Παιδεία: Γαία πυρί μιχθήτω…

Παιδεία: Γαία πυρί μιχθήτω…

– Αλλάζουν και ξαναλλάζουν δεκάδες υπουργοί και υφυπουργοί, νόμοι, διατάγματα, όμως τα κύρια προβλήματα και το σχολείο παραμένουν ίδια

Τις τελευταίες εβδομάδες, μέσα στα κακά της πανδημίας, παρακολουθούμε πορείες, διαμαρτυρίες και συ­γκρούσεις σπουδαστών με τις αστυνομικές δυνάμεις. Aιτία, το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή με τίτλο «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» (που ήδη ψηφίστηκε), στο οποίο συ­μπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις για τη δημιουργία «πανεπιστημιακής αστυνομίας».

Ρύθμιση που τολμά η υπουργός Παιδείας (μετά το φιάσκο της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου), σε πείσμα κάθε λογικής και δημοκρατικής δεοντολογίας. Από την άλλη, τα νέα δεδομένα, που επιτείνονται από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, εγείρουν αξιώσεις ρήξεων, όταν μάλιστα ομάδες αποδεκτών ή μεμονωμένα άτομα θεωρούν ότι πλήττονται από συγκεκριμένες πολιτικές εκπαίδευσης.

Σχεδόν όλοι οι υπουργοί Παιδείας επεδίωξαν και επιδιώκουν να γίνουν «μεταρρυθμιστές» για να τους γράψει η Ιστορία. Μέχρι τώρα πάντως ελάχιστοι υπουργοί Παιδείας (από τους δεκάδες εγγεγραμμένους στον επίσημο τιμητικό πίνακα του υπουργείου) θα μπορούσαν να μνημονευτούν θετικά, κυρίως για τα σχέδια και τις προσπάθειές τους να εκσυγχρονίσουν το εκπαιδευτικό μας σύστημα.

Δεν τα κατάφεραν, όμως, γιατί κάθε επόμενος υπουργός (εκτός από ελάχιστες και πάλι εξαιρέσεις) φρόντιζε, υπακούοντας και σε κομματικές και συνδικαλιστικές πιέσεις, να κατεδαφίσει ό,τι έφτιαξε ο προηγούμενος, ακόμη και εάν ανήκε κάποτε στο ίδιο κόμμα! Αλλάζουν και ξαναλλάζουν δεκάδες υπουργοί και υφυπουργοί, νόμοι, διατάγματα, στελέχη, προγράμματα, βιβλία κ.ά., όμως τα κύρια προβλήματα και το σχολείο παραμένουν ίδια. Γιατί, όπως ευφυώς έχει γραφεί, «έχουμε δύο ‘‘Παιδείες’’, μία στα χαρτιά και μία στα σχολεία».

Τα προβλήματα επαναφέρουν στο προσκήνιο χρονίζουσες στρεβλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που κατά την κοινή λογική χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Τα προβλήματα του ελληνικού σχολείου και των ΑΕΙ κατάντησαν σχεδόν διαχρονικά και φαίνονται αξεπέραστα, παρά τις πολλές μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις, ειδικά των τριών τελευταίων δεκαετιών.

Είναι κυρίως διαρθρωτικά και πάνω από όλα ποιοτικά και η αντιμετώπισή τους απαιτεί σχεδιασμό, στον οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας ο καθορισμός και η αναγνώριση ποιοτικών κριτηρίων, που θα κατευθύνεται από τη βάση της εκπαιδευτικής πυραμίδας (προσχολική εκπαίδευση) προς την κορυφή (τριτοβάθμια εκπαίδευση), με ενιαία μεθοδολογία και στόχευση (συνήθως οι υπουργοί ξεκινούν ανάποδα). Κυρίως, όμως, χρειάζεται εκπαιδευτική πολιτική συνέχειας, που απαιτεί διάλογο και εθνική συναίνεση, όπως ισχύει σε άλλες πολιτισμένες χώρες, όπου οι εκπαιδευτικές αλλαγές «κυοφορούνται» χρόνια, δοκιμάζονται πιλοτικά και αγκαλιάζονται από τους πολλούς.

Εδώ, κάθε υπουργός εξαγγέλλει διάλογο, που τις περισσότερες φορές είναι προσχηματικός, ή ανεβάζει νομοσχέδια προς διαβούλευση, έτσι για να τηρούνται τα προβλεπόμενα, αφού καμιά ουσιαστική πρόταση αλλαγής-βελτίωσης δεν γίνεται τελικά δεκτή. Θα μπορούσε, όμως, κάποιος να σταθεί μόνο σε δύο πραγματικούς διαλόγους για την παιδεία:

= Ο πρώτος επί Σουφλιά, το 1991, που δόθηκαν, συμπληρώθηκαν και αποδελτιώθηκαν χιλιάδες ερωτηματολόγια από γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικούς και φορείς της εκπαίδευσης. Οι παλιότεροι θυμούνται μαινόμενους συνδικαλιστές από όλα τα κόμματα να καίνε επιδεικτικά τα ερωτηματολόγια μπροστά στο υπουργείο. Παρά ταύτα, επακολούθησε μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση, που αγκάλιασε όλες τις παραμέτρους του συστήματος, αλλά σχεδόν «κατεδαφίστηκε» από τις επόμενες κυβερνήσεις.

= Ο δεύτερος έγινε το 2009, στο πλαίσιο του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ), με πρόεδρο τον Μπαμπινιώτη. Συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα τρία εκ των πέντε κομμάτων που απάρτιζαν τότε το βουλευτικό σώμα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ), το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, συνδικαλιστικά όργανα (ΓΣΕΕ, ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΟΙΕΛΕ), εκπρόσωποι της Συνόδου των Πρυτάνεων ΑΕΙ, πρόεδροι ΤΕΙ και της ΠΟΣΔΕΠ, εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και υπουργείων, διευθυντές, σχολικοί σύμβουλοι, εκπαιδευτικοί της μαχόμενης εκπαίδευσης κ.ά.

Ήταν η πρώτη φορά που έγινε ένας τόσο ευρύς και πολυσυμμετοχικός διάλογος για την Παιδεία (αντίστοιχος θα έλεγε κανείς με αυτόν στο Ανώτατο Συμβούλιο Παιδείας το 1931). Συνεδρίασαν πολλές φορές με τήρηση πρακτικών και τα πορίσματα παραδόθηκαν, τον Νοέμβριο του 2009, στην τότε υπουργό Παιδείας. Κάποιες από τις προτάσεις υλοποιήθηκαν την περίοδο 2010 – 2014, για να «αντιμεταρρυθμιστούν» και πάλι στη συνέχεια.

Κεντρικός πυρήνας των συζητήσεων στο ΣΠΔΕ ήταν η αναγκαιότητα εφαρμογής στην εκπαίδευση ενός στρατηγικού συναινετικού σχεδιασμού, που διαπερνά όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, προκειμένου να διασφαλίζεται η ποιότητα, η συνέχεια και η συνοχή. Τονίστηκε ότι «είναι κεφαλαιώδους σημασίας ο καθορισμός και η αναγνώριση κριτηρίων ποιότητας για τα προγράμματα σπουδών, την έρευνα, την παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού, την επιστημονική υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου, τη διδακτική προσέγγιση και ιδίως τη βασική εκπαίδευση και επιμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης. Κυρίως όμως απαιτείται συνεχής αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος με στόχο την καταγραφή των προβλημάτων και τη διατύπωση προτάσεων, ώστε να επιτευχθεί η απαραίτητη βελτίωση της ποιότητας στην εκπαίδευση.

Σήμερα, όλοι αντιλαμβάνονται ότι το σχολείο του 21ου αιώνα καλείται να διαδραματίσει τον πιο σύνθετο και απαιτητικό ρόλο που είχε ποτέ και ότι η ευελιξία και προσαρμογή του στις νέες πραγματικές συνθήκες και απαιτήσεις είναι θέμα ατομικής προόδου και εθνικής επιβίωσης. Γι’ αυτό χρειάζονται επανεξέταση όλες οι χρονίζουσες αγκυλώσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, καθόσον υπάρχει αποσπασματική αντιμετώπιση των προβλημάτων από τη μια και διύλισή τους από την άλλη, μέσα από το φάσμα των πιθανών επιπτώσεων στην εκάστοτε κυβέρνηση και στο κόμμα.

Οι αποσπασματικές παρεμβάσεις με συγκεκριμένο κομματικό ιδεολογικό πρόσημο συνήθως εστιάζουν στο λύκειο και στον τρόπο πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πολλές φορές υιοθετώντας πρότυπα του εξωτερικού, μολονότι η κουλτούρα που έχει διαμορφωθεί για τις ανώτατες σπουδές σε χώρες του εξωτερικού διαφέρει σημαντικά από αυτήν της χώρας μας. Οι σύγχρονες, λοιπόν, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές αλλαγές απαιτούν συστηματικό σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρας, προκειμένου το ελληνικό σχολείο να ανταποκριθεί, άμεσα και με επιτυχία, στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής.

Πτυχές που θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα τέτοιο πλαίσιο στρατηγικού σχεδιασμού είναι: Θέματα αξιοκρατικής επιλογής στελεχών, προσλήψεις εκπαιδευτικών, περιεχόμενο προγραμμάτων και εκπαιδευτικού υλικού, σταθερό σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ, λειτουργία παραδοσιακών και ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών, εργαστηρίων ειδικότητας, επιμόρφωση στελεχών διοίκησης, επιμόρφωση εκπαιδευτικών, αξιολόγηση εκπαιδευτικού συστήματος και εκπαιδευτικού έργου –αποκλειστικά για τη βελτίωση της απόδοσής του–, άνοιγμα του σχολείου στην τοπική κοινωνία, απογευματινές δραστηριότητες, δαπάνες κατασκευής και συ­ντήρησης κτιρίων, δαπάνες εξοπλισμών, αμοιβές βοηθητικού και λοιπού προσωπικού, δαπάνες λειτουργίας μονάδας, αναπαραγωγής εκπαιδευτικού υλικού κ.ά.

Οι καιροί, όμως, ου μενετοί. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω. Μπορούμε όμως να διασφαλίσουμε ότι η Παιδεία μας δεν θα χάσει και άλλα χρόνια! Αυτό όμως απαιτεί δουλειά, αποφασιστικότητα και αλλαγή νοοτροπίας.

Ήρθε η ώρα τα κόμματα, τουλάχιστον εξουσίας, να αντιληφθούν ότι το «ράβε–ξήλωνε» στην εκπαίδευση οδηγεί σε στρέβλωση και ο κομματισμός στην Παιδεία βλάπτει τα μέγιστα, οδηγώντας τις μέλλουσες γενιές σε αδιέξοδα μέσα σε ένα διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Απαιτούνται, πλέον, πλατιά μόρφωση, βασικές ικανότητες στην επιστήμη και την τεχνολογία, ψηφιακή ικανότητα και μεταγνωστικές ικα­νότητες, απόκτηση αξιών / αρχών που αναπτύσσουν την ιδιότητα του ενεργού και υπεύθυνου πολίτη αλλά και δημιουργία εθνικής, πολιτισμικής συνείδησης και έκφρασης, που μεταλαμπαδεύει πανανθρώπινες και διαχρονικές κοινωνικές αξίες.

Και αυτά μπορούν να επιτευχθούν με την αξιοπιστία της Πολιτείας, τη συναίνεση της πολιτικής σε βασικές Αρχές Παιδείας και το ενδιαφέρον της κοινωνίας.

Έντυπη έκδοση ΤΟ ΠΑΡΟΝ


Σχολιάστε εδώ