ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ στο “Π”: Η αποτυχία ενός επιτελάρχη

ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ στο “Π”: Η αποτυχία ενός επιτελάρχη

Του
ΜΑΝΩΛΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗ
Γραμματέα του Κινήματος Αλλαγής


Όταν ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη δημιουργία του επιτελικού κράτους, οι εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν σε πολιτικό, οικονομικό και κυρίως σε κοινωνικό επίπεδο ήταν ανάμεικτες. Οι ψηφοφόροι ΝΔ το θεώρησαν πολιτική και διοικητική τομή, ενώ οι υπόλοιποι πολίτες ήταν σκεπτικοί έως και θετικά προσκείμενοι, θεωρώντας ότι θα πρέπει να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος για την υλοποίηση του εγχειρήματος. Όμως, ποια ακριβώς χαρακτηριστικά συγκροτούν το επιτελικό κράτος και ποιες είναι οι ευθύνες του;

Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι η συμμετοχή λίγων και επιλεγμένων στελεχών με ειδικές γνώσεις, με την αρμοδιότητα για την επιλογή και την διαχείριση τους να ανήκει στον πρωθυπουργό. Άρα, ο πρωθυπουργός βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας εξουσίας και αποτελεί τον τελικό υπεύθυνο για τις αποφάσεις και τις ενέργειες του επιτελικού κράτους. Όμως, αυτό το τεχνοκρατικό, στη βάση του, σχήμα η πολιτική σκέψη το εντάσσει στην νεοσυντηρητική και νεοφιλελεύθερη λογική, που είναι ασύμβατη με τις δημοκρατικές λειτουργίες μιας κυβέρνησης που έχει εκλεγεί από τον λαό, ο οποίος έχει εκδηλώσει την εμπιστοσύνη του σε συγκεκριμένα πρόσωπα τα οποία θεωρεί ότι μπορούν να ασκήσουν εξουσία.

Συνεπώς, δημιουργούνται δύο επίπεδα εξουσίας στο σχήμα διακυβέρνησης. Το πρώτο που αποτελεί η ομάδα του επιτελικού κράτους και το δεύτερο που είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Και τα δύο έχουν επικεφαλής τον πρωθυπουργό, αλλά οι αποφάσεις και οι ενέργειες του Υπουργικού Συμβουλίου καταλήγουν να καθορίζονται από τους έμμισθους τεχνοκράτες του επιτελικού κράτους. Δημιουργείται έτσι η εικόνα μιας απονομιμοποιημένης –στη βάση του υπερσυγκεντρωτισμού– αντιπροσωπευτικότητας της λαϊκής ετυμηγορίας.

Εξηγούνται όμως έτσι οι προσωπικές αποτυχίες του πρωθυπουργού σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις του για το κοινωνικό σύνολο. Και αυτό γιατί, υπό τον μανδύα της τεχνοκρατικής διακυβέρνησης, αναδεικνύεται η αντιληπτική του ανικανότητα να ανταποκριθεί στα σημερινά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Όχι μόνο απέτυχε να περιορίσει την εξάπλωση της πανδημίας, αλλά με τις άστοχες αποφάσεις του και την έλλειψη σχεδίου βοήθησε στην περαιτέρω εξάπλωσή της. Στο θέμα της οικονομίας δεν έχει παρουσιάσει σχέδιο για την επανεκκίνηση της αγοράς αλλά μόνο για τη μετατόπιση και τη συσσώρευση των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, θεωρώντας ότι έπειτα από 8 ή 12 μήνες θα έχουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στα συσσωρευμένα χρέη. Θεωρεί ότι τώρα είναι ο χρόνος για να εκπονήσει και να θεσπίσει συνοπτικά τον πτωχευτικό νόμο, να ασχοληθεί με τα «κόκκινα» δάνεια και τους πλειστηριασμούς της πρώτης κατοικίας, με κύριο γνώμονα τη στήριξη του τραπεζικού τομέα, τον οποίο όμως ο ελληνικός λαός έχει ήδη ανακεφαλαιοποιήσει δύο φορές.

Η απάντηση για όλα τα παραπάνω βρίσκεται στην επαναφορά του ανθρώπινου παράγοντα στο επίκεντρο των πολιτικών και κοινωνικών αποφάσεων. Μόνο η κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, η δημοκρατία του αυτονόητου και η καταπολέμηση του πελατειασμού θα δώσει τις απαντήσεις για την ελληνική μετα-COVID εποχή. Το Κίνημα Αλλαγής είναι ο μόνος πολιτικός και κοινωνικός χώρος που μπορεί να ανταποκριθεί στο στοίχημα της επόμενης μέρας, κάτι το οποίο άλλωστε έχει αποδείξει. Αρκεί να θυμηθούμε ότι όλες οι ασύμμετρες απειλές που αντιμετώπισε η Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια, στον τομέα της εδαφικής της κυριαρχίας αλλά και στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τις δομές που υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ και μόνο.

Απέναντι, λοιπόν, σε μια αυταρχική κυβερνητική στρατηγική, όπου όμως ο επιτελικός της χαρακτήρας χρεώνει στην ηγεσία και τις αποτυχίες, πέραν των επικοινωνιακά προβεβλημένων επιτυχιών, απομένει ως στοίχημα η ανάδειξη της δικής μας πρότασης προοδευτικής διακυβέρνησης. Όχι μόνο για να επιτελέσουμε ατύπως τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έναντι ενός απαξιωμένου ΣΥΡΙΖΑ, αλλά, πολύ περισσότερο, για να πείσουμε στην πράξη ότι –όπως κάναμε με επιτυχία στο παρελθόν– μπορούμε να πάμε ξανά τη χώρα μπροστά.

Οι πολιτικές μας επεξεργασίες υπάρχουν, το ίδιο και οι προτάσεις μας για την επόμενη μέρα της χώρας, της κοινωνίας και της οικονομίας. Προτάσεις ρεαλιστικές, τεκμηριωμένες, κοστολογημένες και άμεσα εφαρμόσιμες. Και το κυριότερο, με ευρεία πολιτική και κοινωνική αποδοχή. Τι απομένει; Η μεγαλύτερη δυνατή εξωστρέφεια, ώστε οι θέσεις αυτές να φτάσουν σε όλους όσοι, σήμερα, έχουν πραγματικά ανάγκη. Αυτό, λοιπόν, απαιτεί ενότητα και συστράτευση. Όχι στα τεχνητά προβλήματα –πολλές φορές και εκ των έσω– και τα επίπλαστα διλήμματα που αποπροσανατολίζουν από τον πραγματικό στόχο. Στόχο όχι μόνο της παράταξης αλλά και της κοινωνίας συνολικά. Τώρα είναι η ώρα αλλά και η μεγάλη ευκαιρία.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ