδων (π.χ. τουρισμός, εστίαση, λιανικό εμπόριο, μεταφορές κ.λπ.) με σημαντική συνεισφορά στο ΑΕΠ και δυνατότητα ενεργοποίησης του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα αλλά και η αναστολή λειτουργίας χιλιάδων επιχειρήσεων συνθέτουν μια εικόνα συρρίκνωσης, η οποία σε επίπεδο ανεργίας συγκρατείται με κρατικές ενισχύσεις μέσω επιδοτήσεων, προγραμμάτων και δεσμεύσεων περί μη απόλυσης (μέτρα αναστολής συμβάσεων εργασίας, οικονομικής ενίσχυσης βραχυχρόνιας εργασίας-πρόγραμμα «Συν-Εργασία» κ.λπ.).
Σε αυτήν την κατεύθυνση, η πρόσβαση ή επανένταξη στην αγορά εργασίας καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής, με την επιμήκυνση του χρόνου παραμονής στην ανεργία να εγείρει ουσιαστικούς κινδύνους φτωχοποίησης, κοινωνικού αποκλεισμού και απαξίωσης δεξιοτήτων.
Στην αντίπερα όχθη, η ανακύπτουσα πολλαπλή κατηγοριοποίηση του εργατικού δυναμικού με κριτήριο τη δουλειά ή την αναστολή, την παροχή εργασίας διά ζώσης ή εξ αποστάσεως (τηλεργασία), πλήρους ή εκ περιτροπής ή μερικής, αορίστου ή ορισμένου χρόνου συνδέεται άρρηκτα, άμεσα ή έμμεσα, με δραστική μείωση των εισοδημάτων, επιδείνωση των όρων, εκτόξευση της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κατακερματισμού, καταχρηστικές εργοδοτικές συμπεριφορές πολλαπλασιάζονται, φαινόμενα παραβατικότητας και εκμετάλλευσης μαζικοποιούνται. Νέες μορφές αδήλωτης, υποδηλωμένης ή απλήρωτης εργασίας καταγράφονται, με απασχόληση εργαζομένων που βρίσκονται σε αναστολή, ανάλγητες πρακτικές για την επιστροφή δώρου, συμψηφισμούς μισθών με επιδόματα, υπέρβαση και ρευστοποίηση ωραρίου, μη καταβολή υπερωριών, πλημμελή τήρηση υγειονομικών πρωτοκόλλων και μέτρων προστασίας κ.ά.
Ταυτόχρονα, σε επιχειρήσεις που παρατηρείται ευρεία αύξηση δραστηριότητας και κερδοφορίας (π.χ. κλάδος διανομής) οι αποδοχές παραμένουν καθηλωμένες όταν η εργασία εντατικοποιείται και η διαχείριση του προσωπικού παραπέμπει σε λογικές αναλώσιμων. Η άτυπη απασχόληση συνιστά το κυρίαρχο, αν όχι μοναδικό, υπόδειγμα εργασιακών σχέσεων στις αχαρτογράφητες διαδικτυακές πλατφόρμες, που κερδίζουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο καταναλωτών.
Η χρονικά εμπροσθοβαρής έως βίαιη υιοθέτηση του διαστάσεων του ψηφιακού μετασχηματισμού στην οργάνωση της εργασίας, κυρίως με την τηλεργασία, υπήρξε ένα αναμφίβολα αποτελεσματικότατο μέτρο για το πρότερο συμφέρον της δημόσιας υγείας.
Την ίδια ώρα, με δεδομένο ότι η τηλεργασία ήρθε για να μείνει, απαιτείται ένα ισχυρό θεσμικό πλαίσιο για την εμπέδωσή της ως μορφή πλήρους και σταθερής απασχόλησης και την αποτροπή κάθε αποχαρακτηρισμού της από την έννοια της μισθωτής εξαρτημένης σχέσης, τη διασφάλιση του δικαιώματος στην αποσύνδεση (διάκριση ελεύθερου από εργάσιμο χρόνο), του εθελοντικού της χαρακτήρα μετά το πέρας της πανδημίας, τη ρύθμιση βασικών ζητημάτων ανάληψης κόστους (θέρμανση, συνδεσιμότητα, αναλώσιμα), ελέγχου, υγείας και ασφάλειας, τη συμπερίληψη των δυνητικών ψυχολογικών και κοινωνικών επιπτώσεων καθώς και αυτών στη συμφιλίωση της επαγγελματικής με την προσωπική/οικογενειακή ζωή.
Είναι ξεκάθαρο ότι η παρούσα εργασιακή κρίση τροφοδοτείται και από το λογαριασμό των μέτρων των Προγραμμάτων Δημοσιονομικής Προσαρμογής της δεκαετίας 2010 – 2019, με την αποδυνάμωση του Συστήματος Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και την απορρύθμιση του ατομικού εργατικού δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να λάβει δομικά χαρακτηριστικά στην επανεκκίνηση της κανονικότητας.
Η ίδια η διαχείριση της πανδημίας, άλλωστε, επιβεβαιώνει εμφατικά την αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους, των δομών και θεσμών κοινωνικού διαλόγου αλλά και την πάγια θέση μας ότι επιχειρήσεις δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς εργαζόμενους και εργαζόμενοι χωρίς επιχειρήσεις.
Η μετάβαση στη μετά COVID εποχή, ο αναγκαίος μετασχηματισμός του αναπτυξιακού μοντέλου, η ανάκτηση του χαμένου εδάφους και η δυναμική επάνοδος σε αναπτυξιακή τροχιά προϋποθέτουν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, μηχανισμούς κατάρτισης για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων, προσέλκυση επενδύσεων, έξυπνα μέτρα win-win, ρεαλισμό πέρα από ιδεοληψίες και δογματικές εμμονές του παρελθόντος.
Υγιής επιχειρηματικότητα και εργασιακή δικαιοσύνη συνιστούν το καύσιμο για τη βέλτιστη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση και στην ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, στην εύστοχη ανταπόκριση στις νέες προκλήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και στην εξωστρέφεια, στην κοινή προκοπή και στη συλλογική ευημερία.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ