Η Άγκυρα επιστρέφει στη στρατηγική της εντάσεως – Ανάλυση του Π. Νεάρχου

Η Άγκυρα επιστρέφει στη στρατηγική της εντάσεως – Ανάλυση του Π. Νεάρχου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Tο διάλειμμα των διπλωματικών ελιγμών από την Άγκυρα αποδείχθηκε πολύ βραχύβιο. Με νέα NAVTEX επιστρέφει στην πολιτική των προκλήσεων, εξαγγέλλοντας την αποστολή του σκάφους υδρογραφικών ερευνών «Τσεσμέ» στην καρδιά του Κεντρικού Αιγαίου, πίσω από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Είναι μια κίνηση που υπενθυμίζει τη δραματική Ελληνο-Τουρκική κρίση του 1987.

Η επιλογή ενός υδρογραφικού σκάφους είναι σκόπιμη, γιατί επιτρέπει στην Ά­γκυρα να ισχυρίζεται ότι αυτό θα διεξαγάγει «επιστημονικές έρευνες» σε διεθνή ύδατα. Η Άγκυρα μπορεί ακόμη να επιχειρήσει τη συνέχιση των διερευνητικών συνομιλιών, προσποιούμενη ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με το «Τσεσμέ».

Η νέα αυτή προκλητική πρωτοβουλία της Άγκυρας δεν είναι άσχετη με την πεποίθησή της ότι δεν πρόκειται να επηρεάσει τη στάση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, η οποία κατά τη γνώμη της, με προεξάρχουσα τη φιλική της Γερμανία, έχει αποκρυσταλλωθεί υπέρ της Άγκυρας, με παραπομπή του θέματος των κυρώσεων στις ελληνικές καλένδες και με αποδοχή μιας θετικής ατζέντας για την Τουρκία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου.

Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, η Άγκυρα ακολουθεί σκοπίμως απέναντί τους μια τακτική εντάσεως, με στόχο να εξαναγκάσει τις ΗΠΑ να αλλάξουν την πολιτική τους για τους Κούρδους της Συρίας, όπως έγινε με τον προηγούμενο Πρόεδρο Τραμπ. Η Άγκυρα αντιμετωπίζει ως πραγματικό εφιάλτη το ενδεχόμενο οι Αμερικανοί να υποστηρίξουν σταθερά τη δημιουργία στη Συρία μιας δεύτερης αυτόνομης Κουρδικής Περιοχής, κατά το πρότυπο εκείνης του Ιράκ. Ο φόβος αυτός ήταν ένας από τους σοβαρότερους λόγους για τη στροφή της Άγκυρας προς τη Ρωσία, με στόχο να χρησιμοποιηθεί αυτή ως α­ντίβαρο για την ανάσχεση των Αμερικανικών σχεδίων για τους Κούρδους της Συρίας.

Στο πνεύμα αυτό και μέσα στο κλίμα της πρόσφατης αποτυχίας της Τουρκικής επεμβάσεως στο Ιράκ, που κατέληξε στην απώλεια δεκατριών στελεχών των Τουρκικών Μυστικών Υπηρεσιών και άλλων Σωμάτων Ασφαλείας, που ήταν εδώ και έξι χρόνια όμηροι του Κουρδικού Κινήματος PKK, ο Ερ­ντογάν απείλησε ότι θα αναλάβει νέες Τουρκικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία και ότι θα βομβαρδίσει, εάν χρειασθεί, Αμερικανικές αυτοκινητοπομπές που μεταφέρουν όπλα και εφόδια από το Ιράκ στους Κούρδους της Συρίας. Ο Τούρκος Πρόεδρος απείλησε επίσης την Αμερικανική πλευρά ότι εάν δεν αναδιπλωθεί στο θέμα των Κούρδων, η Τουρκία δεν θα διστάσει να τινάξει στον αέρα τη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ, υπαινισσόμενος αποχώρηση της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ.

Τι θα πράξει η Αμερικανική πλευρά; Θα υποχωρήσει στις Τουρκικές απειλές και θα εγκαταλείψει πάλι τους Κούρδους της Συρίας; Θα δώσει μια νίκη στον Ερντογάν και θα του επιτρέψει να συσπειρώσει το πολιτικό του ακροατήριο, τη στιγμή που υπάρχουν ενδείξεις ότι αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα; Το Κουρδικό δεν είναι το μόνο θέμα πάνω στο οποίο θα κριθούν οι Τουρκο-Αμερικανικές σχέσεις. Είναι όμως το σημαντικότερο από την Τουρκική πλευρά, γιατί ενεργοποιεί τις Τουρκικές φαντασιώσεις για συνωμοσίες εναντίον της Τουρκίας και της εδαφικής της ακεραιότητας με εργαλείο το Κουρδικό.

Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η Τουρκία προετοιμάζεται να επαναλάβει τις γνωστές προκλήσεις με το «Oruc Reis» στην περιοχή της ευρύτερης Δωδεκανήσου. Η Τουρκική αυτή υποτροπή δεν εκπλήσσει γιατί είναι γνωστό ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί απλώς διερευνητικές συνομιλίες για να παρέρχεται ο χρόνος. Ανυπομονεί να επιβάλει εκβιαστικά στην Ελλάδα διάλογο για όλα όσα διεκδικεί. Είναι πιθανόν επίσης να θεωρεί ότι η περίοδος αυτή, μέχρι το καλοκαίρι, όταν θα παραδοθούν στην Ελλάδα τα πρώτα έξι Ραφάλ, είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας για την Τουρκία, η οποία πιστεύει ότι έχει προς το παρόν το στρατιωτικό πλεονέκτημα, γεγονός που δεν έχει βεβαίως αποδειχθεί κατά τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις.

Η Ελλάδα δεν έχει κανένα περιθώριο ανοχής απέναντι στις Τουρκικές προκλήσεις. Σε κάθε περίπτωση, το «Τσεσμέ» πρέπει να παρεμποδισθεί, με κάθε τρόπο, να διεξαγάγει οποιουδήποτε είδους έρευνες, εφόσον δεν έχει κανένα νόμιμο δικαίωμα. Η προσπάθεια της Τουρκίας να παρουσιάσει το Αιγαίο ως ανοικτή θάλασσα, χωρίς να υπολογίζει τα νησιά του, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Η σημερινή όμως Τουρκική πρόκληση επαναφέρει, για μια ακόμα φορά, στο προσκήνιο το θέμα της επεκτάσεως των Ελληνικών χωρικών υδάτων και της ανακηρύξεως της ΑΟΖ. Η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει τη σταδιακή επέκταση των χωρικών της υδάτων, με δεύτερο βήμα τη θαλάσσια περιοχή Νότια και ΝΑ της Κρήτης μέχρι τα Δωδεκάνησα και τρίτο το Αιγαίο.

Παραλλήλως, η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει σε όλους τους τομείς το εξοπλιστικό της πρόγραμμα, με στόχο να καλυφθούν ιδιαίτερα τα κενά που υπάρχουν και να αποκτήσει η χώρα πλεονεκτήματα τεχνολογικής αιχμής σε κρίσιμους τομείς. Από την άποψη αυτή, έχει προφανή κρισιμότητα η επιλογή που θα γίνει στο θέμα των φρεγατών. Κυρίαρχο στοιχείο πρέπει να είναι τα επιχειρησιακά πλεονεκτήματα. Πρέπει γι’ αυτό να αφεθεί το Πολεμικό Ναυτικό να τα επιλέξει, χωρίς υποβολές, για να διαμορφώσει τους όρους με τους οποίους θα μπορέσει να εγγυηθεί την ισορροπία δυνάμεων, την αποτροπή και την ποιοτική υπεροχή.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί η ανάγκη, επίσης, η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και ειδικότερα του Στόλου να γίνει υπόθεση όλου του λαού. Η πρόσφατη συ­γκινητική προσφορά του ευεργέτη Ιάκωβου Τσούνη, που πρόσφερε 23 εκατ. ευρώ, 60 αποβατικά σκάφη και όλη την άλλη κινητική και ακίνητη περιουσία του (μετά τον θάνατό του) στις Ένοπλες Δυνάμεις, είναι ένα παράδειγμα πατριωτισμού και ανιδιοτελούς προσφοράς, που τον κατατάσσει μεταξύ των μεγάλων ευεργετών του έθνους, και θα ευχόταν κανείς το παράδειγμά του να βρει και άλλους μιμητές και ζηλωτές.

Με σεμνό και διακριτικό τρόπο, ένας άλλος ευπατρίδης, ο εφοπλιστής Λασκαρίδης, δώρισε επίσης, προσφάτως, δύο πολύτιμα βοηθητικά πλοία στο Πολεμικό Ναυτικό. Πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους ότι χωρίς ισχυρό Ναυτικό η Ελλάδα θα βρεθεί σε αδυναμία να υπερασπισθεί στη θάλασσα την εθνική της ασφάλεια και να αναχαιτίσει τις ηγεμονικές και επεκτατικές Τουρκικές φιλοδοξίες. Η Ελλάδα είναι χώρα ηπειρωτική και ταυτόχρονα νησιωτική και δεν μπορεί να κάνει εκπτώσεις στη ναυτική ισορροπία και τη ναυτική ισχύ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η συνείδηση αυτή ενέπνεε πάντα στο παρελθόν ξεχωριστούς Έλληνες, που έσπευδαν να ενισχύσουν, σε κρίσιμες στιγμές, τον Ελληνικό Στόλο, με κορυφαίο παράδειγμα τον μεγάλο ευεργέτη Αβέρωφ. Το πνεύμα αυτό κινητοποίησε σήμερα έναν άλλο ευπατρίδη, τον Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, ο οποίος ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη σύσταση του «Ταμείου Ελληνικού Στόλου Αβέρωφ ΙΙ». Στόχος της πρωτοβουλίας είναι να κινητοποιήσει όχι μόνο μεγάλους δωρητές αλλά και όλους τους Έλληνες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για να συμβάλουν στην ενίσχυση του Ελληνικού Στόλου, ώστε αυτός να μη στηρίζεται μόνο στους περιορισμένους πόρους του προϋπολογισμού του.

Φιλοδοξία της πρωτοβουλίας είναι η αγορά και η προσφορά στο Ναυτικό μιας επιπλέον φρεγάτας, πλήρως εξοπλισμένης, ως δείγμα εθνικού και πατριωτικού συναγερμού και συμπαραστάσεως στο έργο του Πολεμικού Ναυτικού. Ως δείγμα επίσης επαγρυπνήσεως και αποφασιστικότητας του λαού μας να προασπίσει την πατρίδα του και να κατοχυρώσει, με την αναγκαία ισχύ, την ασφάλεια και την ειρήνη.

Ένας παράλληλος πυρήνας της άμυνας της χώρας είναι οι περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες, τις οποίες μπορεί να συνάψει, με κοινό δεδομένο την αναχαίτιση της επιδιωκόμενης από την Άγκυρα Τουρκικής ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Η σύμπτωση αυτή στη θεώρηση του Τουρκικού κινδύνου, στην πρώτη γραμμή του οποίου είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, προσφέρει στην Ελληνική πλευρά την ευκαιρία να πρωτοστατήσει στην οικοδόμηση ενός αποτρεπτικού τείχους και στην ανάπτυξη ενός συνασπισμού δυνάμεων, μέσα στον οποίο μπορεί η Ελλάδα να βρει έναν νέο γεωπολιτικό ρόλο και να ενισχύσει την παρουσία της καταλυτικά στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ο ρόλος της Γαλλίας στη σύμπηξη του συνασπισμού αυτού είναι καίριος και η Ελλάδα πρέπει να αδράξει την ευκαιρία ενός αμυ­ντικού συμφώνου με τη Γαλλία, με ρήτρα αμυντικής συνδρομής. Η υπογραφή ενός τέτοιου συμφώνου θα στείλει σαφές μήνυμα προς την Άγκυρα ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη, με τη δική της ισχύ και με τη συνδρομή των συμμάχων της, να μην επιτρέψει την παραβίαση των δικαιωμάτων της και να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε απειλή στην εθνική της ακεραιότητα και ασφάλεια.

Το μήνυμα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει και την Κύπρο και πρέπει να πάρει κατεπειγόντως τη μορφή αναβιώσεως του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, με τη μόνιμη αεροναυτική παρουσία της Ελλάδος αλλά και την παράλληλη ανάπτυξη των δυνατοτήτων της Εθνικής Φρουράς. Οι συνθήκες σήμερα, με τη στρατηγική συνεργασία γειτονικών χωρών, όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος, και την παρουσία και συνεργασία της Γαλλίας, είναι πολύ διαφορετικές.

Η σπουδή για δήθεν «λύση» του Κυπριακού, πάνω σε βάση απαράδεκτη, που θα προήγαγε τον γεωπολιτικό έλεγχο της Άγκυρας πάνω σε ολόκληρη την Κύπρο, είναι πολιτική αυτοκαταστροφική και παράλογη. Δεν έχει κανένας το δικαίωμα να πειραματίζεται με δήθεν «λύση», από την οποία δεν θα υπάρχει επιστροφή και θα θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία και το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.

Η επιστροφή της Άγκυρας στη στρατηγική της εντάσεως θέτει ερωτηματικά τόσο για τις Ελληνο-Τουρκικές διερευνητικές συνομιλίες όσο και για τη σχεδιαζόμενη, Βρετανικής εμπνεύσεως, Πενταμερή για το Κυπριακό. Αυτό που χρειάζεται η Κύπρος δεν είναι μια νέα Πενταμερής, στην ημερήσια διάταξη της οποίας θα είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά μια νέα στρατηγική για ασυμβίβαστο αγώνα κατά της Τουρκικής εισβολής και κατοχής και λύση δημοκρατική και δίκαιη, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ