Δημ. Στωίδης στο “Π”: Μεταρρυθμίσεις στο ΥΠΕΞ
Του
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΣΤΩΙΔΗ
Πρεσβευτή ε.τ.
Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της δομής του υπουργείου Εξωτερικών ευελπιστεί προφανώς να του προσδώσει πρόσθετη επιχειρησιακή ετοιμότητα και αυξημένο κύρος, φιλοδοξώντας να καταστήσει την εξωτερική πολιτική υπολογίσιμο και αξιόπιστο συνομιλητή στο περιφερειακό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον.
Αγαθές προθέσεις!
Το γεγονός όμως ότι οι κατά καιρούς ανάλογες σχετικές προτάσεις που επιχειρήθηκαν περιοδικά παρέμεναν τελικώς, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, στα χαρτιά (όπως ενδεικτικά συνέβη, π.χ., με τις περιστασιακές απόπειρες βελτιστοποίησης του τρόπου σύνταξης των Φύλλων Αξιολόγησης) δεν σημαίνει ότι η τωρινή προσπάθεια θα έχει κατ’ ανάγκην καλύτερη τύχη από τις προηγούμενες. Και τούτο διότι πιστεύω ότι εν προκειμένω η εύρυθμη λειτουργία του ΥΠΕΞ δεν έχει ζωτική χρεία πρακτικών ανακατατάξεων των υπηρεσιών του ή/και νέων δομών, αλλά αντιθέτως χρειάζεται αλλαγή της παραδοσιακά αρτηριοσκληρωτικής νοοτροπίας καθώς και δραστικό περιορισμό του διαχρονικά δυσκίνητου συγκεντρωτισμού.
Κατά τη γνώμη μου, αυτά ακριβώς τα δύο στοιχεία μπορούν να χαρακτηρισθούν κατεξοχήν ως γνήσιες μεταρρυθμίσεις με προοπτική την ουσιαστική και γόνιμη συμβολή στη μακρόπνοη λειτουργικότητα του ΥΠΕΞ. Η φαινομενική όμως δυστοκία, αν όχι και η απροθυμία των ιθυνόντων στη στάθμιση (έστω) των εν λόγω μεταρρυθμιστικών επιλογών είναι προφανές ότι θα οδηγήσει στη διαιώνιση της πάγιας πρακτικής στην παραγωγή (όχι εκπόνηση) κειμένων και την αρμοδίως άνευρη αντιμετώπιση καθ’ όλα έγκυρων τακτικών υπηρεσιακών εισηγήσεων.
Άρα, το υπό κρίση νομοσχέδιο κινδυνεύει να μείνει κενό νεωτεριστικού περιεχομένου και να αρκεσθεί τελικώς στην εκ νέου διατύπωση αισιόδοξων προθέσεων.
Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι θεσμικοί φορείς διαθέτουν αντικειμενικά σφαιρικότερη πληροφόρηση, που επιτρέπει τη δυνατότητα λήψης στρατηγικών αποφάσεων για το μέλλον του ΥΠΕΞ αλλά και για τη χάραξη στόχων στην εξωτερική πολιτική.
Όμως μήπως ανιχνεύεται εγγενής αδυναμία στην εφαρμογή της ουσίας των τυχόν ειλημμένων στρατηγικών αποφάσεων; Μήπως ο εν προκειμένω θεσμικά επιζητούμενος διπλωματικός εκσυγχρονισμός προσκρούει στην υπόθεση της ύπαρξης ενός επιπλέον κέντρου διαμόρφωσης αλλά και άσκησης διπλωματίας, εκτός του ΥΠΕΞ;
Είναι επαρκείς οι προβλεπόμενες βελτιώσεις / μεταρρυθμίσεις για τη λειτουργικότητα του ΥΠΕΞ; Συνεπάγεται, άραγε, και ποιοτική αναβάθμιση στον χειρισμό των εθνικών θεμάτων, όπως, π.χ., οι ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Σε καταφατική περίπτωση παραμένει γεγονός ότι παρ’ όλες τις πολυετείς απόπειρες της εδώ πλευράς, κυρίως, για προφανή ουσιώδη προσέγγιση του πεδίου, π.χ., των ελληνοτουρκικών σχέσεων, φαίνεται ότι δεν έχει επιτευχθεί ακόμη το ενδεδειγμένα σταθερό και βιώσιμο περιβάλλον που θα επιτρέψει την εμπέδωση τουλάχιστον αμοιβαίου κλίματος καλής γειτονίας.
Συνεπώς, το προς εφαρμογή νέο οργανόγραμμα του ΥΠΕΞ εκτιμάται ότι θα υπολείπεται σαφώς των φιλόδοξων προσδοκιών για ποιοτικό άλμα στη λειτουργικότητά του, με συνεπαγόμενο αντίκτυπο και στην ευχέρεια της ανάληψης αξιόπιστων διπλωματικών πρωτοβουλιών. Διπλωματικές πρωτοβουλίες που ευελπιστούν να συντείνουν στην ουσιώδη αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της χώρας μας.
Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ