Οι επιπτώσεις της προσφυγής στη Χάγη, για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, στην επέκταση των 12 ν.μ. της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδος
Του
Δρος ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΟΥΝΑΡΗ
Εμπειρογνώμονος, Πρεσβευτού ε.τ.,
Διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Βερολίνου (FU Berlin)
Οι επιπτώσεις μιας απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ, όσον αφορά τη γενόμενη ήδη επέκταση της αιγιαλίτιδος ζώνης στα 12 ν.μ. στη Νότια Αδριατική και στο Ιόνιο και μελλοντικώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, γίνονται τελευταίως αντικείμενο συζητήσεων από ορισμένο κύκλο διεθνολόγων και πολιτικών, χωρίς βέβαια να προκύπτει συγκεκριμένο συμπέρασμα.
Όλες οι θαλάσσιες ζώνες, αιγιαλίτιδες ζώνες, υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ αρχίζουν από την ακτογραμμή ή τις ευθείες γραμμές βάσεως, αν ένα παράκτιο κράτος έχει υιοθετήσει το σύστημα αυτό για τη μέτρηση των θαλασσίων ζωνών του. Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ φθάνουν μέχρι 200 ν.μ. από την ακτογραμμή ή τις ευθείες γραμμές βάσεως. Κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις η υφαλοκρηπίδα μπορεί να έχει έκταση μέχρι 350 ν.μ., ενώ η ΑΟΖ πάντα μόνο μέχρι 200 ν.μ. Η υφαλοκρηπίδα μέχρι 350 ν.μ. αφορά ωκεάνια παράκτια κράτη. Στη Μεσόγειο οι ζώνες αυτές, λόγω γεωγραφίας, δεν φθάνουν τα 200 ν.μ.
Επίσης, η αιγιαλίτιδα ζώνη των παράκτιων κρατών της Μεσογείου είναι 12 ν.μ., εκτός της Ελλάδος και της Τουρκίας στο Αιγαίο, που φθάνει τα 6 ν.μ. Η εναέρια αιγιαλίτιδα της Ελλάδος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχει καθοριστεί στα 10 ν.μ., χωρίς η διαφορά αυτή μεταξύ του εύρους της θαλάσσιας και εναερίας ζώνης να είναι παράνομη, διότι με βάση το θετικό Διεθνές Δίκαιο θα ήταν παράνομη αν υπερέβαινε τα 12 ν.μ. Στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα η Τουρκία έχει 12 ν.μ., ενώ η Ελλάδα ήδη έχει αιγιαλίτιδα ζώνη στη Μεσόγειο και στη Νότια Αδριατική 12 ν.μ.
Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ φθάνει στην πραγματικότητα τα 188 ν.μ., διότι το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης πρέπει να αφαιρεθεί από τα 200 ν.μ. Στην αιγιαλίτιδα ζώνη, θαλάσσια και εναέρια, το παράκτιο κράτος ασκεί πλήρη κυριαρχία, ενώ σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ ειδικά, αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Προϋπόθεση για να κατέχει ή μάλλον για να έχει ένα παράκτιο κράτος υφαλοκρηπίδα είναι να εξασφαλίζεται η αρχή του ipso facto and ab initio, δηλαδή, αυτοδικαίως και εξαρχής. Δηλαδή, το παράκτιο κράτος έχει υφαλοκρηπίδα μόνο αν δεν υπάρχουν νήσοι ενός άλλου κράτους έμπροσθεν των ακτών της αιγιαλίτιδας ζώνης του. Η Τουρκία στο Αιγαίο έχει ελάχιστη υφαλοκρηπίδα, επειδή έμπροσθεν των ακτών της υπάρχουν τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα οποία της κόβουν τη δυνατότητα αυτή, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων (ένα 4,5% της τουρκικής υφαλοκρηπίδος έναντι 95,5% της Ελλάδος).
Στην Ανατολική Μεσόγειο, τα ελληνικά νησιά της κόβουν πάλι τη δυνατότητα να έχει υφαλοκρηπίδα περισσότερο από 15%, ενώ το ποσοστό της Ελλάδας ανέρχεται στο 85%. Το ίδιο βέβαια αφορά και την ΑΟΖ των δύο κρατών, την οποία όμως για να έχει το παράκτιο κράτος πρέπει να την υιοθετήσει προηγουμένως με διακήρυξη.
Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ μεταξύ δύο παρακτίων παρακειμένων ή γειτονικών κρατών απαιτείται συμφωνία και σε περίπτωση που δεν προκύπτει συμφωνία το Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο και η Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης του 1982 (XV κεφάλαιο) προβλέπει παραπομπή του θέματος, μετά από συνυποσχετικό, στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε ένα Διαιτητικό Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 38 του καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η απόφαση του Δικαστηρίου τυγχάνει υποχρεωτικής εφαρμογής. Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι μεν ένα όργανο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, αλλά δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα πολιτικό όργανο. Έτσι πολλές φορές υπεισέρχονται στις αποφάσεις του πολιτικές μεγάλων δυνάμεων, με αποτέλεσμα οι αποφάσεις πολύ συχνά να μην πληρούν τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου. Για τον λόγο αυτό καλύτερα θα ήταν να ασχοληθεί με το όλο θέμα ένα Διαιτητικό Δικαστήριο.
Ο δε μέχρι τώρα διάλογος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος δεν πρόκειται να καταλήξει σε οποιαδήποτε δίκαιο αποτέλεσμα, διότι η Τουρκία πάντα ζητά, συνέχεια ζητά ό,τι δεν δικαιούται σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, τις διεθνείς συνθήκες και τη διεθνή πρακτική και τη Σύμβαση Δικαίου Θαλάσσης του 1982.
Κανονικά, όσον αφορά το θέμα της επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., ανεξάρτητα από το τι θα αποφάσιζε ένα Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ, είναι μάλλον απίθανο από μόνο του το Δικαστήριο να στερήσει από την Ελλάδα τη δυνατότητα αυτή. Για τον λόγο αυτό στο συνυποσχετικό για την παραπομπή του θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή σε ένα Διαιτητικό Δικαστήριο η Ελλάδα θα πρέπει να αποκλείσει την ενασχόληση του Δικαστηρίου με θέματα αιγιαλίτιδας ζώνης. Κάτι τέτοιο, κατά τον καθηγητή Θεόδωρο Καρυώτη, γίνεται μόνο εφόσον ρητώς οι διάδικοι θελήσουν την ενασχόληση του Δικαστηρίου με θέματα αιγιαλίτιδος ζώνης.
Η Τουρκία βέβαια δεν πρόκειται να δεχθεί τη μη ενασχόληση των Δικαστηρίων με θέματα αιγιαλίτιδος ζώνης, οπότε προκύπτει το εξής ερώτημα: Γιατί ασχολούμεθα με την παραπομπή του όλου θέματος στο Διεθνές Δικαστήριο;
Πολλοί βέβαια θα πουν –κάτι που η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν ήδη υποστηρίξει– ότι έτσι θα απαλλαγούμε από το όλο πρόβλημα με την Τουρκία. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, η Γερμανία και οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προκειμένου έτσι να απαλλαχθούν από το όλο θέμα. Νομίζω πως, αντί της Χάγης, καλό θα ήταν να ασχοληθεί ένα Διαιτητικό Δικαστήριο με το θέμα της υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, στο Ιόνιο και τη Νότια Αδριατική με την Αλβανία.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ